Ηταν Τρίτη. Οπως και φέτος. Η 29η Οκτωβρίου του 1929. Δεν είναι πολλές οι φορές που στην Ιστορία μνημονεύεται μια συγκεκριμένη ημέρα της εβδομάδας. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, τόσο οι ιστορικοί όσο και οι απλοί αμερικανοί πολίτες αλλά και ολόκληρη η παγκόσμια κοινότητα δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσουν τη «Μαύρη Τρίτη», το πρωί της οποίας η ευημερούσα Αμερική έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της. Γιατί το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης κατέρρευσε, χάνοντας σχεδόν το 12% της αξίας του. Από το 1929 έως το 1931 έκλεισαν περισσότερα από 4.000 χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, 9.000 συνολικά μέσα σε μια τετραετία. Οι τιμές των αγροτικών προϊόντων απώλεσαν το 40% της αξίας τους και οι άνεργοι έφθασαν τα 12 εκατομμύρια στις ΗΠΑ, τα έξι στη Γερμανία και τα τρία στη Βρετανία. Εκείνη τη «Μαύρη Τρίτη» εκδηλώθηκε με τον πλέον τραγικό τρόπο η μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική κρίση που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο βιομηχανοποιημένος και ανεπτυγμένος, κόσμος. Και η σκιά της Μεγάλης Υφεσης κάλυψε σχεδόν ολόκληρη τη δεκαετία που ακολούθησε μετά το χρηματιστηριακό κραχ του 1929.
Πριν, όμως, από την «Μαύρη Τρίτη» υπήρξε η «Μαύρη Πέμπτη» («Μαύρη Παρασκευή» για τους Ευρωπαίους λόγω της διαφοράς ώρας), η 24η Οκτωβρίου του 1929, ημέρα κατά την οποία άλλαξαν χέρια σχεδόν 13 εκατομμύρια μετοχές, αριθμός ρεκόρ για τα χρηματιστηριακά χρονικά. Τίποτα δεν προμήνυε εκείνο το πρωινό τι επρόκειτο να ακολουθήσει, «αλλά στις 11:30», διαβάζουμε στο «Μεγάλο Κραχ» του σπουδαίου καναδοαμερικανού οικονομολόγου Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ, «η αγορά καταλήφθηκε από έναν τυφλό και αμείλικτο φόβο». Επρόκειτο για έναν πρωτόγνωρο πανικό. Πρόλαβε να ψυχανεμιστεί το κακό ο Γκρόβερ Γουέιλεν, ο επικεφαλής της αστυνομίας της Νέας Υόρκης εκείνη την περίοδο, και απέστειλε μια ειδική αστυνομική μονάδα στη Γουόλ Στριτ με στόχο τη διαφύλαξη της τάξης.
Εκατοντάδες ανθρώπων είχαν συρρεύσει έξω από το χρηματιστήριο, παρότι κανένας δεν γνώριζε τι ακριβώς συνέβαινε. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε στην ταράτσα ενός κτιρίου ένας εργάτης, σύσσωμο το πλήθος σκέφτηκε πως επρόκειτο για έναν επίδοξο αυτόχειρα και βάλθηκε να περιμένει την πτώση του, έχοντας ακούσει τις φήμες περί της αυτοκτονίας τουλάχιστον δέκα ανθρώπων κατά τη διάρκεια της προηγούμενης νύχτας. Στο τέλος της ημέρας ο Ντάου Τζόουνς έκλεισε στις 229,5 μονάδες, 22% πιο κάτω από το ρεκόρ που είχε σημειωθεί λίγες εβδομάδες νωρίτερα, την 3η Σεπτεμβρίου του 1929, όταν η Γουόλ Στριτ έφτασε στις 386,1 μονάδες. Αλλά η πτώση θα ήταν μεγαλύτερη εάν ο επικεφαλής της First National City Bank (μετέπειτα Citibank) Τσαρλς Εντουιν Μίτσελ, γνωστός και ως «ηλιόλουστος Τσάρλι» («Sunshine Charlie»), δεν ανακοίνωνε πως μια ομάδα τραπεζιτών επρόκειτο να συσκεφθεί με στόχο την αντιμετώπιση της κρίσης. Η είδηση επέφερε μια σχετική ηρεμία, η οποία, ωστόσο, αποδείχτηκε παροδική καθώς διήρκεσε μόλις 96 ώρες.
Αλλά το τέλος αυτής της «συλλογικής παραφροσύνης ήταν προβλεπόμενη και αναμενόταν», ανέφερε σε σχετικό ρεπορτάζ της η Corriere della Sera την 31ης Οκτωβρίου, 48 ώρες μετά το κραχ. Την 29η Οκτωβρίου απλά κατέστη εμφανής με τον πλέον ξεκάθαρο και συνάμα δραματικό τρόπο η διαφορά που υπήρχε ανάμεσα στην αξία των μετοχών στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και την πραγματική αξία των εταιρειών που τις είχαν εκδώσει. Το 1923 στην Γουόλ Στριτ άλλαξαν χέρια 237 εκατομμύρια μετοχές, σχεδόν διπλάσιες, 452 εκατομμύρια, το 1925, 577 εκατομμύρια το 1927 και 920 εκατομμύρια το 1928. Κατά τους πρώτους μήνες του 1929 ο αριθμός των μετοχών έφτασε στα 827 εκατομμύρια ενώ την ίδια περίοδο της προηγούμενης χρονιάς ήταν 613 εκατομμύρια.
Πώς, όμως, έφτασαν είκοσι εκατομμύρια Αμερικανοί να κατέχουν μετοχές; Χάρη στο γεγονός ότι είχαν τη δυνατότητα να τις αγοράζουν, καταβάλλοντας μόλις το 10% της αξίας τους, έδιναν 10 δολάρια, δηλαδή, και αγόραζαν μετοχές αξίας 100 δολαρίων. Και στη συνέχεια, καταβάλλοντας αυτές τις μετοχές ως εγγύηση, μπορούσαν να αγοράσουν και άλλες. Από το 1923 έως το 1929 τα βραχυπρόθεσμα δάνεια, εκείνα που έπαιρναν οι κερδοσκόποι και οι αδαείς και ελλιπώς ενημερωμένοι αποταμιευτές για να παίξουν στο χρηματιστήριο, πενταπλασιάστηκαν. Με τη σιωπηρή αποδοχή, μάλιστα, των τραπεζιτών αλλά και της πλειονότητας των πολιτικών, οι οποίοι ήταν τυφλωμένοι εξίσου από την ευφορία που επικρατούσε εκείνη την περίοδο στις ΗΠΑ. Ο ίδιος ο ρεπουμπλικανός πρόεδρος Χέρμπερτ Χούβερ που εκλέχτηκε στο τέλος του 1928 έκανε λόγο για παγίωση της παγκόσμιας ειρήνης και διεύρυνση του παγκόσμιου εμπορίου. Διαψεύστηκε, ωστόσο, οικτρά από τα γεγονότα μερικούς μήνες μετά.
Εξιστορώντας όλη τη διαδρομή της κερδοσκοπικής φούσκας από το 1926 έως το 1929, και αναλύοντας τις αιτίες που έφεραν την Αμερική αντιμέτωπη με τη χειρότερη κατάρρευση στην ιστορία της, καθώς έως το 1933 χιλιάδες τράπεζες πτώχευσαν, ένας καταστρεπτικός αποπληθωρισμός εδραιώθηκε, το παραγόμενο προϊόν μειώθηκε κατά το 1/3 και η ανεργία εκτινάχτηκε στο 25%, ο Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ συμπεραίνει στο «Μεγάλο Κραχ» το οποίο εκδόθηκε το 1955 αλλά παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο: «Σε πολλές περιπτώσεις άνθρωποι εξαπατώνται από άλλους ανθρώπους.Το φθινόπωρο του 1929 ήταν ίσως η πρώτη περίπτωση που οι άνθρωποι κατάφεραν σε ευρεία κλίμακα να εξαπατήσουν τους εαυτούς τους».
Και δυστυχώς γνωρίζουμε πολύ καλά πως δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ξανά.