Τον Νοέμβριο του 1985 ο Πάολο Βαλεντίνο, νεαρός ανταποκριτής εκείνη την περίοδο της Corriere della Sera, μετέβη στη Γενεύη για να καλύψει την ιστορική, πρώτη συνάντηση του αμερικανού προέδρου Ρόναλντ Ρίγκαν με τον γενικό γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.
«Γνωρίζαμε πως επρόκειτο να γίνουμε μάρτυρες ενός ιστορικού γεγονότος, αλλά κανένας δεν φανταζόταν πως με εκείνη τη σύνοδο θα άρχιζε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου», θυμάται σήμερα ο παλαίμαχος, πλέον, ανταποκριτής (στις Βρυξέλλες, στη Μόσχα, στο Βερολίνο και στην Ουάσιγκτον) της ιταλικής εφημερίδας, περισσότερα από 35 χρόνια μετά, με αφορμή τη συνάντηση του Τζο Μπάιντεν με τον Βλαντίμιρ Πούτιν στην ίδια πόλη της Ελβετίας.
«Ωστόσο ήταν αυτή η συνάντηση στη Γενεύη ανάμεσα στους δύο ηγέτες που έσπασε τον πάγο, αποτελώντας το προοίμιο μιας εξαιρετικής περιόδου, που μέσα σε μόλις έξι χρόνια θα οδηγούσε στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου, την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και στο τέλος του διπολικού κόσμου που αναδύθηκε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», υπενθυμίζει ο Βαλεντίνο.
Η συνάντηση κορυφής συμφωνήθηκε στο τέλος μιας περιόδου κατά την οποία οι σχέσεις μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων είχαν ενταθεί επικίνδυνα. Ο Ρόναλντ Ρίγκαν, ο οποίος κέρδισε την εξουσία το 1980, είχε θέσει σε εφαρμογή το πιο μεγάλο εξοπλιστικό πρόγραμμα των ΗΠΑ από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, ως απάντηση στην ολοένα πιο επιθετική στάση του Κρεμλίνου, επιστέγασμα της οποίας αποτέλεσε η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν το 1979.
«Δεν είναι ότι δεν εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλο επειδή είμαστε οπλισμένοι, είμαστε οπλισμένοι επειδή δεν εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλον», ήταν η ατάκα με την οποία ο Ρόναλντ Ρίγκαν υποδέχτηκε τον ρώσο ομόλογό του στη Γενεύη. Ο αμερικανός πρόεδρος ήταν πεπεισμένος ότι μόνο μέσω της επίδειξης ισχύος, ακόμα και σε επίπεδο δηλώσεων, αλλά και της τεχνολογικής υπεροχής τους, θα μπορούσαν οι ΗΠΑ να πείσουν τη Μόσχα να αλλάξει τη στάση της και να αποδεχτεί μια πολιτική ουσιαστικής αποκλιμάκωσης της έντασης.
Αιχμή του δόρατος του εξοπλιστικού προγράμματος των ΗΠΑ ήταν η αποκαλούμενη Strategic Defense
Παρότι επρόκειτο για ένα σύστημα σε πειραματικό στάδιο, ήταν αρκετό ούτως ώστε να αποκαλυφθούν η τεχνολογική καθυστέρηση της ΕΣΣΔ σε σχέση με τις ΗΠΑ αλλά και οι αδυναμίες ενός συστήματος τα θεμέλια του οποίου είχαν αρχίσει να τρίζουν. «Τρεις γενικοί γραμματείς του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης – ο Μπρέζνιεφ, ο Αντρόποφ και ο Τσερνιένκο, όλοι ηλικιωμένοι και άρρωστοι – είχαν χάσει τη ζωή τους μέσα σε τρία χρόνια», αναφέρει ενδεικτικά ο ιταλός δημοσιογράφος.
Στη συνέχεια, όμως, τον Απρίλιο το 1985 εμφανίστηκε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ένας νεαρός ηγέτης που πίστευε ότι μπορούσε να αναμορφώσει τη Σοβιετική Ενωση και ήταν αποφασισμένος να εμπλακεί σε έναν εποικοδομητικό διάλογο εφ’ όλης της ύλης με τις ΗΠΑ και την υπόλοιπη Δύση. «Θα σας στερήσουμε τον εχθρό», είχε δεσμευτεί ο Γκεόργκι Αρμπάτοφ, ένας από τους στενούς συνεργάτες του Γκορμπατσόφ εκείνη την περίοδο.
Οτι ήταν ένας ηγέτης με τον οποίο η Δύση θα μπορούσε να συνεργαστεί, είχε αποφανθεί και η Μάργκαρετ Θάτσερ, η πιο στενή από τους συμμάχους του Ρίγκαν στη διεθνή σκηνή, τη γνώμη της οποίας ο αμερικανός πρόεδρος λάμβανε σοβαρά υπόψη. «Αυτός ο κατεξοχήν αντικομμουνιστής, που είχε χαρακτηρίσει τη Σοβιετική Ενωση “
Οταν στη Γενεύη βρέθηκαν αντικριστά, αντάλλαξαν θερμή χειραψία επί επτά δευτερόλεπτα κατά τα οποία ο ένας κοιτούσε τον άλλον, χαμογελώντας. Μάλιστα ο Ρίγκαν, αδιαφορώντας για το πρωτόκολλο, ζήτησε από τον επικεφαλής του Κρεμλίνου να κάνουν έναν περίπατο πρώτα μαζί, πριν από την επίσημη έναρξη των συνομιλιών.
Κατά τη διάρκεια εκείνης της σύντομης συζήτησης που είχαν οι δύο ηγέτες στις όχθες της λίμνης Λεμάν, ο Ρίγκαν
Στη συνάντηση της Γενεύης, πριν από περισσότερα από 35 χρόνια, ανάμεσα στον πρόεδρο των ΗΠΑ και τον σοβιετικό ομόλογό του δεν «συνέβη σχεδόν τίποτα, αλλά ο δρόμος είχε ανοιχτεί». Κατέστη σαφές την επόμενη χρονιά με αφορμή το ξέσπασμα μιας ακόμη κρίσης με πρωταγωνιστές τους δύο μεγάλους αντιπάλους του (πρώτου) Ψυχρού Πολέμου
Οταν τον Σεπτέμβριο του 1986 ο αμερικανός δημοσιογράφος Νικ
Παρότι και οι δύο πλευρές μετέβησαν στην πρωτεύουσα της Ισλανδίας έχοντας κατά νου πως επρόκειτο για μία ακόμη αναγνωριστική συνάντηση, οι δύο ηγέτες έφτασαν πολύ κοντά στην επίτευξη μιας συμφωνίας για την εξάλειψη πυρηνικών πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς κατά την επόμενη δεκαετία.
Οι διαπραγματεύσεις κατέρρευσαν την τελευταία στιγμή, αλλά ο Ρίγκαν και ο Γκορμπατσόφ, έχοντας αναπτύξει μία ειλικρινή σχέση, πέτυχαν, τελικά, τον στόχο τους την επόμενη χρονιά, τον Δεκέμβριο του 1987, υπογράφοντας στον Λευκό Οίκο τη Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μεσαίας Εμβέλειας.
Εξι μήνες νωρίτερα, την 12η Ιουνίου του 1987, ο Ρόναλντ Ρίγκαν, μπροστά στην Πύλη του Βρανδεμβούργου, εκφώνησε τον πιο διάσημο λόγο του, απευθυνόμενος στον σοβιετικό ομόλογό του. «Κύριε Γκορμπατσόφ, εάν επιζητείτε την ειρήνη, εάν επιζητείτε την ευημερία για την ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη, εάν επιζητείτε τη φιλελευθεροποίηση, ελάτε σε αυτήν την πύλη. Κύριε Γκορμπατσόφ, ανοίξτε αυτήν την πύλη! Κύριε Γκορμπατσόφ, γκρεμίστε αυτό το τείχος».
Μετά τη συνάντησή τους στον Λευκό Οίκο τον Δεκέμβριο του 1987, οι δύο ηγέτες συναντήθηκαν εκ νέου, στη Μόσχα αυτήν τη φορά, τον Μάιο του 1988, με τη συνάντηση να μνημονεύεται κυρίως επειδή ο Ρόναλντ Ρίγκαν δήλωνε στην Κόκκινη Πλατεία ότι δεν θεωρούσε πλέον πως η ΕΣΣΔ αποτελούσε την «Αυτοκρατορία του Κακού». Τελευταία φορά, ο 40ος πρόεδρος των ΗΠΑ και ο τελευταίος ηγέτης της ΕΣΣΔ συναντήθηκαν τον Δεκέμβριο του 1988 στο Γκόβερνορς Αïλαντ, στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, όπου ο Γκορμπατσόφ έγινε δεκτός από τον Ρόναλντ Ρίγκαν, αλλά και από τον εκλεγμένο διάδοχό του, τον Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο.
Την επόμενη χρονιά, τον Νοέμβριο του 1989, έπεσε και το Τείχος του Βερολίνου. Λιγότερο από έναν μήνα νωρίτερα, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ είχε αναφέρει με νόημα στον Εριχ Χόνεκερ, τον ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας, ότι «η ζωή τιμωρεί εκείνους που καθυστερούν».