Η Ιστορία έχει συχνά διαφορετικές αναγνώσεις, ανάλογα από την πλευρά από την οποία τη διαβάζεις, την προσωπική ή τη συλλογική, ιδεολογική ή φιλοσοφική σου ματιά. Ανάλογα τα όσα έχουν ήδη παγιωθεί στην αντίληψή σου από την εκπαίδευση ή το κοινωνικό σου περιβάλλον, όσα έχουν σφηνωθεί στις συνάψεις του εγκεφάλου σου και δύσκολα ξεκολάνε.
Υπέθετα ότι, όσο εμπαθής κι αν είσαι, μπροστά σ’ ένα σχεδόν «ζωντανό» μνημείο θανάτου, το φίλτρο της ιδεοληψίας δεν θα είχε σχεδόν καμία επίδραση μπροστά στη δύναμη της ίδιας της φρίκης. Ισως γι’ αυτό ήταν μεγάλη η έκπληξή μου όταν περιμένοντας στη σειρά για να μπω στο Αουσβιτς άκουσα μια κυρία από ένα γκρουπ Ελλήνων να αμφισβητεί όχι ακριβώς την ύπαρξη, αλλά τη διάσταση του Ολοκαυτώματος. Ο αρχηγός τους έλεγε για τον αριθμό των θυμάτων κι εκείνη επέμενε ότι δεν μπορεί να υπήρχαν τόσοι Eβραίοι για να έχουν θανατωθεί. Διότι «όλα αυτά είναι προπαγάνδα των νεοταξιτών και όσων προωθούν την παγκόσμια διακυβέρνηση από τα εβραϊκά συμφέροντα».
Όμως ακόμα κι αν κατάφερνα να μπω στα παπούτσια της διανόησής της, κι αποδεχόμουν ότι όλοι συνωμότησαν για να αυξήσουν τον αριθμό των θυμάτων, τι σημασία είχε αν ήταν 1,1 εκατομμύριο ή διακόσιες πενήντα χιλιάδες οι άνθρωποι που μαρτύρησαν στο Αουσβιτς; Πώς μπορεί να μπαίνει ζυγαριά απαξίωσης στον οργανωμένο και διεστραμμένα μαρτυρικό θάνατο;
Πώς μπορείς να είσαι αμέριμνος περιπατητής ανάμεσα στα κτίρια όπου ο άνθρωπος πάτησε βίαια πάνω σε κάθε αρχή και αξία για να γίνει απάνθρωπος; Κι αν τα αγριολούλουδα καταφέρνουν να ανθίσουν παρά την αρνητική ενέργεια των ψυχών που μαρτύρησαν εκεί, πώς μπορούν να αναφύονται τέτοιες ιδέες;
Επισκεπτόμενος τους διαφορετικούς χώρους του στρατοπέδου έχασα το γκρουπ με τη συγκεκριμένη κυρία, μάλλον από επιδίωξη παρά από τύχη.
Εάν εκείνη ήταν αρνήτρια του Ολοκαυτώματος εγώ είχα απόλυτη άρνηση να την ακούω στη σκιά των φουγάρων του Αουσβιτς.
Στον τόπο του μαρτυρίου η σιωπή είναι πιο βαριά. Η περιήγηση στις αίθουσες με όσα απομεινάρια αυτών των ανθρώπων βρήκαν οι (Σοβιετικές πρώτα) συμμαχικές δυνάμεις είναι τόσο δυνατή που βαραίνει ακόμα και τα χέρια όταν προσπαθείς να φωτογραφίσεις. Χρειάστηκε πραγματική υπερπροσπάθεια για μερικά στιγμιαία κλικ.
Η αίθουσα με τα γυαλιά των κρατουμένων, εκείνη με τα τεχνητά τους μέλη, τις βαλίτσες ή προσωπικά τους αντικείμενα και βέβαια τα άδεια δοχεία από το θανατηφόρο Zyklon–B. Στο τέλος, ο απόκοσμος χώρος του κρεματορίου όπου είναι αδιανόητο να πιστέψεις τι συνέβαινε εκεί. Πώς είχε συλλάβει ανθρώπινος νους αυτό το απάνθρωπο εγχείρημα!
Ακόμα πιο σοκαριστικοί όμως μου φάνηκαν οι διάδρομοι με τις φωτογραφίες ταυτοποίησης και καταγραφής των κρατουμένων. Πρόσωπα που σε κοιτούν στα μάτια την ώρα που διαβάζεις στην επιγραφή ότι τελικά έζησαν μόνο μερικές εβδομάδες ή ημέρες μετά την είσοδό τους στο Αουσβιτς. Αγωνία χαραγμένη στα πρόσωπα, απόγνωση αλλά και επιτηδευμένη απάθεια ενός παγωμένου βλέμματος. Γνώριζαν τι τους περίμενε, κι εσύ το βλέπεις στα μάτια τους σχεδόν οκτώ δεκαετίες μετά. Όχι τόσο μακριά αν το σκεφτείς….
Τις φωτογραφίες από την επίσκεψη στο Αουσβιτς και το Μπιρκενάου αλλά και το περιστατικό με την κυρία που αρνείτο το Ολοκαύτωμα ή έστω υποβάθμιζε το μέγεθος της ανθρώπινης αυτής τραγωδίας, τις θυμήθηκα με αφορμή την πρόσφατη επέτειο εξέγερσης Ελλήνων Εβραίων στο Αουσβιτς, (7 Οκτωβρίου 1944). Ενα πολύ ενδιαφέρον και όχι τόσο γνωστό γεγονός που περιλαμβάνεται και τεκμηριώνεται στο βιβλίο της Φωτεινής Τομαή με τίτλο «Greeks in Auschwitz-Birkenau», εκδόσεις Παπαζήση. Ειδικά σε μια περίοδο που οι ιδέες από τις πιο σκοτεινές σελίδες της Ιστορίας αρχίζουν να ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια, όχι ηθικά πλήρως απαξιωμένες αλλά δημιουργώντας επικίνδυνες κοινωνικές τάσεις, η υπενθύμιση της ιστορίας είναι επιβεβλημένη. Ακόμα κι αν κάποιοι φτάνουν να την αρνούνται ακριβώς στο σημείο που γράφτηκε.