Η πρώτη –γρήγορη, σχεδόν αυτόματη– αντίδραση μου στο άκουσμα της είδησης για τον ορισμό της Γιάννας Αγγελοπούλου ως επικεφαλής της επιτροπής για τον εορτασμό των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821 ήταν να θυμηθώ τον Νίκωνα Αρκουδέα, τον εμβληματικό Αττικάρχη της ΕΛ.ΑΣ τα χρόνια του ’80.
Το παλιό σύνθημα «Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς τον Αρκουδέα», έστω και με μικρή παραλλαγή, ταιριάζει με την περίπτωση της Γιάννας Αγγελοπούλου. Η τελευταία έχει πλέον το προνόμιο να μην λείπει από κανένα μεγάλο εορτασμό, από κανένα μεγάλο event – από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 μέχρι και τα 200 χρόνια από την Επανάσταση.
Η Γιάννα Αγγελοπούλου είναι – και αυτό το έχει κατακτήσει με το δικό της …γιαταγάνι- η απαραίτητη guest star. Η εθνική μας τελετάρχης. Πάει και τέλειωσε! Και αυτό γιατί, όπως και ο αείμνηστος Νίκων Αρκουδέας και εκείνη δεν είναι ένας (κοινός) «άνθρωπος, είναι μια ιδέα» !
Η κυρία Αγγελοπούλου, λοιπόν, είναι μια «ιδέα» – και ως τέτοια χρειάζεται να αντιμετωπίζεται εφεξής. Μάλιστα, η νέα επανεγκατάσταση της στα δημόσια πράγματα με την ιδιότητα της «ιδέας» έδωσε τροφή σε σκέψη σε καθιερωμένο εικαστικό καλλιτέχνη των Αθηνών. Ο τελευταίος,όταν και εκείνος έμαθε για τα νέα καθήκοντα της 64χρόνης grand dame από το Ηράκλειο της Κρήτης, αναφώνησε: Ηρθε η ώρα δίπλα στην μαρινιέρα του Ζαν-Πολ Γκοτιέ να βάλουμε και την «Φουστανέλα 2021» (με τον ανάδοχο να αναδεικνύεται βεβαίως μέσα από την διαδικασία ενός διεθνούς ανοικτού δημόσιου διαγωνισμού). Πάντως, το καλύτερο θα ήταν ένας συνδυασμός μαρινιέρας με φουστανέλα…
Αλλά, από την χρονική στιγμή της επανεγκατάστασης της κυρίας Αγγελοπούλου στα δημόσια πράγματα της χώρας –έστω και ως τελετάρχου– απουσιάζουν δύο πρόσωπα. Ο ένας Ελληνας, ο άλλος ξένος: ο εκδότης Χρήστος Λαμπράκης και ο επί σειρά ετών πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (ΔΟΕ) Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ.
Ο πρώτος εκ των δύο ανδρών ήταν εκείνος που με την μοναδική μαεστρία του γνώριζε το πώς μπορούσε να προσγειώνει στο έδαφος της αθηναϊκής πραγματικότητας την κυρία Αγγελοπούλου –επικεφαλής τότε της Επιτροπής Διεκδίκησης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.
Είναι κοινό μυστικό ότι οι σχέσεις τους δεν ήταν καθόλου ανέφελες και ότι το αφεντικό του Συγκροτήματος –παρά τις προσωπικές επιλογές σειράς δημοσιογράφων του ΔΟΛ– στάθηκε σταθερά απέναντι στο αισθητικό-πολιτισμικό μοντέλο που επεδίωκε να καθιερώσει το Ζάππειο της κυρίας Αγγελοπούλου. Μάλιστα, ο Λαμπράκης, σε μια ορισμένη στιγμή που η πολυπραγμοσύνη της προέδρου της Επιτροπής Διεκδίκησης ξεπέρασε τα εσκαμμένα, ζήτησε με σημείωμα του (γραμμένο στην παλιά γνωστή γραφομηχανή) να γίνει ρεπορτάζ και κυρίως, να ερωτηθεί «η κυρία» για τα σχέδια των στενών συνεργατών της αλλά και για τις δικές της προσωπικές προθέσεις. Για να μην σας κρατώ σε αγωνία το ρεπορτάζ δεν γράφτηκε ποτέ καθώς η «κυρία» έσπευσε να δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις σε νεαρό συντάκτη που είχε επιφορτισθεί με το καθήκον της επικοινωνίας και να τηρήσει επακριβώς τις υποσχέσεις της.
Το μικρό αυτό συμβάν δείχνει με ένα απλό, κατανοητό τρόπο και μια όψη από το μωσαϊκό των ισορροπιών της αθηναϊκής επιχειρηματικής, εκδοτικής και κοινωνικής πραγματικότητας τα χρόνια της δεκαετίας του ’90 αλλά και τα ευαίσθητα σημεία των απαραίτητων και αναγκαίων διεργασιών ανάμεσα στα μέλη των ελίτ, στο Σύνταγμα και στα Βόρεια Προάστεια.
Για το δεύτερο πρόσωπο μιλά ο «αστυγράφος» –νομικός και πολιτικός– Στράτης Στρατήγης.
Στο βιβλίο του «Αστυγραφία» ( Εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα 2018) ο Στρατήγης αναφέρει τα εξής για την εποχή που η κυρία Αγγελοπούλου έπαιρνε ξανά τα ηνία της όλης επιχείρησης, αναλαμβάνοντας μετά από ένα διάλειμμα κάποιων ετών και την προεδρία της Οργανωτικής Επιτροπής του Αθήνα 2004:
«Στις 15 Μαΐου 2000 διορίσθηκε από τον Κώστα Σημίτη ως πρόεδρος του ΔΣ η Γιάννα Αγγελοπούλου και χρειάσθηκε να παραιτηθεί ο δεύτερος πρόεδρος του Αθήνα 2004 Τάκης Θωμόπουλος. Προσωπικά δεν είχα τίποτα εναντίον της, ούτε είχα ποτέ καμιά κοινωνική ή επαγγελματική σχέση μαζί της ή με το ζεύγος. Γνώριζα απλώς από παλαιότερα τον άνδρα της κοινωνικά και ως συμμαθητή του βασιλιά Κωνσταντίνου. Ομολογώ όμως ότι από τότε εκτιμούσα πως, αν δεν παρέμενε ο Τάκης Θωμόπουλος, θα υπήρχαν άλλες, σαφώς καλύτερες επιλογές για τη θέση, αν δεν την είχε επιβάλει ο Σάμαρανκ».
Το επαναλαμβάνω: «(…) αν δεν την είχε επιβάλει ο Σάμαρανκ». Και ο Στρατήγης μιλά μετά λόγου γνώσεως.
Ο Αθηναίος –γέννημα, θρέμμα– νομικός και πολιτικός επανέρχεται ουκ ολίγες φορές στη Γιάννα Αγγελοπούλου. Διαβάζω για παράδειγμα στη σελίδα 238 του βιβίου «Αστυγραφία»:
«(…) Το δυνατό της όμως χαρτί ήταν ο ίδιος ο πανίσχυρος τότε πρόεδρος της ΔΟΕ Σάμαρανκ. Τον είχε κυριολεκτικά γοητεύσει από την εποχή της διεκδίκησης και δεν άφηνε ευκαιρία, όπως μας λέγανε, που να μην του επιδαψιλεύσει περιποιήσεις».
Αλλά, ο Στρατήγης έχει γερές αναμνήσεις και τις καταθέτει: «Για πρώτη φορά είδα από κοντά τη Γιάννα Αγγελοπούλου, τότε ακόμη Γιάννα Παρθένη, καλεσμένη ως βουλευτή της ΝΔ , στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου στην Κωνσταντινούπολη τον Δεκέμβριο του 1989, στη λειτουργία για το ανακαινισμένο πατριαρχείο, με χορηγία του Παναγιώτη Αγγελόπουλου. Κατά σύμπτωση στη συνέχεια με την, εν ζωή τότε, γυναίκα μου Ελένη, στο ίδιο τραπέζι, στο γεύμα που είχε παρασχεθεί μετά τη λειτουργία από τους Αγγελόπουλους, σε εστιατόριο της Κωνσταντινούπολης. Εκεί, όταν ήρθε και κάθισε δίπλα στον Θόδωρο, άρχισε και το ειδύλλιο τους».
Ο αστικός μύθος βεβαίως κάνει λόγο για… λιποθυμία, ενώ φαίνεται να ακολούθησαν και σκηνές που παραπέμπουν έμμεσα στον «Ευαγγελισμό της Θεοτόκου» αλλά ας είναι. Εκείνο που μετρά είναι ότι μετά την Βασιλεύουσα όλα άλλαξαν για εκείνη.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Η Γιάννα Δασκαλάκη τελείωσε το Α’ Λύκειο Θηλέων του Ηρακλείου και σπούδασε στη Νομική Σχολή, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, από όπου αποφοίτησε το 1979. Παντρεύτηκε για πρώτη φορά τον επιχειρηματία Γιώργο Παρθένη και απέκτησε μαζί του μία κόρη, την Καρολίνα. (Λεπτομέρεια: στην ίδια φουρνιά σπούδαζαν στην ίδια σχολή μερικά πολύ οικεία πλέον σε όλους μας πρόσωπα, μεταξύ αυτών ο Βαγγέλης Βενιζέλος και ο Ανδρέας Λοβέρδος).
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, άρχισε να ασχολείται με την πολιτική. Το 1986 εκλέχθηκε στο Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας με τον συνδυασμό «Νέα Εποχή» του Μιλτιάδη Έβερτ. Ήταν, δίχως άλλο, η εποχή της σποράς όπως θα έλεγαν και ορισμένοι παλαιοί Αθηναίοι. Η δυναμική δικηγόρος είχε εκλεγεί χάρις και σε μια έξυπνη κίνηση στη διάρκεια της προεκλογικής της καμπάνιας. Μια πρόταση του συμβούλου επικοινωνίας Λευτέρη Κουσούλη έφερε σε γραφεία και διαμερίσματα πλήθος από πλαστικά σακουλάκια με σπόρους για βασιλικό. Τότε, η κυρία Αγγελοπούλου είχε λάβει 4.645 σταυρούς προτίμησης, στην 12η θέση ανάμεσα σε 40 υποψηφίους. Τον Νοέμβριο του 1989 και το 1990, εκλέχθηκε βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας στην Α ´ Αθηνών. Είχε λάβει 28.625 και 35.868 σταυρούς προτίμησης (8η και 5η θέση) αντίστοιχα. Στις εκλογικές αναμετρήσεις είχε κατέλθει ως Γιάννα Δασκαλάκη-Παρθένη.
Το 1990, μετά τα συμβάντα της Πόλης, χώρισε από τον πρώτο της σύζυγο και παντρεύτηκε τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο, γόνο γνωστής οικογένειας βιομηχάνων, με τον οποίο απέκτησε δύο γιους, τον Παναγιώτη και τον Δημήτρη.
Το 1996, ορίσθηκε από τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, πρόεδρος της επιτροπής διεκδίκησης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Το 2000 ανέλαβε τρίτη πρόεδρος του Οργανισμού Αθήνα 2004 μετά τους Στράτη Στρατήγη και Τάκη Θωμόπουλο.
«She gets the job done»
Αλλά, ποια είναι σε τελική ανάλυση η Γιάννα Αγγελοπούλου; Η απάντηση από το μικρό ενημερωτικό σημείωμα των εκδοτών της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου της:
«Eνα κορίτσι από την Κρήτη, µε όνειρα και προσδοκίες, ζει µια ζωή που στιγµές-στιγµές θυµίζει παραµύθι: σπουδάζει, γίνεται δικηγόρος, αναµειγνύεται µε τα κοινά, σε αδιάκοπη αντιπαράθεση µε κατεστηµένες στάσεις και αντιλήψεις. Bιώνει τον κεραυνοβόλο έρωτα και βρίσκεται στην Ζυρίχη και στο Λονδίνο στο πλευρό του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ανακαλύπτοντας τον κόσµο των επιχειρήσεων – αλλά και την οικογενειακή ζωή.
» Ωσότου την καλεί η διεκδίκηση και µετά η διοργάνωση των Ολυµπιακών Αγώνων από την Ελλάδα. Eπιχειρεί να βοηθήσει στην συστράτευση και στην κοινή προσπάθεια, ζει βήµα-βήµα τις εµπλοκές και τα αδιέξοδα της Ελληνικής πραγµατικότητας. Παρ’ όλα αυτά, η προσπάθεια για τους Ολυµπιακούς Αγώνες της Αθήνας του 2004 µπόρεσε και απέκτησε την δική της δυναµική.
» Πώς, λοιπόν, η Ελλάδα βρέθηκε από αυτό το σηµείο στην βαθιά κρίση που ζει – ιδίως µετά το 2010; Από την εµπειρία της, η Γιάννα Αγγελοπούλου επισηµαίνει ένα σηµαντικό, σταθερό πρόβληµα: το πρόβληµα ηγετικότητας, την αποφυγή ανάληψης ευθυνών ή την τάση µετατόπισής τους, µαζί και την συνεχή εσωτερική αντιπαράθεση – είναι µόνιµη τροχοπέδη στις προσπάθειες των Ελλήνων».
Στη βάση του biblionet βρίσκεται η αναφορά σε ένα κείμενο του Ανδρέα Δρυμιώτη, αρθρογράφου της εφημερίδας «Η Καθημερινή» και ένας από τους πρωτοπόρους της ανάπτυξης της Πληροφορικής στην ελληνική αγορά. Το κείμενο του –με τίτλο «Η Γιάννα που λατρεύουμε να μισούμε»– δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα τον Ιούνιο του 2013 με αφορμή την έκδοση και στα ελληνικά του βιβλίου «Γιάννα» (εκδόσεις Λιβάνη) που η συγγραφέας επέλεξε να υπογράφει ως Γιάννα Αγγελοπούλου- Δασκαλάκη.
Από το κείμενο του κ. Δρυμιώτη (που είχε ενεργό ρόλο και εμπλοκή στα της διεκδίκησης των Ολυμπιακών Αγώνων την δεκαετία του ΄90) διαβάζω: «Η τελευταία φορά ήταν το 2002 στο προσωπικό της γραφείο στην Αθήνα, όταν διαπίστωσε ότι ο υπεύθυνος της τεχνολογίας δεν “τραβούσε” και μου ζήτησε να αναλάβω εγώ την ευθύνη. Την ευχαρίστησα για την επιλογή, αλλά αρνήθηκα τη θέση και της πρότεινα κάποιον άλλο. Αναφέρω το περιστατικό αυτό για να τεκμηριώσω ότι είχε τα χαρακτηριστικά του manager. Δεν δίστασε να αλλάξει ένα διευθυντή σε μια κρίσιμη χρονική στιγμή, όταν διαπίστωσε ότι κάτι δεν πάει καλά σε ένα κρίσιμο τομέα. Θέλησα να δώσω τη δική μου προσωπική εμπειρία, γιατί ανεξάρτητα από τα κίνητρα της Γιάννας, η ιστορία της διεκδίκησης και διοργάνωσης των Αγώνων είναι μια αναμφισβήτητη ιστορία ελληνικής επιτυχίας, που δείχνει ότι με τη σωστή καθοδήγηση, μπορούμε να επιτύχουμε πολλά πράγματα. Τη Γιάννα λατρεύουμε να τη μισούμε γιατί είναι αποτελεσματική –“she gets the job done”- και έτσι μπαίνει στο μάτι πολλών που δεν είναι».
Η Γιάννα Αγγελοπούλου προφανώς και έχει προτερήματα που την κάνουν να ξεχωρίζει. Οι παλιοί της συνεργάτες της στο δύσκολο και απαιτητικό εγχείρημα του «Ελεύθερου Τύπου» της αναγνωρίζουν ένα βασικό χάρισμα: να δρα γρήγορα και αποτελεσματικά προκειμένου να πετύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Προς το σκοπό αυτό δεν φείδεται ούτε χρόνου, ούτε χρημάτων. Και το εγχείρημα της κόστισε ακριβά, πολύ ακριβά!
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Η κυρία Αγγελοπούλου προσήλθε σε μια λαϊκή παραδοσιακή εφημερίδα της κεντροδεξιάς παράταξης – τον «Ελεύθερο Τύπο»- μετά από μια αποτυχημένη λόγω υπερβολικών απαιτήσεων του εκδότη και μεγαλοεργολάβου Γιώργου Μπόμπολα απόπειρα να αγοράσει την εφημερίδα «Έθνος». Ήταν το καλοκαίρι του 2006. Ένα χρόνο μετά, προστέθηκε στις συμμετοχές της οικογένειας Αγγελοπούλου και ο ραδιοσταθμός City – ο πρώην Planet. Το όλο εγχείρημα έριξε αυλαία τρία χρόνια αργότερα: το καλοκαίρι του 2009 με την οικογένεια να μην αφήνει πίσω της ούτε ένα σεντ χρέος σε εργαζόμενους και προμηθευτές.
Τι ήταν εκείνο που έφταιξε και ναυάγησαν τα σχέδια της κυρίας Αγγελοπούλου που εξ αρχής τέθηκε επικεφαλής του εγχειρήματος;
Όπως λένε παλαιοί συνεργάτες της για την επιτυχία του δεν έφταναν ούτε η καλή της διάθεση, ούτε η πίστη της σε ένα καλό προϊόν, ούτε τα πολλά λεφτά. Το κλειδί της αποτυχίας για εκείνους /εκείνες βρίσκεται στην εκτεταμένη και εν πολλοίς ανεξέλεγκτη εμπλοκή στη καθημερινή διαχείριση των media – εφημερίδας και ραδιοφώνου- προσώπων με ενεργό δράση στον οργανισμό «Αθήνα 2004» που αγνοούσαν το αντικείμενο της νέας δραστηριότητας. Τα ίδια πρόσωπα – άλλοτε ως σύμβουλοι και άλλοτε ως διευθυντές κ.α- έχουν την βασική ευθύνη για πληθώρα λανθασμένων επιλογών. Και ο «Ελεύθερος Τύπος» δεν έγινε ποτέ μπίζνα αν και είχε όλα τα προσόντα και τις προδιαγραφές
Η «Γιάννα το πάλεψε», λένε παλαιοί συνεργάτες της και επισημαίνουν: «Προδόθηκε από την εμπιστοσύνη που έδειξε στην ομάδα του 2004».
Η πρώτη απόπειρα να παραμείνει με διακριτό ρόλο –ιδιοκτήτης media– στην Ελλάδα μετά το 2004 απέτυχε. Μια δεύτερη δεν είχε και εκείνη καλύτερη τύχη.
Η Γιάννα, ο γιος της, ο Κλίντον και ο Τσίπρας
Η δεύτερη απόπειρα εκδηλώθηκε στα προεόρτια της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, τότε που ο Αλέξης Τσίπρας «μάθαινε ακόμη Αγγλικά»…
Παρά τις έντονες αντιπαραθέσεις επί ελληνικού (κομματικού) εδάφους, η πρωτοβουλία της κυρίας Αγγελοπούλου είχε να κάνει με την αναγνώριση της «έξωθεν καλής μαρτυρίας» στη γενέτειρα της και την καθιέρωση της ως μιας προσωπικότητας διεθνούς εμβέλειας και κύρους και όχι με ένα φλερτ με τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα.
Τα περί ενεργού εμπλοκής της στα πράγματα του Ιδρύματος Clinton είναι πάνω κάτω γνωστά και διαθέσιμα με ένα κλικ στο Διαδίκτυο. Το σημαντικό πάντως από την πρωτοβουλία της με το Ίδρυμα του πρώην προέδρου των ΗΠΑ ήταν η λειτουργία του προγράμματος Igniting Ideas for Greece’s Future: The Angelopoulos 100.
Το τελευταίο, ένα πρόγραμμα υποτροφιών για επιστήμονες – εν δυνάμει επιχειρηματίες υποστηρίχθηκε με 3 εκατομμύρια δολάρια από την οικογένεια του Θ. Αγγελοπούλου (λεπτομέρειες εδώ).
Τον Νοέμβριο 2016, ο δημοσιογράφος Δημήτρης Ρηγόπουλος ρωτάει τη Γιάννα Αγγελοπούλου για τις σχέσεις της με τον Αλέξη Τσίπρα (ολόκληρη η συνέντευξη εδώ).
«(…)Είναι απλό: είδα μια απόπειρα καινούργιων ανθρώπων –και νέων, κυρίως όμως καινούργιων– να δουν τα πράγματα αλλιώς σε μια Ελλάδα κουρασμένη. Μίλησα μαζί τους, σημειώστε ότι το έκανα πηγαίνοντας στα γραφεία στη Βουλή αρχικά, στο Μαξίμου αργότερα: το φως κάνει καλό σε αυτές τις υποθέσεις! Οπότε θεώρησα ότι θα τους ήταν χρήσιμο, συνέβαλα στο να γίνουν επαφές με το διεθνές σύστημα». Η ίδια πάντως ξεκαθάριζε ότι «δεν υπήρχαν κρυφές συναντήσεις, η ατζέντα ήταν γνωστή» και ότι «το αντικείμενο ήταν η διοργάνωση του συνεδρίου του Ιδρύματος Κλίντον πρώτη φορά στην Ευρώπη, και μάλιστα στην Αθήνα, κι αυτός ήταν ο λόγος που ζήτησα να συναντήσω τόσο τον Αντώνη Σαμαρά όσο και τον Αλέξη Τσίπρα. Και ο κ. Τσίπρας, με την ιδιότητα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ζήτησε να με δει στη Βουλή. Αλλά μπροστά μας είχαμε εκλογές και στο συνέδριο (που δεν έγινε ποτέ στην Αθήνα, αλλά στη Νέα Υόρκη) πήγε τελικά ο Τσίπρας ως πρωθυπουργός».
Δύο χρόνια νωρίτερα, (Οκτώβριος του 2014) η κυρία Αγγελοπούλου δέχεται να βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τον δημοσιογράφο Στέφανο Κασιμάτη και να απαντήσει σε καθόλου συνήθεις ερωτήσεις (η συνέντευξη εδώ). Σε μια από αυτές τις ερωτήσεις σπεύδει να διευκρινίσει για την πολιτική της θέση:
«Οχι απαραίτητα κεντροδεξιά. Πολιτεύθηκα με τη Ν.Δ., αλλά ποτέ δεν ήμουν εγκλωβισμένη στο κόμμα». Αλλά, δεν ήταν μόνο αυτή η διευκρίνιση που πυροδότησε τα αίματα αλλά και η δήλωση της ότι βρίσκεται απέναντι στο σύστημα: «Το σύστημα σκέπτεται και χειρίζεται τα πράγματα τελείως διαφορετικά από τη δική μου αντίληψη ― γι’ αυτό λέω ότι είμαι απέναντί τους».
Και δεν έμεινε μόνο εκεί: «Οταν ένα κόμμα ξεκινά από τις δυο-τρεις μονάδες και φθάνει να κινείται γύρω στο είκοσι πέντε, είτε μας αρέσει είτε όχι είναι κάτι νέο, τουλάχιστον για τους ανθρώπους που το έχουν επιλέξει. Μου έδειξε τις προάλλες ο γιος μου (η αναφορά γίνεται για τον πρωτότοκο Παναγιώτη που δεν έκρυψε ποτέ τις προτιμήσεις του για το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ) κάτι που είχε πει ο Κέινς, όταν τον ρώτησαν γιατί είχε αλλάξει άποψη: “Οταν τα δεδομένα της πραγματικότητας αλλάζουν, αλλάζουν και οι απόψεις μου. Εσείς τι κάνετε;”».
Αν και έψαξα αρκετά δεν βρήκα πρόσφατες αναρτήσεις του πρωτότοκου Παναγιώτη Αγγελόπουλου στα social media. Ο Παναγιώτης που έγινε πατέρας την περασμένη άνοιξη έχει πολλά χρόνια να αφήσει δημόσια και ανοικτά το πολιτικό του αποτύπωμα. Το 2012 φιλοξενήθηκε στο «κόκκινο τεφτέρι» –στο red note book, ένα διαδικτυακό περιοδικό που βρέθηκε απέναντι στις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ μετά το καλοκαίρι του 2015– ένα εκτεταμένο κείμενό του για την Αριστερά (με αναφορές και παραπομπές μεταξύ άλλων στον Ευκλείδη Τσακαλώτο, τον Γιάννη Μηλιό, τον Γιάνη Βαρουφάκη και τον Σλαβόι Σίζεκ). Αν και ο θείος του πατέρα του, ο Αγγελος Αγγελόπουλος, ανέβηκε και στο Βουνό την περίοδο της Κατοχής για να υποστηρίξει τις ιδέες του (για να γίνει την περίοδο της ωριμότητας του από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή διοικητής της Εθνικής Τράπεζας μετά την Μεταπολίτευση), ο Παναγιώτης δεν χρειάστηκε να πάει και πολύ μακριά –έφθανε μέχρι το Σύνταγμα των Αγανακτισμένων (το 2011) και την Ομόνοια της προεκλογικής ομιλίας του ΣΥΡΙΖΑ (το 2012) ζώντας το radical όνειρο της νεότητας ενός πλουσιόπαιδου.
Και ας κλείσουμε με μια αναφορά στο Facebook-καφενείο των φίλων καταγράφοντας αντιδράσεις από τον ορισμό της ως επικεφαλής της Επιτροπής για το «Ελλάδα 2021».
Ο Στράτης Στρατήγης γράφει σε μια ανάρτηση του: «Λάθος η επιλογή της κυρίας Αγγελοπούλου επικεφαλής της επιτροπής “Ελλάδα 2021”. Η κ. Α είναι ικανή και εργατική δημοσιοσχετίστρια και είχε προσφέρει τις σχετικές υπηρεσίες της και στον κ. Τσίπρα ως σύμβουλός του. Υστερεί όμως, παρά την μόρφωσή της, κυρίως σε ιστορική παιδεία, πράγμα που έγινε εμφανές και όταν ήταν επικεφαλής του “Αθήνα 2004” όπου δεν ανέδειξε το εκπαιδευτικό υποβαθρο των Ολυμπιακών Αγώνων.
»Για μένα ιδεώδης σύμβουλος για τον εορτασμό του “1821” θα ήταν το “Εθνικό Ιστορικό Μουσείο” στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής, με το εξαίρετο από ιστορικούς ερευνητές προσωπικό του και ήδη πεπειραμένο σε εκθέσεις λόγω και του θησαυρού των σχετικών με την Επανάσταση του 1821 κειμηλίων του. Έχει δε ήδη, εδώ και δύο χρόνια, με την οικονομική υποστήριξη της Εθνικής Τραπέζης εκπονήσει σοβαρό σχέδιο ιστορικού εορτασμού του 1821. Ας ανατεθεί στην κ. Α, μόνο ο δημόσιος εορτασμός της επετείου με τους φουστανελάδες, πχ. στο Στάδιο. Αυτό το ξέρει».