Πρόσφατα, η Ολγα Σμιρνόβα, μια από τις μεγαλύτερες σταρ του ρωσικού χορού, αφού κατήγγειλε την εισβολή της χώρας της στην Ουκρανία αποκαλύπτοντας την ντροπή της, αυτομόλησε στην Ολλανδία και εντάχθηκε αμέσως στο δυναμικό του Ολλανδικού Εθνικού Μπαλέτου. Δεν ήταν η μόνη. Καθώς οι παραστάσεις και οι περιοδείες των ρώσων καλλιτεχνών στη Δύση ακυρώνονται η μία μετά την άλλη από τότε που ξεκίνησε η εισβολή και άλλοι χορευτές άρχισαν να εγκαταλείπουν, προσωρινά τουλάχιστον, τα Μπαλέτα Μπολσόι και Μαριίνσκι δημοσιεύοντας την αλληλεγγύη τους στην Ουκρανία. Οι περισσότεροι, βέβαια, συμπεριλαμβανομένου του ιταλού Γιάκοπο Τίσι, των βραζιλιάνων Νταβίντ Μότα Σοάρες και Βίκτορ Καϊσέτα, και του βρετανού Ξάντερ Πάρις, δεν είναι Ρώσοι.
Τελευταίο ανακοινώθηκε το όνομα του διευθυντή ορχήστρας Ταγκάν Σόκφιεφ, ο οποίος παραιτήθηκε από το θέατρο Μπολσόι στη Μόσχα αλλά και από την Orchestre National du Capitole της Τουλούζ, όταν ο δήμαρχος της γαλλικής πόλης τον πίεσε να κάνει μια δήλωση για τον πόλεμο εν όψει του κονσέρτου, που επρόκειτο να δώσει στις 18 Μαρτίου, όπως αναφέρει το Operawire.
Σε μακροσκελή ανάρτησή του στο Facebook, ο ρώσος μαέστρος εξηγεί τους λόγους, που τον οδήγησαν σε παραίτηση, μιλάει για το πόσο υπερήφανος είναι «σαν μαέστρος προερχόμενος από μια χώρα τόσο πλούσια πολιτιστικά όπως η Ρωσία και ταυτόχρονα μέρος της πλούσιας γαλλικής μουσικής ζωής από το 2003». Ακόμη, αναφέρεται στην ασέβεια και την «κουλτούρα ακύρωσης», θύματα της οποίας πέφτουν ρώσοι συνάδελφοί του. «Εμείς οι μουσικοί είμαστε εκεί για να υπενθυμίζουμε μέσα από τη μουσική του Σοστακόβιτς τη φρίκη του πολέμου. Εμείς οι μουσικοί είμαστε οι πρεσβευτές της ειρήνης» γράφει, χωρίς ωστόσο να καταδικάζει την εισβολή στην Ουκρανία.
Στο μεταξύ, το Κρεμλίνο συνεχίζει την προπαγάνδα του από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης – όπως βροντοφώναξε η Μαρίνα Οβσιανίκοβα- ενώ προσπαθεί να φιμώσει την ανεξάρτητη πληροφόρηση. Στη Μόσχα, όταν η κυβέρνηση ανάγκασε, στις αρχές του μήνα, και το τελευταίο ανεξάρτητο κανάλι ενημέρωσης Dozhd (ή TV Rain) να κλείσει, το προσωπικό αποχώρησε επιδεικτικά από το στούντιο δηλώνοντας «Οχι στον πόλεμο». Μάλιστα, η τελευταία του πράξη ήταν πλάνα από το μπαλέτο της «Λίμνης των Κύκνων». «Ηταν ένα επικό τρολάρισμα», λέει στον Guardian ο Σάιμον Μόρισον, καθηγητής στην Ιστορία της Μουσικής στο πανεπιστήμιο Πρίνστον του Νιου Τζέρσεϊ και συγγραφέας του βιβλίου «Bolshoi Confidential: Secrets of the Russian Ballet from the Tsars to Today».
Τα ίδια πλάνα είχαν παιχτεί σε όλα τα ρωσικά τηλεοπτικά κανάλια καθώς τα τανκς έμπαιναν στη Μόσχα κατά τη διάρκεια της απόπειρας πραξικοπήματος τον Αύγουστο του 1991. «Οταν συνέβη το πραξικόπημα, την εποχή του Γκορμπατσόφ, οι οθόνες έδειχναν τη “Λίμνη των Κύκνων” επειδή δεν ήθελαν να μάθουν οι άνθρωποι τι συνέβαινε», εξηγεί ο Μόρισον, «Οπότε [το Dozhd] τους τρολάρει για μαζική λογοκρισία, είναι σαν να λέει “Δεν θέλετε να ξέρουν οι άνθρωποι τι συμβαίνει στην Ουκρανία, εδώ είναι η Λίμνη των Κύκνων σας!”».
Το μπαλέτο σαν διπλωματικό εργαλείο
Οι ακυρώσεις των παραστάσεων του Ρωσικού Κρατικού Μπαλέτου της Σιβηρίας και του Μπαλέτου Μπολσόι της Μόσχας στο Λονδίνο μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, είναι το τελευταίο παράδειγμα του ρόλου που παίζει το μπαλέτο στη διπλωματία εδώ και πολλές δεκαετίες, γράφει στον Guardian η κριτικός χορού Λίντσεϊ Γουίνσιπ.
Το μπαλέτο κατέχει μια σεβαστή θέση στη ρωσική κουλτούρα σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Ενας Ρώσος, λάτρης του ποδοσφαίρου, για παράδειγμα, μπορεί να αποδειχτεί εξίσου καλός γνώστης του μπαλέτου. Ως τέχνη χωρίς λόγια, εξάλλου, εδώ και αιώνες, ο χορός είναι το «επισκεπτήριο» της Ρωσίας στο εξωτερικό και ένα από τα πιο εξελιγμένα πολιτιστικά της εργαλεία· κατά καιρούς έχει, μάλιστα, βοηθήσει να «μαλακώνουν» οι καρδιές πολιτικών αντιπάλων της σε διάφορες χώρες. Εχοντας ισχυρούς δεσμούς με το Κρεμλίνο, τα Μπολσόι χαιρετίστηκαν από τον Ντμίτρι Μεντβέντεφ ως το «μυστικό όπλο» της Ρωσίας, που εστάλη στο εξωτερικό για να «επιτύχουμε τους στόχους μας», δήλωσε κάποτε, ατάραχος ο πρώην πρωθυπουργός της Ρωσίας για τη χρήση των στούντιο μπαλέτου σαν οπλοστάσιο ήπιας δύναμης.
Το κλασικό μπαλέτο δεν γεννήθηκε στη Ρωσία (οι ρίζες του είναι στην Ιταλία και τη Γαλλία), αλλά οι περισσότεροι συμφωνούν ότι έφτασε στο ζενίθ του στο Αυτοκρατορικό Μπαλέτο της Αγίας Πετρούπολης στα τέλη του 19ου αιώνα, με τις χορογραφίες των Μαριούς Πετιπά και Λεβ Ιβάνοφ στη « Λίμνη των Κύκνων», την «Ωραία Κοιμωμένη» και τον «Καρυοθραύστη», που εξακολουθούν να είναι η ραχοκοκαλιά του κλασικού ρεπερτορίου.
Οι χορευτές του μπαλέτου Μαριίνσκι (πρώην Αυτοκρατορικό Μπαλέτο και στην συνέχεια Κίροφ), γράφει στον Guardian η Λίντσεϊ Γουίνσιπ, φημίζονται για την λυγερή κορμοστασιά τους και τον μιλιταριστικά μαγικό συντονισμό τους, ενώ οι χορευτές του Μπολσόι διακρίνονται για τα τεράστια άλματα και την εντυπωσιακή δεξιοτεχνία τους.
Τα μπαλέτα και οι θεατρικές εταιρείες αντανακλούσαν ανέκαθεν την πολιτική ιδεολογία της εποχής τους. «Η ιεραρχία της αυλής εκπροσωπείται στις τάξεις τους», λέει ο αμερικανός ιστορικός Σάιμον Μόρισον, προσθέτοντας: «Ο Πετιπά ανέβασε στη σκηνή ένα μοντέλο συμπεριφοράς και ευπρέπειας μέσα σε έναν χώρο που ήταν άκρως ελεγχόμενος, εξαιρετικά πολιτισμένος αλλά και εξαιρετικά κατασταλτικός ταυτόχρονα». Στη συνέχεια, κατά τη σοβιετική εποχή, τα μπαλέτα αναπροσαρμόστηκαν, η μαζική κίνηση των «σωμάτων του μπαλέτου» (corps de ballet) «ήταν εύκολο να μετατραπεί σε σοβιετική εμπειρία», λέει ο ιστορικός του χορού, «όπου η ατομική επιθυμία και φιλοδοξία ορίζονται μέσω του συλλογικού».
Υπό τον σκηνοθέτη Γιούρι Γκριγκόροβιτς από το 1964 έως το 1995, τα μπαλέτα του Μπολσόι, όπως ο «Σπάρτακος» και ο «Ιβάν ο Τρομερός» επέδειξαν σοβιετική δύναμη και ήθος. Οι λογοκριτές έβαλαν, φυσικά, το χέρι τους αλλάζοντας την πλοκή των έργων, όπως για παράδειγμα στην επινόηση ενός αίσιου τέλους στη μεγάλη τραγωδία της «Λίμνης των Κύκνων» με τη μουσική του Πιοτρ Τσαϊκόφσκι.
Η πρώτη περιοδεία των Μπολσόι στο Λονδίνο πραγματοποιήθηκε το 1956 και δεν αφορούσε τόσο την προπαγάνδα· είχε σχεδιαστεί για λόγους οικονομικούς. Οι άνθρωποι έκαναν ουρές τρεις ημέρες πριν ανοίξει το ταμείο ενώ τρία χρόνια αργότερα στις ΗΠΑ οι μαυραγορίτες θα πουλούσαν τα εισιτήρια μέχρι και 1.200 δολάρια (περίπου 1100 ευρώ) σε σημερινά λεφτά.
Ωστόσο η εξαγωγή μπαλέτου παραλίγο να στραβώσει όταν μερικές ημέρες πριν από την πρεμιέρα στο Λονδίνο, η Νίνα Ρομάσκοβα Πονομαρίοβα, δισκοβόλος και πρώτη χρυσή Ολυμπιονίκης της Σοβιετικής Ενωσης το 1952 στο Ελσίνκι, κατηγορήθηκε ότι έκλεψε πέντε καπέλα από ένα κατάστημα στην Oxford Street. Η αθλήτρια δεν μιλούσε αγγλικά ούτε μπορούσε να αποδείξει ότι είχε πληρώσει για τα καπέλα, που είχε στην τσάντα της ενώ κανείς δεν αναγνώρισε ότι επρόκειτο για την «Miss Muscles», όπως αποκαλούσαν τρυφερά τη Νίνα στους αθλητικούς κύκλους, που βρισκόταν στο Λονδίνο για έναν αγώνα.
Η υπόθεση προκάλεσε οργή και αμηχανία τόσο στους σοβιετικούς όσο και στους βρετανικούς διπλωματικούς κύκλους, γράφει η Telegraph, και η Γκαλίνα Ουλάνοβα, η πρίμα μπαλαρίνα των Μπολσόι –η οποία επρόκειτο να ταξιδέψει στη Βρετανία, όπου οι θαυμαστές της περίμεναν υπομονετικά στην ουρά για να τη δουν– εξέφρασε την οργή της για αυτό που είχε συμβεί στην συμπατριώτισσά της και ανακοίνωσε ότι δεν θα έκανε το ταξίδι αν δεν μπορούσε να το κάνει «χωρίς τον φόβο της δίωξης». Τελικά, μετά από διπλωματικές παρεμβάσεις, η παράσταση δόθηκε και οι κριτικές ήταν εκστατικές.
Πολιτιστικές ανταλλαγές
Ενα χρόνο μετά την επίσκεψη των Μπολσόι στο Ηνωμένο Βασίλειο, η βρετανίδα Μπέριλ Γκρέι ήταν η πρώτη δυτική μπαλαρίνα που φιλοξενήθηκε στα Μπολσόι (στη «Λίμνη των Κύκνων», φυσικά). Στην αυτοβιογραφία της θυμάται μια γυναίκα να κάθεται στην άκρη του διαδρόμου του ξενοδοχείου και να παρακολουθεί τις κινήσεις όλων, αλλά και το εξαιρετικά θερμό καλωσόρισμα από τους κορυφαίους χορευτές του Μπαλέτου, που την συνόδευσαν στο δείπνο του βρετανού πρέσβη: «Ηταν η πρώτη φορά που κάποιος από τα Μπολσόι πήγε στη βρετανική πρεσβεία… Ενιωσα ότι έκανα κάτι καλό», είπε το 2018 στην κριτικό χορού του Guardian, Λίντσεϊ Γουίνσιπ. Αλλά την επόμενη χρονιά όταν η Γκρέι επισκέφτηκε ξανά το μοσχοβίτικο μπαλέτο, η Ασφάλεια δεν την άφησε να περάσει καν από την πόρτα της σκηνής.
Το American Ballet Theatre επισκέφτηκε την ΕΣΣΔ το 1960 και το New York City Ballet ήταν στη Μόσχα το 1962 όταν ξεκίνησε η «κρίση των πυραύλων» της Κούβας. Τους είπαν ότι η πρεσβεία των ΗΠΑ δεν είχε καμία εξουσία να παρέμβει αν οι χορευτές συλλαμβάνονταν για κάποιον λόγο εκεί. Οι χορευτές του NYCB θυμήθηκαν τη χλιαρή ανταπόκριση του κοινού στην πρεμιέρα –οι θεατές δεν ήθελαν να φανούν πολύ ενθουσιώδεις για οτιδήποτε αμερικανικό– αλλά το χειροκρότημα γινόταν ολοένα και πιο θερμό, ακόμη και όταν οι πολιτικές εντάσεις αυξήθηκαν.
Εν τω μεταξύ, τα Μπολσόι βρίσκονταν στις ΗΠΑ. «Οσο συνεχίζουν να χορεύουν και οι διπλωμάτες συνεχίζουν να μιλούν, δεν θα έχουμε πόλεμο», είπε τότε ο Σολ Χάροκ, ο θρυλικός ιμπρεσάριος που είχε φέρει τα σοβιετικά μπαλέτα στην Αμερική εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, σε μια πολύ ταραγμένη περίοδο για τις σχέσεις των δύο κρατών. Αμέσως μετά την επίλυση της κρίσης, οι New York Times ανέφεραν ότι η πρώτη κοινωνική έξοδος του Προέδρου Κένεντι ήταν στη «Λίμνη των Κύκνων» του Μπολσόι. Σύμφωνα με πληροφορίες, χειροκρότησε πιο δυνατά και περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στην παρέα του.
Ο Σάιμον Μόρισον πιστεύει ότι αυτές οι περιοδείες βοήθησαν στην πολιτιστική κατανόηση και τον «εξανθρωπισμό»της εικόνας των Σοβιετικών σε μια περίοδο «που οι γνώσεις μας ήταν πολύ απόμακρες για τους ανθρώπους στη Σοβιετική Ενωση η οποία παρουσιαζόταν ως αυτοκρατορία και απειλή», λέει ο αμερικανός καθηγητής στον Guardian.
Ευκαιρίες απόδρασης και δυτική προπαγάνδα
Ωστόσο, εκτός από ευκαιρία για πολιτιστικές ανταλλαγές οι περιοδείες πρόσφεραν, επίσης, ευκαιρίες στους Σοβιετικούς χορευτές να αυτομολήσουν στη Δύση, προκαλώντας πολιτικό πλήγμα στην ΕΣΣΔ, όπως συνέβη στην περίπτωση του Ρούντολφ Νουρέγιεφ που είπε σε έναν γάλλο αστυνομικό στο αεροδρόμιο Λε Μπουρζέ στο Παρίσι το 1961: «Θέλω να μείνω και να είμαι ελεύθερος».
Την απόδραση του Νουρέγιεφ, ακολούθησαν η Ναταλία Μακάροβα, η οποία αυτομόλησε στο Λονδίνο το 1970 και ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ, που αυτομόλησε στο Τορόντο το 1974. Ολοι κατάγονταν από την Αγία Πετρούπολη. Στη Μόσχα, οι χορευτές ελέγχονταν πιο στενά, οι δάσκαλοι πληρώνονταν για να παρακολουθούν και να αναφέρουν τις κινήσεις τους, και οι οικογένειές τους κρατούνταν ουσιαστικά σαν εγγύηση για την επιστροφή τους στην πατρίδα. «Τα Μπολσόι ήταν, για ένα διάστημα, το μπαλέτο της σταλινικής αυλής», λέει ο Μόρισον.
Στις ΗΠΑ, ο Μπαρίσνικοφ έγινε κομμάτι της προπαγάνδας του Χόλιγουντ με την ταινία «Λευκές Νύχτες» του 1985, στην οποία συμπρωταγωνιστούσε με τον μεγάλο χορευτή του tap dance Γκρέγκορι Χάινς. Σύμφωνα με το στόρι ο Νικολάι Ροντσένκο (Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ), ήταν ρώσος αποστάτης ενώ ο Ρέιμοντ Γκρίνγουντ (Γκρέγκορι Χάινς) ήταν αμερικανός χορευτής που έκανε την αντίθετη διαδρομή, καταφεύγοντας στο Σιδηρούν Παραπέτασμα στη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ.
Την ίδια χρονιά, οι Σοβιετικοί έκαναν το «Flight 222» δραματοποιώντας την αποστασία του χορευτή των Μπολσόι Αλεξάντερ Γκοντούνοφ το 1979. Η σύζυγός του επέλεξε να επιστρέψει στη Ρωσία αλλά ο Γκοντούνοφ έμεινε στις ΗΠΑ όπου συνέχισε την καριέρα του σαν χορευτής και στη συνέχεια σαν ηθοποιός. Μεταξύ άλλων, υποδύθηκε έναν αγρότη στην κοινότητα των Αμις στον «Μάρτυρα Εγκλήματος» (1985), έναν νάρκισσο διευθυντή ορχήστρας στο «Κελεπούρι» (1986) και έναν από τους κλέφτες στο «Πολύ σκληρός για να πεθάνει» (1988), πριν πεθάνει από ηπατίτιδα (επιπλοκή αλκοολισμού) το 1995 σε ηλικία 45 ετών.
Σήμερα, τα δύο μεγάλα ρωσικά μπαλέτα, Μπολσόι και Μαριίσκι, κάνουν τακτικά περιοδείες στο εξωτερικό και για να ευχαριστήσουν το κοινό και το ρεπερτόριό τους είναι πιο συντηρητικό σε σχέση με τις παραστάσεις τους στη Ρωσία, επισημαίνει ο καθηγητής Σάιμον Μόρισον. Αν κάποτε η «Μπαγιαντέρα» ήταν η οριενταλιστική φαντασίωση των Δυτικών, «τώρα θέλουν το Σοβιέτ, είναι ο νέος εξωτισμός», λέει ο αμερικανός ιστορικός στον Guardian. Τα τελευταία χρόνια οι χορευτές άρχισαν να κυκλοφορούν πιο ελεύθερα μεταξύ χωρών και καλλιτεχνικών στυλ, αλλά τώρα είναι και πάλι δέσμιοι της πολιτικής.
Οι συνέπειες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία
Στο Twitter κυκλοφόρησε φωτογραφία της ουκρανής μπαλαρίνας Λέσια Βορότνικ με οπλοπολυβόλο, και ο πρώην σκηνοθέτης των Μπολσόι Αλεξέι Ρατμάνσκι άφησε ένα μισοτελειωμένο μπαλέτο στη Μόσχα και επέστρεψε στις ΗΠΑ, όπου εργάζεται στο American Ballet Theatre από το 2009. Ο Ρατμάνσκι, που έχει συγγενείς στο Κίεβο, έχει συγκεντρώσει στη σελίδα του στο Facebook διεθνείς καλλιτέχνες, που μιλούν την για ειρήνη, μεταξύ άλλων και οι Ρώσοι, Νατάλια Οσίποβα και Βλαντίμιρ Σκλιάροφ. Ο Βαντίμ Μουνταγκίροφ αφιέρωσε την πρεμιέρα της «Λίμνης των Κύκνων» στο Βασιλικό Μπαλέτο του Λονδίνου την 1η Μαρτίου στον λαό της Ουκρανίας και η Βασιλική Οπερα παίζει τον ουκρανικό εθνικό ύμνο κάθε βράδυ πριν από τις παραστάσεις.
Ωστόσο ορισμένοι καλλιτέχνες με ρώσικες διασυνδέσεις πιστεύουν ότι είναι πολύ επικίνδυνο να μιλήσουν ειλικρινά – όπως ο μαέστρος των Μπολσόι Τουγκάν Σόχιεφ– ενώ κάποιοι υποστηρίζουν ότι η ακύρωση των παραστάσεων έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο στους καλλιτέχνες παρά στο καθεστώς. «Σε ένα επίπεδο είναι ταπεινωτικό», λέει ο Σάιμον Μόρισον στον Guardian. «Από την άλλη πλευρά, η καμπάνια “ακύρωσης της Ρωσίας” γίνεται παιχνίδι στα χέρια του καθεστώτος: “Βλέπετε, είναι εναντίον μας”».
(Η Νατάλια Οσίποβα και ο Βαντίμ Μουνταγκίροφ στη «Μπαγιαντέρα»)
Εξήγηση υπάρχει, βέβαια: «Είναι πολύ λυπηρό να βλέπεις τι γίνεται στο όνομα του ρωσικού λαού», λέει στην Telegraph ο Ιβάν Πούτροφ, πρώην κορυφαίος χορευτής του Βασιλικού Μπαλέτου του Λονδίνου και διοργανωτής ενός γκαλά για τη συγκέντρωση χρημάτων για την πατρίδα του. «Υπάρχει μεγάλη διαφορά αυτή τη στιγμή σε σύγκριση με την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, όταν η ΕΣΣΔ ήταν λίγο πολύ μια κλειστή κοινωνία» δηλώνει ο ουκρανός χορευτής.
Υποστηρίζει, ακόμη, ότι «αυτή τη φορά, η Ρωσία είναι βαθιά ενσωματωμένη στον κόσμο. Ετσι, με το να μην επιτρέπουμε το εμπόριο, να μην επιτρέπουμε σε αθλητικές ομάδες, να μην επιτρέπουμε σε εταιρείες μπαλέτου να εισέλθουν [στη Δύση], στέλνουμε ένα μήνυμα ότι η ζωή δεν είναι όπως συνήθως, η ζωή δεν είναι εντάξει», λέει στον κριτικό χορού της Telegraph Μαρκ Μόναχαν. Και προσθέτει: «Καταλαβαίνω απόλυτα ότι είναι άλλο πράγμα να μιλάμε εμείς εδώ στη Δύση, και άλλο το να βρίσκεσαι στη Ρωσία, να βάζεις την οικογένειά σου σε κίνδυνο και να τιμωρείσαι. Καταλαβαίνω, λοιπόν, γιατί κάποιοι σιωπούν, ενώ κάποιοι δεν το κάνουν».
Το μπαλέτο μπορεί να είναι η απόλυτη μορφή τέχνης απόδρασης, ωστόσο δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από την πραγματικότητα. «Εχω μια φωτογραφία στο τηλέφωνό μου με έναν διαδηλωτή να σύρεται μπροστά από μια διαφήμιση μπαλέτου», λέει ο Σάιμον Μόρισον στην Λίντσεϊ Γουίνσιπ του Guardian. «Ακριβώς εκεί βρίσκεται η Ρωσία: η αστυνομία για την αντιμετώπιση των ταραχών μπροστά από τους χορευτές»…