Με κριτήρια Χόλιγουντ, ο πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας μπορεί όντως να τοποθετηθεί στο σχετικά κοντινό μας 2034, όπως υποδεικνύουν με το γνωστό μυθιστόρημά τους («2034») ο ελληνοαμερικανός Τζέιμς Σταυρίδης και ο ο Ελιοτ Ακερμαν. Γιατί λέμε με κριτήρια Χόλιγουντ; Επειδή η Μέκκα της αμερικανικής κουλτούρας είναι αυτή που με το ενδιαφέρον της ή με την αδιαφορία της, αναλόγως, καταξιώνει ή «σβήνει» τους λογοτέχνες στις ΗΠΑ, τους οποίους εκεί αποκαλούν συγγραφείς pulp fiction.
Αν η ζωή φέρει νωρίτερα ή αργότερα την πολεμική αναμέτρηση των δύο πολιτικών συστημάτων με τις ίδιες παραγωγικές σχέσεις (καπιταλιστικές), αυτό δεν μπορεί να το γνωρίζει εκ των προτέρων το Χόλιγουντ, και ουδεμία ευθύνη φέρει. Ομως ο Σταυρίδης, ως απόστρατος ναύαρχος, μπορεί να μας διαφωτίσει για τον συσχετισμό δυνάμεων.
Ο ανταποκριτής της Corriere della Sera στο Πεκίνο Γκουίντο Σαντεβέκι μίλησε με τον Σταυρίδη για τα ρεαλιστικά δεδομένα της παρούσης. Και η παρούσα συντίθεται από τις ανησυχίες των πολιτικών επιστημόνων και των δημοσιολογούντων περί γεωπολιτικής ότι οδεύουμε προς σύγκρουση, καθώς οι σχέσεις Ουάσινγκτον – Πεκίνου θυμίζουν τον Ψυχρό Πόλεμο μεν, χωρίς όμως τον παράγοντα της «ισορροπίας τρόμου» στον οποίο οφείλουμε την αποφυγή του πυρηνικού ολέθρου κατά το παρελθόν. Οχι ότι δεν υπάρχει τρόμος και σήμερα – κάθε άλλο–, ωστόσο κρίνεται… ανισόρροπος σε σχέση με την ιστορική εμπειρία μέχρι το 1989-1991 και τη διάλυση της ΕΣΣΔ.
Ο Σταυρίδης, ο οποίος προφήτευσε ότι η Ταϊβάν θα γίνει η θρυαλλίδα της έκρηξης, υποστηρίζει ότι, στην πραγματικότητα, κανείς δεν βγαίνει κερδισμένος από μία γενικευμένη σύρραξη, ωστόσο υπάρχει και στην εποχή μας ένας τρόπος να την αποφύγει η ανθρωπότητα: οι ΗΠΑ πρέπει να τονίσουν στους Κινέζους ότι ο Λαϊκός Στρατός θα ηττηθεί από το Πεντάγωνο οπωσδήποτε, ότι η Κίνα είναι αυτή που θα χάσει τα περισσότερα στο τέλος.
Λεφτά υπάρχουν, αλλά…
Ας δούμε τι μας λένε και οι αριθμοί, λέει ο απόστρατος και εγκαταλείπει τις λογοτεχνικές φαντασίες για να πιάσει το κομπιουτεράκι του λογιστή: «Οι αμερικανικές αμυντικές δαπάνες του έτους 2020 ήταν 714 δισ. δολάρια. Το έτος 2021 θα αυξηθούν σε 733 δισ. δολάρια. Οι κινεζικές δαπάνες δεν είναι επακριβώς γνωστές, πάντως είναι μετά βεβαιότητος χαμηλότερες, 212 δισ. δολάρια επισήμως».
Αρα ο πλούτος που τροφοδοτεί την άμυνα διαφοροποιείται σημαντικά μεταξύ των δύο χωρών. Το πλεονέκτημα για τις ΗΠΑ δεν είναι συντριπτικό όμως, εκτιμά ο Σταυρίδης, αφού το άπλωμα της αμερικανικής στρατηγικής στον χάρτη της Γης, από τη Δύση μέχρι την Ανατολή, έχει υψηλό κόστος. Αντιθέτως, η Κίνα επικεντρώνεται στην αυλή της, στην Ανατολική Ασία. Περιφερειακά, δηλαδή. Ο μιλιταρισμός της είναι οικονομικότερος του αμερικανικού.
Το μέγεθος και η ποιότητα
Αναφερόμενος στον τομέα του, τον στόλο, ο Σταυρίδης αποφαίνεται ότι η Κίνα έχει υπεροπλία στα πολεμικά πλοία, αφού διαθέτει 350 μονάδες έναντι 300 αμερικανικών, ενώ και τα ναυπηγεία της συνεχίζουν να καθελκύουν τέτοια σκάφη. Ομως η αμερικανική ποιότητα υπερτερεί: «Τα αμερικανικά πλοία είναι μεγαλύτερα, εξοπλισμένα με καλύτερα επιθετικά και αμυντικά συστήματα, τα οποία τα λειτουργούν έμπειροι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και ναύτες». Ο Σταυρίδης εξυμνεί τις αμερικανικές διοικητικές ικανότητες και προβλέπει ότι ο συντονισμός της δράσης του στόλου και της αεροπορίας θα είναι ασυναγώνιστος. Συμπέρασμα: «Μικρό αριθμητικό πλεονέκτημα για την Κίνα, καλύτερη ποιότητα για τις ΗΠΑ».
Αβύθιστα «αεροπλανοφόρα»
Ο παράγων της γεωγραφίας ευνοεί την Κίνα, εφ’ όσον μιλάμε για πόλεμο στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Διότι εκεί, πάνω στο νερό, το Πεκίνο έχει «σπείρει» μία σειρά από νησιά, τεχνητά βέβαια, τα οποία προβληματίζουν ήδη το Πεντάγωνο. Είναι καμιά δεκαριά αυτά τα ειδικού τύπου αβύθιστα «αεροπλανοφόρα», τα οποία πάντως είναι εφικτό να «βυθιστούν» αν επινοηθούν ειδικές τακτικές μάχης για χρήση από τα αποβατικά κύματα των αμερικανών πεζοναυτών.
Για να καλύψουν αυτό το σημαντικό μειονέκτημά τους, οι Αμερικανοί έχουν μία λύση την οποία στερούνται οι Κινέζοι: τη συμμαχική χείρα βοηθείας. Η Ουάσιγκτον μπορεί να υπολογίζει στη βοήθεια της Νότιας Κορέας, της Ιαπωνίας και των Αυστραλίας – Νέας Ζηλανδίας. Η Κίνα δίπλα της έχει μόνο τη Βόρεια Κορέα, ενώ η Ρωσία και το Ιράν είναι μακριά.