Ο Αμένοφις Δ’ ή Αμενχοτέπ Δ’ είναι περισσότερο γνωστός με το όνομα Ακενατόν. Ηταν ο δεύτερος γιος του Αμένοφι Γ’ αλλά αποκλείστηκε από τις απεικονίσεις της βασιλικής οικογένειας, με τους ιστορικούς να εκτιμούν ότι αυτό οφειλόταν στο «παράξενο» ή πιθανώς δύσμορφο παρουσιαστικό του. Αν και προοριζόταν να γίνει ιερέας, η μοίρα τού επεφύλαξε άλλη τύχη και εξελίχθηκε σε ένα από τους διασημότερους Φαραώ.
Ο Ακενατόν εφηύρε τον μονοθεϊσμό, ενώ επίσης όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι ήταν ο πατέρας του Τουταγχαμών. Οπως αναφέρει σε δημοσίευμά της η ιστοσελίδα Live Science, ομάδα ειδικών κατάφερε να ανασυνθέσει το πρόσωπο του Ακενατόν και να έχουμε έτσι για πρώτη φορά μια (πιθανή) εικόνα του, η οποία δεν παραπέμπει σε κάτι τόσο άσχημo ή αποκρουστικό που να εμπόδιζε την αποτύπωσή του στην εποχή που ζούσε.
Επιστήμονες του Ερευνητικού Κέντρου Ιατροδικαστικής Ανθρωπολογίας, Παλαιοπαθολογίας και Βιοαρχαιολογίας (FAPAB) στη Σικελία συνεργάστηκαν με τον Σίσερο Μοράες, έναν βραζιλιάνο ειδικό στις τρισδιάστατες απεικονίσεις προσώπων που αναζητούνται ή καταζητούνται. Η συνεργασία αυτή οδήγησε στην αποτύπωση του προσώπου του Ακενατόν.
Καινοτόμος, αλλά…
Τα λείψανα του Ακενατόν είχαν ανακαλυφθεί το 1907, λίγα μέτρα μακριά από την σαρκοφάγο του Τουταγχαμών. Υπήρχε διαχρονικό ερώτημα αλλά και διαμάχες των ιστορικών για το αν ο Ακενατόν ήταν ο πατέρας του νεαρού Φαραώ. Ομως το 2010 έρευνες με χρήση DNA έδειξαν ότι κατά πάσα πιθανότητα ο Ακενατόν ήταν πράγματι πατέρας του.
Στα περίπου 17 έτη της βασιλείας του (1353-1336 π.Χ ή 1351-1334 π.Χ) ο Ακενατόν προσπάθησε να επιφέρει δομικές αλλαγές στην κουλτούρα και τον πολιτισμό της Αιγύπτου. Αποφάσισε αρχικά να υποβαθμίσει και στη συνέχεια να «εξαφανίσει» όλους τους θεούς που λατρεύονταν μέχρι τότε στην Αίγυπτο και πάνω από όλους τον προστάτη της δυναστείας του, τον Αμμωνα. Αποφάσισε ότι η Αίγυπτος θα λατρεύει μια μόνο μεγάλη θεότητα, τον Ατόν τον θεό του Ηλιου, του φωτός και αγαθό πατέρα των ανθρώπων.
Η σύγκρουση με το πανίσχυρο ιερατείο του Αμμωνα ήταν αναμενόμενη, ενώ σημαντικό μέρος του λαού δεν είδε με καλό μάτι την προσπάθεια απότομης μεταβολής των θρησκευτικών του ιδεών και συνηθειών. Η κατάσταση εξελίχθηκε σε έναν αιματηρό εμφύλιο. Ο Ακενατόν οδήγησε τα πράγματα στα άκρα, αποφασίζοντας να μεταφέρει την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας από τις Θήβες σε μια καινούργια πόλη που έχτισε, όπου θα λατρευόταν ο νέος θεός. Δεν πρόλαβε όμως να επιβάλει τη νέα θρησκεία αφού πέθανε σχετικά πρόωρα. Οι διάδοχοί του υπό την πίεση του κατεστημένου και για να επαναφέρουν την ειρήνη, όχι μόνο κατήργησαν όλες τις αποφάσεις που είχε πάρει ο Ακενατόν, αλλά προσπάθησαν να τον διαγράψουν κυριολεκτικά από την Ιστορία, χωρίς αποτέλεσμα όπως αποδείχτηκε.