Σε ένα νέο φωτογραφικό άλμπουμ με τίτλο «Oxford: The Last Hurrah» παρουσιάζονται οικεία πρόσωπα της υψηλής κοινωνίας της Βρετανίας λίγο πριν από την ενηλικίωσή τους. Ο φωτογράφος Ντάφιντ Τζόουνς έχει συλλάβει με τον φακό του έναν 21χρονο Μπόρις Τζόνσον που δείχνει παράξενα απορημένος και άρρωστος ενώ κάθεται χαλαρά δίπλα στη μελλοντική πρώτη του σύζυγο. Ο ηθοποιός Χιου Γκραντ, με μια λεοπαρδαλέ κελεμπία και ένα στεφάνι με λουλούδια στο κεφάλι, σκύβει για να κοιτάξει στα μάτια μια νεαρή γυναίκα που κάθεται δίπλα του.
Η γνωστή και στην Ελλάδα τηλεμαγείρισσα Ναϊτζέλα Λόουσον διακρίνεται σε ένα γήπεδο κροκέ μέσα σε έναν σκουπιδοτενεκέ με τα μαλλιά να ανεμίζουν σαν άλλη Κόκκινη Βασίλισσα του Λιούις Κάρολ. Ο Ντέιβιντ Κάμερον, μέλλων πρωθυπουργός και αυτός, κουβεντιάζει χαλαρός σε μια γωνία. Ο Γουίλιαμ Χέιγκ (κατοπινός υπουργός Εξωτερικών) κάνει προπόσεις με σαμπάνια. Όλοι αυτοί οι διάσημοι πολιτικοί και καλλιτέχνες, πλέον, φωτογραφήθηκαν στα άγρια πάρτι του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, γράφει ο Independent, μια εποχή που ο Τζόουνς θυμάται ως το τελευταίο «hurrah»… της αγγλικής μεγαλοαστικής τάξης.
Αν και ο Τζόουνς δεν ήταν ποτέ φοιτητής στην Οξφόρδη, συχνά τον τραβούσε εκεί η ισχυρή οικονομική και πολιτιστική τροχιά του πανεπιστημίου. Αφού τέλειωσε τη βασική του εκπαίδευση στην Οξφόρδη στα 16, βρήκε δουλειά στην βιβλιοθήκη Μπόντλιαν: «Μπορεί να ήταν σκοτεινή και σκονισμένη, αλλά υπήρχε μια αίσθηση ρομαντισμού και ενθουσιασμού καθώς περνούσες από τους διαδρόμους», γράφει στον πρόλογο του «The Last Hurrah». Ακολούθησε ένα διάστημα που έπλενε τα παράθυρα του πανεπιστημίου, πριν φύγει από την Οξφόρδη για να σπουδάσει σε μια σχολή Τέχνης.
Όταν επέστρεψε, τρία χρόνια αργότερα, ξαναπήγε στην πανεπιστημιούπολη, αυτή τη φορά για να φωτογραφίζει τις εκδηλώσεις και τα πάρτι του συλλόγου για την φοιτητική εφημερίδα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης: «Παρά το γεγονός ότι οι πρώτες φωτογραφίες μου δεν ήταν ιδιαίτερα κολακευτικές, ακολούθησαν προσκλήσεις για φωτογράφιση και άλλων εκδηλώσεων της Οξφόρδης. Ευτυχώς, σε πολλούς άρεσε που συμμετείχαν στο αστείο και εκτίμησαν τις φωτογραφίες», λέει.
Είχε ήδη παρατηρήσει μια αλλαγή στα ρούχα και τη στάση των φοιτητών κατά τη διάρκεια της απουσίας του καθώς το πολιτικό zeitgeist αιωρείτο προς τα δεξιά: «Οι φοιτητές δεν ντύνονταν πλέον σαν μακρυμάλληδες ρέμπελοι», λέει ο Τζόουνς. «Ξαφνικά έγινε της μόδας το επίσημο ένδυμα και η μαύρη γραβάτα … Με την εκ των υστέρων γνώση, συνέβη μετά την εκλογή της Μάργκαρετ Θάτσερ, που οι πλούσιοι επωφελήθηκαν από τις γενναιόδωρες φορολογικές περικοπές και είχαν αρχίσει να αισθάνονται ξανά αυτοπεποίθηση».
Αυτή η αίσθηση είναι εμφανής στις φωτογραφίες του, με φοιτητές και φοιτήτριες με κοστούμια και τουαλέτες χορού να κοιμούνται στο γκαζόν μετά από ολονύκτια πάρτι και μεθύσια, ή να κάνουν προπόσεις στο όνομα της Θάτσερ και του Ρέιγκαν. Ο σνομπισμός ήταν έντονος, ακόμη και μεταξύ αγοριών σε δημόσια σχολεία, που θεωρούνταν ανώτερα από άλλα. «Πολλοί πειραματίζονταν με σκληρά ναρκωτικά», σημειώνει ο Τζόουνς.
Ωστόσο, παρά την εμφανή έλλειψη επίγνωσης που διακρίνεται στα πρόσωπα, και παρά τα νταηλίκια, οι φωτογραφίες του Τζόουνς αποτυπώνουν μια διστακτική αμηχανία, είναι σαν να έχουν ήδη αρχίσει να διεισδύουν στα πάρτι οι τάσεις της κοινωνικής συνείδησης. Μερικοί φοιτητές φαίνονται ζαλισμένοι, σαν να μην είναι σίγουροι για το τι σημαίνει όλο αυτό.
Ο Ρίτσαρντ Οβεντεν, ιππότης του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, βιβλιοθηκονόμος της βιβλιοθήκης Μπόντλιαν στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, επισημαίνει στην εισαγωγή του άλμπουμ ότι «ο κόσμος που απεικονίζεται στις σελίδες αυτού του βιβλίου έχει χαθεί… η τρέχουσα διασκέδαση έχει διαφορετικό χαρακτήρα. Είναι πιο χαρούμενος, αλλά με λιγότερη αίσθηση ελευθερίας και δικαιωμάτων».
Ο Τζόουνς πέρασε 12 χρόνια φωτογραφίζοντας τα φοιτητικά πάρτι της Οξφόρδης, από το 1976 μέχρι το 1988, μια δουλειά που του άνοιξε πόρτες στον Τύπο και άρχισε να εργάζεται σαν φωτογράφος κοσμικών στα Tatler, Vanity Fair και The Times, μεταξύ άλλων. Κοιτάζοντας πίσω στις αρχές της καριέρας του και τις «τρελές» νύχτες που τον βοήθησαν να κάνει καριέρα, τα συναισθήματά του είναι ανάμικτα: «Δεν πέρναγαν όλοι καλά στην Οξφόρδη», λέει. «Είναι εμφανές σε μερικές φωτογραφίες. Κοιτάζοντάς τις τώρα φαίνονται πιο ρομαντικές από όσο περίμενα. Τις έχουν χαρακτηρίσει “ εορταστικές και στοργικές” με τον τρόπο τους, κάτι με το οποίο θα συμφωνούσα», λέει ο βρετανός φωτογράφος .
Info
«Oxford: The Last Hurrah», Dafydd Jones, Setanta Books