Η συγκλονιστική θέα από το εστιατόριο – μπαρ «La Veranda» του ξενοδοχείου ΞΕΝΙΑ | Φωτο-Βίντεο: Ελένη Κατρακαλίδη
Θέματα

Πορταριά – Μακρυνίτσα, στο «μπαλκόνι» με τις ομορφιές

Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα περάσαμε ένα Σαββατοκύριακο στα υπέροχα χωριά που «κρέμονται» στην πλαγιά του βουνού πάνω από τον Βόλο και διαπιστώσαμε ότι το Πήλιο παραμένει ένας μοναδικός προορισμός για τον κουρασμένο ταξιδιώτη
Κική Τριανταφύλλη

Γιατί θέλεις να πας και να ξαναπάς στην Πορταριά; Μα γιατί είναι ένας από τους ωραιότερους ελληνικούς οικισμούς, με αρχιτεκτονική παράδοση εξίσου επιβλητική με το βουνό που έχει στην πλάτη του. Γιατί είναι χτισμένη, όπως και η γειτονική Μακρυνίτσα, στις πλαγιές ενός ορεινού όγκου με πλούσια βλάστηση, που υψώνεται απότομα πλάι στη θάλασσα. Γιατί μπορείς να κάνεις ωραίους περιπάτους μέσα σε μια φύση μόνιμα οργιαστική. Γιατί έχει μεγάλη ιστορία που σε περιμένει σε κάθε στροφή του δρόμου. Με δυο λέξεις είναι μια ανάσα ομορφιάς, που θα ανανεώσει την ψυχή και το μυαλό σου σε χρόνο μηδέν. Δεν θα παραλείψω τα προϊόντα και τις νοστιμιές του τόπου. Θα σας πω και γι’ αυτά παρακάτω.

Προάστειο, σχεδόν, της πόλης του Βόλου, η Πορταριά απέχει μόλις 11 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα της Μαγνησίας και μόλις 2 χιλιόμετρα από την εξίσου υπέροχη Μακρυνίτσα. Τα δύο χωριά, με τα επιβλητικά αρχοντικά που έγιναν ξενώνες και τους ξενώνες που χτίστηκαν σαν αρχοντικά, αγναντεύουν το ένα το άλλο και τα δύο μαζί κοιτούν από ψηλά τον Βόλο, το λιμάνι του και τον Παγασητικό κόλπο. Από όπου και αν έρχεσαι, η πρόσβαση είναι πανεύκολη, το ίδιο εύκολα θα πας από δω στα περισσότερα από τα υπόλοιπα χωριά του Πηλίου, υπάρχει άλλωστε ένας μύθος που λέει ότι η Πορταριά ονομάστηκε έτσι ακριβώς επειδή είναι η «πόρτα» για τα άλλα χωριά.

Ο πανέμορφος παραδοσιακός οικισμός της Πορταριάς

Θα μείνουμε στο Xenia Palace Hotel, ένα από τα πρώτα καταλύματα της αλυσίδας των κρατικών ξενοδοχείων Ξενία, που χτίστηκαν μεταπολεμικά με στόχο την ανάκαμψη της οικονομίας, και όπως όλα τα υπόλοιπα βρίσκεται σε ένα σημείο εξαιρετικού φυσικού κάλλους. Σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Κωνσταντίνο Κιτσίκη, στο πνεύμα του μεταπολεμικού μοντερνισμού, άρχισε να λειτουργεί το 1957. Σήμερα μπορεί εξωτερικά ίσως να φαντάζει ξεπερασμένο, εσωτερικά όμως οι μεγάλοι κοινόχρηστοι χώροι του, ιδανικοί και απαραίτητοι ειδικά για χειμερινές διακοπές, προσφέρουν μια αίσθηση άνεσης και πολυτέλειας που λίγα σύγχρονα ξενοδοχεία μπορούν να αντέξουν.

Οι ζεστοί και φιλόξενοι κοινόχρηστοι χώροι του ΞΕΝΙΑ

Το ηλιοβασίλεμα είναι τόσο μαγικό εδώ πάνω που ξεχνιόμαστε στην πέτρινη πλατεία με τα πλατάνια μπροστά από το ξενοδοχείο παρακολουθώντας το παγωμένο ροζ και το γαλάζιο του ορίζοντα μέχρι που θα πέσει η νύχτα, θα ανάψουν κάτω από τα πόδια μας τα φώτα της πόλης και ο κόλπος θα γυαλίζει σαν σκοτεινό λουστρίνι. Σε λίγο έχουμε Χριστούγεννα και όμως μοιάζει να είναι ακόμη φθινόπωρο στο βουνό, τώρα μόλις άρχισαν να πέφτουν τα πλατανόφυλλα και να στροβιλίζονται στα πλακόστρωτα.

Η κυρία Βασιλική Στάθη, από το προσωπικό του «La Veranda», που παρακολουθεί διακριτικά πλην όμως άγρυπνα τους πελάτες της, θα μας «λυπηθεί» και θα μας φέρει έξω καυτή σοκολάτα. Αχ είναι τόσο ωραίο να ζεσταίνεις τα δάχτυλα σου στο φλιτζάνι ρουφώντας κάθε τόσο μικρές σοκολατένιες γουλιές (επιτέλους μια σοκολατένια γεύση τόσο όσο γλυκιά της πρέπει). Δεν θα ξεχάσω την φυσική ευγένειά της, όπως ούτε και το γεγονός ότι την άλλη μέρα το πρωί μού ετοίμασε τον τέλειο «καπουτσίνο για το χέρι», την ώρα που φεύγαμε για τον γύρο του χωριού.

Η μαγευτική θέα του Βόλου από το ΞΕΝΙΑ

Θα κάνω μια παρένθεση εδώ για να σας πω ότι το προσωπικό του ξενοδοχείου είναι  ευγενικό, φιλικό και πρόθυμο με τρόπο ουσιαστικό, πράγμα που σε βάζει αμέσως σε μια φιλόξενη ατμόσφαιρα. Το δείπνο στο «La Veranda», το γυάλινο εστιατόριο – μπαρ του Ξενία, είναι μοναδική εμπειρία. Γιατί η θέα είναι μεν μοναδική αλλά αντιλαμβάνεσαι ξαφνικά ότι οι νοστιμιές του executive chef Κώστα Πανάγου έχουν καταφέρει να σου αποσπάσουν την προσοχή. Οι μερίδες είναι τεράστιες, οπότε συνιστώ την προσοχή σας, μια καλή ιδέα είναι η μεγάλη παρέα που θα δοκιμάσει στη μέση διάφορα πιάτα.

Η σουπίτσα τραχανά στο φλιτζανάκι του καφέ μάς άνοιξε την όρεξη, η φρέσκια σαλάτα σε τραγανή τορτίγια ήταν ένα όνειρο, ό,τι πρέπει για να συνοδεύσει τα τρίγωνα της φέτας με φιλέ αμύγδαλο και θυμαρίσιο μέλι, το οσομπούκο, τα μενταγιόν από ψαρονέφρι με σάλτσα μύρτιλου (τα βουνά της περιοχής είναι γεμάτα από αυτό το γλυκόξινο κόκκινο φρουτάκι) και το ανυπέρβλητο χοιρινό κότσι – πιάτο ημέρας εκείνο το Σάββατο. Αλλά το καλύτερό μου, σας το ομολογώ, ήταν ένα πιάτο που δοξάζει πραγματικά τα προϊόντα της πηλιορείτικης γης: ένα (χορτοφαγικό) στιφάδο με βασιλομανίταρα, κάστανα και μια ιδέα πορτοκάλι να το αρωματίζει και να το δροσίζει.

Το εξαιρετικό στιφάδο με βασιλομανίταρα και κάστανα

Και καθώς ανταλλάσσαμε ευχές με ένα φίνο λευκό κρασί στα ποτήρια μας -επίσης της περιοχής- σκεφτόμουν πόσο τυχεροί είναι οι Βολιώτες που σε χρόνο dt μπορούν να βρεθούν σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Εκείνο το βράδυ ήπιαμε ένα φίνο λευκό από  Μαλαγουζιά, Ασύρτικο και Sauvignon Blanc από τους αμπελώνες της οικογένειας Αποστολάκη στο Κρόκιο της Μαγνησίας, που είναι περισσότερο γνωστοί για τα τσίπουρά τους αλλά ανοίχτηκαν και στα κρασιά.

Τον πρωϊνό μου καφέ προτίμησα να τον πιώ πλάι στο τζάκι–χλιδή για κάποιον που δεν απολαμβάνει συχνά μια τέτοια πολυτέλεια, διαβάζοντας το βιβλίο μου αραχτή στους χουχουλιάρικους καναπέδες. Το προηγούμενο βράδι είχα δει κάποιους να απολαμβάνουν το μπράντι τους μπροστά στη φωτιά και τους ζήλεψα αλλά ήμουν πολύ κουρασμένη για να ακολουθήσω. Εκείνη την ώρα το μόνο που σκεπτόμουν ήταν το κρεβάτι μου, άφησα λοιπόν για την επόμενη φορά και το μπράντι και την επίσκεψη στο μικρό αλλά πολύ καλά εξοπλισμένο γυμναστήριο-σπα.

Πηλιορείτικη αρχιτεκτονική με φόντο το Παγασητικό

Όταν φύγαμε για την πρωινή μας βόλτα, ο αέρας ήταν παγωμένος αλλά ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό. Περπατήσαμε στα καλντερίμια της Πορταριάς, θαυμάσαμε την αρχιτεκτονική, κρατήσαμε σημειώσεις. Την επόμενη φορά, λοιπόν, θα ακολουθήσουμε το «Μονοπάτι των Κενταύρων», μια σηματοδοτημένη διαδρομή τριών χιλιομέτρων που κάνει το γύρο του οικισμού: ξεκινάει από το εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας, περνάει από ρεματιές, παλιές εκκλησίες και αρχοντικά – μνημεία της Πορταριάς και καταλήγει στην πηγή Μάννα.

Θα πάμε για φαγητό στον «Γευσοκράτορα», που ο σεφ/ιδιοκτήτης του ένωσε δυο παλιά μαγαζιά για να φτιάξει το ρομαντικό του εστιατόριο διατηρώντας διάφορα στοιχεία από το παλιό μπακάλικο, μεταξύ άλλων και μια τοιχογραφία που λέγεται ότι είναι του Θεόφιλου. Θα δοκιμάσουμε και την κουζίνα της «Κρίτσας» στην κεντρική πλατεία (πλατεία «Μελίνα Μερκούρη») με τον μεγάλο πλάτανο, κουζίνα ονομαστή για τις πρώτες ύλες από την οικογενειακή τους φάρμα, που χρησιμοποιούν οι αδελφές Καραΐσκου.

Ο ιστορικός Βασίλης Λάππας που μας ξενάγησε στο Μουσείο της Πορταριάς

Και θα ξαναπάμε, οπωσδήποτε, στο ιστορικό και λαογραφικό μουσείο που στεγάζεται στο διώροφο «Αρχοντικό Ζούλια» απέναντι από το Δημαρχείο. Το κτίσμα είναι του 1864, αντιπροσωπευτικό δείγμα των  «αιγυπτιώτικων» αρχοντικών, που έχτισαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα πηλιορείτες επιχειρηματίες, οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν στην Αίγυπτο. Για ένα διάστημα, στα επτά δωμάτιά του στεγάστηκαν σχολικές αίθουσες, τώρα φιλοξενεί δωρεές που διηγούνται την ιστορία της περιοχής, μεταξύ άλλων και ό,τι διασώθηκε από το «Μέγα Θεοξένεια», ένα από τα πολυτελέστερα και δημοφιλέστερα ξενοδοχεία των Βαλκανίων των αρχών του 20ου αιώνα, που κάηκε από τους Γερμανούς. Θα κάνουμε ποδήλατο, εσείς δηλαδή γιατί εγώ προτιμώ το στατικό στο γυμναστήριο του Xenia – λέμε τώρα γιατί βασικά είμαι τύπος καφενόβιος, και τέτοιου τύπου σχέδια παραμένουν απλώς ασκήσεις επί χάρτου-, μπορείτε να ενοικιάσετε ποδήλατο και εξοπλισμό στο «Bike and Hike».

Ενα μαγαζί για τoυς λάτρεις της εξερεύνησης και της ποδηλασίας στην Πορταριά

Θα αγοράσουμε φιρίκια και κάστανα και καρύδια στο παλιό μπακάλικο του Δ. Χρυσόμαλλου, μαρμελάδες και γλυκά του κουταλιού στο Γυναικείο Συνεταιρισμό της Πορταριάς, θα πιάσουμε ψιλή κουβέντα με την κυρία Αναστασία Αναστασίου από τον Συνεταιρισμό και στο πλαϊνό μαγαζάκι θα θαυμάσουμε τα κεντήματα, τα πλεκτά (δαντέλες, λασέ και μακραμέ, με σαΐτα, βελόνες και βελονάκι), τα υφαντά και τις κούκλες με τις τοπικές ενδυμασίες, ενώ η χρυσοχέρα κυρία Κατερίνα Βλάχου θα μας μιλάει για την ιστορία του τόπου της.

Εκθέματα του Ιστορικού και Λαογραφικό Μουσείου

Και μετά θα φύγουμε για την Μακρυνίτσα. Μπορεί και με τα πόδια, δύο χιλιόμετρα απέχει όλα κι όλα και η διαδρομή είναι μοναδική, όπως μοναδικός είναι και ο οικισμός της, τα καλντερίμια της, το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Ιστορίας Πηλίου στο αρχοντικό Τοπάλη, η κεντρική πλατεία «Το Μπαλκόνι του Πηλίου», με τα τεράστια πλατάνια, το εκκλησάκι του Ιωάννη του Προδρόμου και την μαρμάρινη κρήνη με τις τέσσερις χάλκινες κεφαλές λιονταριών από όπου αναβλύζει το αθάνατο νερό.

Οι χαρακτηριστικές πλατείες του Πηλίου. Στη φωτογραφία η κεντρική πλατεία της Μακρυνίτσας

Πίσω ακριβώς από την εκκλησία βρίσκεται και το μικροσκοπικό καφενείο-τσιπουράδικο «Θεόφιλος», με τη «Μάχη στην Κρύα Βρύση», την τοιχογραφία του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ που διασώζεται από το 1910 στο διατηρητέο καφενείο. Και λίγο πιο κάτω, στην «Απόλαυση», ένα από τα ελάχιστα εστιατόρια-ψησταριές που η κουζίνα του δεν είναι «πειραγμένη», θα απολαύσουμε ίσως το πιο νόστιμο σπεντζοφάι της περιοχής.

Και στην επιστροφή για Πορταριά θα σταματήσουμε στο «Αερικό», ένα μπαράκι με επίσης συγκλονιστική θέα. «Μην παραλείψετε να δοκιμάσετε τις σοκολάτες του», μας είπαν, γιατί δεν έχει ένα αλλά πολλά ροφήματα σοκολάτας, ένα για κάθε γούστο. Αλλά το παραλείψαμε γιατί ήταν γεμάτο. Ισως την επόμενη φορά είμαστε πιο τυχεροί