Iδε ο άνθρωπος... To περίφημο άγαλμα Εcce Homo του Μαρκ Γουάλινγκερ στον Καθεδρικό του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο «ποζάρει» για έναν πελάτη. | REUTERS/Hannah McKay
Θέματα

Selfitis, αυτή η νέα ύπουλη επιδημία!

Η μανία μας να αυτοφωτογραφιζόμαστε και να ανεβάζουμε καθημερινά στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης τις φωτογραφίες μας έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις. Οσο περνά ο καιρός, περισσότερο φωτογραφιζόμαστε παρά ζούμε
Κοσμάς Βίδος

Με το έργο του «Yolocaust» (ένα πικρό παιχνίδι με τις λέξεις YOLO και Holocaust) ο εικαστικός και συγγραφέας Σανάκ Σαπίρα επέκρινε πρόσφατα εκείνους που βγάζουν selfies στο Μνημείο του Ολοκαυτώματος, στο Βερολίνο: πήρε τις φωτογραφίες τους και τις τύπωσε πάνω σε φωτογραφίες με τραγικά στιγμιότυπα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, «επενδύοντας» την αφέλεια και τον ναρκισσισμό του σύγχρονου ανθρώπου με το απόλυτο δράμα που έζησαν οι πρόγονοί του. Μήπως ήταν υπερβολικά αυστηρός με τις τουριστριούλες που βρήκαν στους συμμετρικούς, γκρίζους όγκους του «γλυπτού» του Πέτερ Αϊζενμαν το ιδανικό φόντο για μια ακόμα χαριτωμένα αυτοαναφορική φωτογραφία;

Αρκετά «αυστηρός» ήταν μαζί τους και ο Σεργκέι Λόζνιτσα όταν με το ντοκιμαντέρ του «Austerlitz» έδειξε πώς κινούνται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης σήμερα οι επισκέπτες τους. Πολλοί εξ αυτών, βγάζοντας selfies μπροστά στους φούρνους.

Δεν είναι βεβαίως απαραίτητο να επισκεφθείς το Αουσβιτς για να διαπιστώσεις πως το φαινόμενο της αυτοφωτογράφισης έχει πάρει δραματικές και συχνά διόλου κολακευτικές για την ανθρώπινη υπόστασή μας διαστάσεις. Το επιβεβαίωσε και έρευνα αμερικανικού πανεπιστημίου (είχε γίνει το 2016), σύμφωνα με την οποία μέσα σε 29 μήνες 127 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να επιτύχουν την τέλεια selfie. Το επιβεβαιώνουμε και κοιτώντας γύρω μας, όλους εκείνους που με το κινητό στο χέρι αντιμετωπίζουν τον περιβάλλοντα χώρο ως το σκηνικό που θα αναδείξει ακόμα περισσότερο το γοητευτικό χαμόγελό τους. Το κάνουμε ενίοτε και εμείς, όχι; Θεωρώντας, π.χ. πως μια Καρυάτιδα μόνη είναι μια Καρυάτιδα μόνη ενώ μια Καρυάτιδα με την αφεντιά μας να χαμογελάει με νάζι δίπλα της είναι η επιβεβαίωση της διαχρονικότητας του Ελληνικού κάλλους.

Πριν από χρόνια, όταν έχει πρωτοξεκινήσει η μανία των selfies, είχα προσέξει πως οι φύλακες σε αρκετά μουσεία απαγόρευαν στους επισκέπτες να βγάζουν φωτογραφίες μαζί με τα έργα. Επιβάλλοντας το σεβασμό προς τον καλλιτέχνη και τη δημιουργία του, παραμέτρους που ήμασταν διατεθειμένοι να ξεχάσουμε-παραβλέψουμε, προκειμένου να ανεβάσουμε στον λογαριασμό μας στο Facebook μία πόζα δίπλα στην «Τζοκόντα» και να χαμογελάσουμε αυτάρεσκα με το σχόλιο «Ποια Μόνα Λίζα κορίτσι μου; Το χαμόγελό σου τις σβήνει όλες! Θολώνει ο πίνακας δίπλα σου!».

Θολώνει – δεν θολώνει, τελευταίως νομίζω πώς οι απαγορεύσεις (και στα μουσεία του εξωτερικού) έχουν χαλαρώσει. Οι πίνακες και τα γλυπτά των σημαντικών καλλιτεχνών «ενσωματώνονται» εύκολα στις selfies, η τέχνη από αφορμή για σκέψη, περισυλλογή και μελέτη γίνεται αφορμή για ακόμα περισσότερες αυτοαναφορικές φωτογραφίες. Κάπως έτσι, ένας επισκέπτης που προσπαθούσε να βγάλει selfie στο Μουσείο Hirshhorn της Ουάσιγκτον σκόνταψε, έπεσε και έσπασε μια κεραμική κολοκύθα της Γιαγιόι Κουσάμα (Yayoi Kusama), αξίας πολλών (πάρα πολλών) χιλιάδων δολαρίων. Αν πρόλαβε να βγάλει selfie και την ώρα που τον συνελάμβαναν; Μπορεί και να το επιχείρησε.

Πόσες selfies χωρούν σε ένα κάδρο; Σε μια ζωή; Υπάλληλος της Saatchi Gallery του Λονδίνου αυτοφωτογραφίζεται μπροστά σε έναν τοίχο από selfies στο πλαίσιο της έκθεσης «From Selfie to Self-Expression» που εγκαινιάστηκε στις 31 Μαρτίου και διαρκεί ως τις 30 Μαΐου 2017 (Reuters)

Το φαινόμενο της αυτοφωτογράφισης έχει πάρει τόσο ανησυχητικές διαστάσεις ώστε όταν αναρτήθηκε στο Διαδίκτυο φάρσα σύμφωνα με την οποία η Αμερικανική Ενωση Ψυχολόγων ανακοίνωσε πως προέκυψε νέα ψυχολογική διαταραχή που συνδέεται με την μανία των ανθρώπων να αυτοφωτογραφίζονται και ονομάζεται selfitis, πολλοί ήταν εκείνοι που το πίστεψαν, αποδίδοντας την μανία μας για ακόμα περισσότερες selfies στην έλλειψη αυτοεκτίμησης, στη γιγάντωση του Εγώ μας, στην ανάγκη μας για επιβεβαίωση…

Επρόκειτο για μια φάρσα που είπε μεγάλες αλήθειες. Επειδή είτε με αυτή την ονομασία είτε με κάποια άλλη, η selfitis τελικά υπάρχει. Και είναι οξεία. Οσο περνά ο καιρός, περισσότερο φωτογραφιζόμαστε παρά ζούμε. Περισσότερο θαυμάζουμε την αφεντομουτσουνάρα μας αποθηκευμένη σε δεκάδες ενσταντανέ στη μνήμη του κινητού μας, παρά παρατηρούμε γύρω μας, την πόλη, την εξοχή, τον κόσμο που μας φιλοξενεί. Φωτογραφίζοντας κάθε δευτερόλεπτο της ζωής μας, χάνουμε τελικά τη ζωή γύρω μας, χάνουμε τη δυνατότητα να απολαμβάνουμε. Ο ναρκισσισμός δεν είναι βεβαίως ασθένεια της νέας εποχής, πάντα υπήρχε, πάντα τον εκδηλώναμε με διάφορους τρόπους, ξεκινώντας από τις ώρες που αφιερώναμε μπροστά στον καθρέφτη μας. Ομως, με τη δυνατότητα των selfies αυτός ο ναρκισσισμός γιγαντώθηκε.

Και έχουμε ως φαίνεται, ακόμα, να δούμε και να φωτογραφίσουμε πολλά. Οπως διάβασα, νοτιοκορεατική εταιρία δημιουργεί εφαρμογή που θα μας επιτρέπει να ενσωματώνουμε στις selfies μας και τις φωτογραφίες ανθρώπων που δεν βρίσκονται μαζί μας (και που, πιθανώς, ποτέ δεν βρέθηκαν μαζί μας), ακόμα και με νεκρούς, κάνοντάς τους μάλιστα να αντιδρούν όπως εμείς θέλουμε: Θα σκανάρεις π.χ. μια φωτογραφία της Μέριλιν Μονρόε και με το πάτημα ενός κουμπιού θα βρίσκεσαι δίπλα της. Με το πάτημα ενός δεύτερου κουμπιού η Μέριλιν θα σκύβει και θα σε φιλάει, με το πάτημα ενός τρίτου κουμπιού ποιος ξέρει τι θα κάνει… Τρομακτικά πράγματα, μέσα στη γελοιότητά τους! Ηταν όμως ανέκαθεν μια βιομηχανία με μεγάλα κέρδη η βιομηχανία που εκμεταλλευόταν τον ναρκισσισμό των ανθρώπων, την ανάγκη τους να αρέσουν, τη ματαιοδοξία τους.

Ψάχνοντας το θέμα των προσωπικών φωτογραφιών και της ανάγκης που εξυπηρετούν ταξίδεψα πίσω στο χρόνο. Ξεκινώντας από τις selfie τού σήμερα έφτασα στην εποχή των πορτρέτων, δεκαετίες πριν, όταν οι φωτογραφίες ήταν σπάνιες, δηλαδή κάτι το εξαιρετικό. Τότε που τις τραβούσαν επαγγελματίες φωτογράφοι, και στη συνέχεια τις έκαναν καρτ ποστάλ και τις έστελναν μαζί με ευχές στους κουμπάρους «για να καμαρώσετε το βαφτιστήρι σας που έχει γίνει ολόκληρος άντρας».

Εντελώς τυχαία βρέθηκα μπροστά και σε ένα από τα διασημότερα πορτρέτα στην ιστορία της εν Ελλάδι φωτογραφίας. Πρόκειται για το μοναδικό πορτρέτο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (και μια από τις ελάχιστες αν δεν απατώμαι φωτογραφίες του), που είχε τραβήξει στο Κολωνάκι, στη Δεξαμενή, το 1906 ο Παύλος Νιρβάνας. «Εφρόντισα να κρύψω επιμελώς το ύποπτον μηχάνημα», αποκαλύπτει ο ίδιος ο Νιρβάνας: «Εσχεδίαζα να κλέψω την εικόνα του ανθρώπου αυτού, όστις προ καιρού εις μίαν ανάλογον πρότασιν μου είχε διαμαρτυρηθεί εντόνως. “Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα” μου είχεν ειπεί» – «Δεν θα κατασκευάσεις για σένα είδωλα και κανενός είδους ομοίωμα», από τη δεύτερη εκ των Δέκα Εντολών. Ακολούθως κοίταξε την «πρωτόγονη» μηχανή που κρατούσε ο Νιρβάνας και ρώτησε «Τι είναι αυτό; Μήπως είναι κόδακ, όπως λένε;».

Εκείνη τη μέρα, ευτυχώς, η κόδακ έκανε τη δουλειά της. Δεν συγκρίνω βεβαίως, ένα μοναδικό ντοκουμέντο, το πορτρέτο «του αγίου των ελληνικών Γραμμάτων», με τα δικά μας χαζοχαρούμενα duck faces, ούτε τον ασκητικό τρόπο ζωής του με τις ζωές μας, όμως δεν μπορώ και να μην παρατηρήσω πώς, από τότε μέχρι σήμερα, με τη συνδρομή της τεχνολογίας που μετέτρεψε την κόδακ σε θαυματουργό κινητό που μπορεί να κάνει (σχεδόν) τα πάντα, χάσαμε το μέτρο.

Ετσι, αν κάποτε ένα πορτρέτο μας είχε αξία γιατί ήταν μοναδικό, σήμερα τα 100 κλικ το λεπτό απλώς γεμίζουν τον κάδο απορριμμάτων του κινητού μας με ακόμα περισσότερα άχρηστα ενσταντανέ που κάποια στιγμή θα πρέπει να διαγράψουμε οριστικά. Πόσες φορές θα μας πετάξουμε στα σκουπίδια; Πολλές! Και ακόμα περισσότερες θα μας φωτογραφίσουμε. Από την ώρα που ξυπνάμε μέχρι να κοιμηθούμε θα κατασκευάζουμε ομοιώματά μας, θα λατρεύουμε το είδωλό μας ανεβάζοντάς το σε Facebook, Instagram και όπου αλλού, και θα μετράμε τη δημοτικότητά μας και την επιτυχία μας στο στίβο της ζωής βάσει των σχολίων που θα πάρουμε. Θεωρώντας πώς, με αυτό τον τρόπο «Nous excitons la curiosité du public» –«Θα προκαλέσουμε την περιέργεια του κόσμου»– όπως είχε ψιθυρίσει ο Παπαδιαμάντης στον Νιρβάνα μετά το τέλος της φωτογράφισής του; Ας σοβαρευτούμε! Εκείνος, ήταν ο Παπαδιαμάντης! Και μιλούσε ειρωνικά!