Γεύμα στην πρώτη θέση Boeing 707 της εταιρείας Lufthansa, το 1975 | Siegfried Himmer / Lufthansa Photo Archive
Θέματα

100 χρόνια μετά: πόσο άλλαξε η αεροπορική κουζίνα;

Κάποιοι το βρίσκουν καλό άλλοι άνοστο σε κάθε περίπτωση το φαγητό του αεροπλάνου έχει τα μυστικά του και σίγουρα δεν είναι πια το πακέτο με σάντουιτς και φρούτο που προσφέρθηκε για πρώτη φορά το 1919 σε μια πτήση από το Λονδίνο στο Παρίσι
Κική Τριανταφύλλη

Τη δεκαετία του 1960 ο θείος μου ο Φάνης, σύζυγος της αδελφής του πατέρα μου, ήταν μάγειρος της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Μια μέρα έφερε στο σπίτι ένα σακούλι με αφράτα ψωμάκια  brioche, από εκείνα που πρόσφεραν στους επιβάτες  των πτήσεων του εξωτερικού. Η γεύση τους ήταν μοναδική, βουτυρένια, τρυφερή, τέτοιο ψωμί δεν είχαμε ξαναγευτεί, μαγευτήκαμε λοιπόν, με την πρώτη μπουκιά. Κάνω μια παρένθεση εδώ για να θυμίσω στους παλιότερους και να πληροφορήσω τους νεότερους ότι εκείνα τα χρόνια δεν τρώγαμε καλό ψωμί στην Ελλάδα ούτε είχαμε τη σημερινή επιλογή.

Αυτό ήταν. Από τότε, οι αποχαιρετισμοί στο αεροδρόμιο (είχαμε πολλούς συγγενείς που ζούσαν στην Αμερική) μπορεί για τους μεγάλους να ήταν επώδυνοι, για μας τα πιτσιρίκια, όμως, ήταν αγαπημένη διασκέδαση, αφού είχαν συνδεθεί στο μυαλό μας με τα λαχταριστά σαντουιτσάκια (με μπόλικο βούτυρο Νορμανδίας και χοντροκομμένο ζαμπόν) που μας έφερνε στο Goodbye ο θείος μάγειρος της Ολυμπιακής.

Τα γεύματα της Virgin Atlantic βελτιώθηκαν αισθητά μετά και από ένα viral e-mail δυσαρεστημένου πελάτη

Δεν ξανάφαγα ποτέ εκείνα τα ψωμάκια (οι δικές μου μαντλέν), αντίθετα ως ταξιδιώτισσα έχω συλλέξει ένα σωρό απογοητευτικές γευστικές αναμνήσεις, και δεν είμαι η μόνη. Οι περισσότεροι ταξιδιώτες συμφωνούν ότι το φαγητό κατά τη διάρκεια πτήσεων συνήθως είναι χάλια, ίσως μάλιστα δεν υπάρχει καλύτερη περιγραφή από το ξεκαρδιστικό κείμενο που έστειλε με e-mail το …μακρινό 2009 στην Virgin Atlantic (για την ακρίβεια στον Ρίτσαρντ Μπράνσον προσωπικά), ο Ολιβερ Μπίαλ, στέλεχος διαφημιστικής εταιρείας.

Πετώντας από το Μουμπάι στο Χίθροου, ο Μπίαλ περιέγραψε την εμπειρία του ως ένα «γαστρονομικό ταξίδι στην κόλαση» που περιλάμβανε «κίτρινα μπαστούνια από σφουγγάρι», «επιδόρπιο με ντομάτα», «ξινό ζελέ περιχυμένο με ένα διαφανές λάδι», «περισσότερη μουστάρδα από όση μπορεί να καταναλώσει κάποιος σε ένα μήνα», και ένα μπισκότο που ήταν «σα να δαγκώνεις μπρούτζο»…

Το κείμενο αυτό είναι ένα από τα «17 Ορόσημα στην Ιστορία των Γευμάτων κατά τη Διάρκεια Πτήσεων», στα οποία αναφέρεται ο Ολιβερ Σμιθ με άρθρο του στην εφημερίδα The Daily Telegraph.

Η αρχή έγινε στις 11 Οκτωβρίου 1919, ημέρα που προσφέρθηκε το πρώτο γεύμα σε πτήση. Ηταν μια συσκευασία με σάντουιτς και φρούτο που σέρβιρε η Hadley-Page σε πτήση από το Λονδίνο στο Παρίσι στην τιμή των τριών σελινίων (15 πένες). Και μέσα στα 100 χρόνια που ακολούθησαν από τότε μέχρι σήμερα, η τροφοδοσία των αεροπλάνων εξελίχθηκε σε μια παγκόσμια επιχείρηση catering αξίας 13 δισ. δολαρίων

Αρκετά χρόνια αργότερα, για την ακρίβεια το 1936, πρώτη η United Airlines εγκατέστησε κουζίνες στα αεροσκάφη της ώστε να προσφέρει ζεστά γεύματα στους ταξιδιώτες και σύντομα ακολούθησαν και άλλες αεροπορικές εταιρείες.

Η δεκαετία του 1950 ήταν η χρυσή εποχή των αεροπορικών ταξιδιών όπως αποδεικνύει το βίντεο της Pan Am που ακολουθεί. Οι ταξιδιώτες καθισμένοι σε άνετα καθίσματα και τραπεζάκια στρωμένα με λευκά τραπεζομάντηλα έτρωγαν νοστιμιές με ασημένια μαχαιροπίρουνα.

Τα γεύματα στις πτήσεις του Concorde, εξάλλου, που άρχισαν στις 2 Μαρτίου 1969, ήταν μυθικά αφού έρεε η σαμπάνια, πλάι στο χαβιάρι, τη μαύρη τρούφα, το φουά γκρα και τους αστακούς. Όμως αυτή η πολυτέλεια δεν θα κρατούσε για πολύ.

Η δεκαετία του 1970 χαρακτηρίζεται από την πτώση των τιμών των αεροπορικών εισιτηρίων, πράγμα που είχε αντίκτυπο και στην ποιότητα της τροφής. Το αποκορύφωμα ήρθε το 1985 με την ίδρυση της Ryanair, εταιρεία που δέχεται συνεχώς κριτική για το φαγητό και τα ποτά της, τα οποία χρεώνει έξτρα. Μπορεί οι πτήσεις της να είναι από τις φθηνότερες στην Ευρώπη αλλά αν πεινάσετε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ένα πανίνι με ντομάτα και τυρί θα σας κοστίσει 5,5 λίρες (5 ευρώ) ενώ θα χρειαστεί να ξοδέψετε άλλες 3 λίρες (2,75 ευρώ) για ένα φλιτζάνι τσάι…

Οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11η Σεπτεμβρίου 2001 ήταν άλλο ένα ορόσημο στην ιστορία των αεροπορικών γευμάτων αφού μετά από αυτές, παρά το κόστος τους, τα επαναχρησιμοποιούμενα μεταλλικά μαχαιροπίρουνα αντικαταστάθηκαν με πλαστικά για λόγους ασφαλείας.

Η ποιότητα και βασικά η αδιάφορη έως απαράδεκτη γεύση έχει ως αποτέλεσμα το φαγητό του αεροπλάνου να καταλήγει συνήθως στα σκουπίδια. Σύμφωνα με την IATA το 2016 οι επιβάτες αεροπορικών εταιρειών δημιούργησαν 5,2 εκατ τόνους αποβλήτων τα περισσότερα από τα οποία κατέληξαν σε χώρους υγειονομικής ταφής ή αποτέφρωσης ενώ ο αριθμός προβλέπεται να διπλασιαστεί τα επόμενα 15 χρόνια, γράφει ο Guardian. Φυσικά δεν είναι μόνο το φαγητό που δημιουργεί τα απόβλητα των πτήσεων, σε αυτά περιλαμβάνονται οι ατομικές συσκευασίες σερβιρίσματος, τα μπουκαλάκια του κρασιού, κλπ

Πολυτέλεια σε πτήση των Emirates (Shutterstock)

Ενδιαφέρον όμως έχει το γεγονός ότι η άνοστη γεύση του φαγητού δεν οφείλεται τόσο σε «κακές» συνταγές και σε «κακή» εκτέλεσή τους από τους μαγείρους των caterings (για λόγους ασφαλείας και οικονομίας δεν υπάρχουν κουζίνες για μαγείρεμα στα αεροπλάνα) όσο σε παράγοντες όπως η υγρασία, η χαμηλή εσωτερική πίεση, οι αισθήσεις της όσφρησης ακόμα και της ακοής (μειώνονται κατά τη διάρκεια της πτήσης), οι οποίοι επηρεάζουν τους γευστικούς μας κάλυκες, αναφέρει η Telegraph.

Για παράδειγμα, ο συνδυασμός της χαμηλής υγρασίας και της χαμηλής πίεσης στην καμπίνα του αεροπλάνου προκαλεί ξηροστομία, κατ’ επέκταση λιγότερη έκκριση σάλιου από τη φυσιολογική, η οποία με τη σειρά της μπορεί να μειώσει την ευαισθησία των γευστικών καλύκων σε ποσοστό μέχρι και 30%. Ο θόρυβος εξάλλου επηρεάζει επίσης αρνητικά την αίσθηση της γεύσης καθώς υπάρχει ένα συγκεκριμένο νεύρο που εκτείνεται από τους γευστικούς κάλυκες μέχρι το αυτί.

Όμως δεν επηρεάζονται όλες οι γεύσεις με τον ίδιο τρόπο. Σύμφωνα με σχετικές έρευνες το ουμάμι είναι πιο έντονα αντιληπτό στον αέρα από ό,τι στο έδαφος, η γεύση της ντομάτας πιο δροσερή και φρουτένια, ένα Bloody Mary πιο νόστιμο, και τα φρουτώδη κρασιά καλύτερα από τα ξηρά ενώ πετάμε.

Για να ξαναγυρίσουμε στον Ολιβερ Μπίαλ, το γράμμα του στον Ρίτσαρντ Μπράνσον που φυσικά έκανε τον γύρο του κόσμου, δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητους τους υπεύθυνους των μεγάλων αεροπορικών εταιρειών, οι οποίοι μετά από αυτό απευθύνθηκαν σε διάσημους σεφ για να επιμεληθούν τα γεύματά τους, τουλάχιστον για την business class. Ετσι, η Virgin προσέλαβε τον Λιουκ Μάνγκαν για τις πτήσεις της στην Αυστραλία και η Singapore Airlines τον Γκόρντον Ράμσεϊ ενώ η British Airways ζήτησε τη βοήθεια του Ιστον Μπλούµενταλ.

Η Ελληνική Κουζίνα της Aegean

H δική μας Aegean δεν θα μπορούσε να υστερήσει. Ανέθεσε τα «Gastronomics» της, όπως έχει ονομάσει τα γεύματα της Business Class στις πτήσεις του εξωτερικού, στην dream team της ελληνικής γαστρονομίας: ο Λευτέρης Λαζάρου και ο Χριστόφορος Πέσκιας επιμελούνται τα μενού, ο εθνικός μας ζαχαροπλάστης Στέλιος Παρλιάρος φροντίζει τα γλυκά ενώ ο κορυφαίος Master of Wine Κωνσταντίνος Λαζαράκης συνδυάζει τα πιάτα με εκλεκτά ελληνικά κρασιά.

Λαχταριστά πανκέικς με ανθότυρο και καραμελωμένες φράουλες στην Business Class της Aegean (Ιnflightfeed/Instagram)

Η φιλοσοφία των «Gastronomics» εντάσσεται στο πλαίσιο προγράμματος για την περαιτέρω αναβάθμιση των προσφερόμενων υπηρεσιών στις πτήσεις της Aegean και της μακροπρόθεσμης δέσμευσης της να προβάλει την ελληνική γαστρονομική παράδοση και να ενισχύει τις τοπικές κοινωνίες προωθώντας τα τοπικά προϊόντα και τους παραγωγούς μέσα από το δίκτυό της όσο και μέσα από προγράμματα και πρωτοβουλίες που υλοποιεί.

H διαδρομή της Aegean στην ελληνική γαστρονομία, ξεκίνησε το 2010 με το πρόγραμμα «Ανακαλύψτε την Ελληνική Κουζίνα». Εδώ και οκτώ χρόνια προωθεί και ενημερώνει το επιβατικό κοινό για επιλεγμένα ελληνικά κρασιά σε συνεργασία με τον οινικό σύμβουλό της, Κωνσταντίνο Λαζαράκη (Master of Wine).

Μάλιστα, από τις αρχές του 2010 έως σήμερα, έχουν προσφερθεί στους επιβάτες των πτήσεων της Aegean περισσότερες από 450.000 φιάλες ποιοτικού οίνου από 85 ελληνικά οινοποιεία, τα οποία έχουν παρουσιασθεί και μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Blue, παρουσιάζοντας ανάγλυφα όλες τις αμπελουργικές ζώνες της χώρας μας και αναδεικνύοντας τη σπουδαία δουλειά των ελλήνων οινοποιών.