Βενετία, νησάκι Sant’ Erasmo, λίγες μέρες πριν από το Πάσχα του 1971 (για τον παράδεισο των λαχανικών Sant’ Erasmo θα σας πω μια άλλη φορά εκτενέστερα).
Στο πρώτο ραντεβού μαζί της απογοητεύτηκα, γιατί είναι γνωστό ότι τα νεαρά αγόρια προτιμούν τις ώριμες. Κι αυτή, ω, αυτή παραήταν μικρή. Ο περιβολάρης το κατάλαβε: Μην ανησυχείς, λέει, ώριμη είναι. Και με μια κίνηση, την αποκεφάλισε.
Μόλις κατάλαβα πως, αν ήθελα στη ζωή μου να σοβαρομαγειρεύω, θα έπρεπε κατ’ αρχήν να είμαι πιο ενημερωμένος. Από την άλλη, εγώ, ο βουνίσιος, δεν είχα ξαναδεί ποτέ αυτό το φυτό από κοντά. Το είδος που είχα μπροστά στα μάτια μου λέγεται Castaure –ιδιαίτερη ποικιλία που παράγει μόνο ένα καρπό ο οποίος πρόωρα μαζεύεται– ευνουχίζεται, εξ ου και η ονομασία.
Ενενήντα είναι συνολικά οι ποικιλίες της αγκινάρας – όλες άξιες. Επρεπε να είναι πιο δημοφιλείς, σκέφτομαι, και μόνο από το γεγονός που παράγονται Οκτώβριο με Μάιο.
Στην κουζίνα; πολυπρόσωπη: γεμιστές, στη λαδόκολλα, απλά βραστές με λεμόνι και άριστο ελαιόλαδο, σε τερίνα με μαύρες τρούφες… Μας προσφέρουν σίδηρο, ασβέστιο και πάμπολλες βιταμίνες καθαρίζοντας συκώτι και σπλήνα.
Οι αγαπημένες μου; Ωμές (συνοδεία ένα καλό τσίπουρο) ή σε σαλάτα με αρσενικό Νάξου και φιστίκια Αιγίνης…