Ποια απελπισία; Ξυπνάς πρωί πρωί σε κατάσταση απόλυτης συγκρότησης. Εχεις βάλει τις δουλειές της ημέρας στη σειρά, θα περάσεις από την τράπεζα να δεις το υπόλοιπο και αν βγαίνει ο μήνας, θα πληρώσεις και τον ΕΝΦΙΑ εγκαίρως για να μην τρέχεις την τελευταία στιγμή. Νομίζεις. Γιατί τη στιγμή που ανοίγεις το πάνω συρτάρι του γραφείου με αέρα σιγουριάς ανακαλύπτεις ότι η ειδοποίηση δεν είναι εκεί. Ούτε και καμιά απόδειξη από τις προηγούμενες πληρωμές.
Κάνεις άνω κάτω το σπίτι, ψάχνεις σε συρτάρια, τσάντες και φακέλους, με την ευκαιρία πετάς ένα κάρο χαρτιά στη σακούλα της ανακύκλωσης, αλλά τίποτα. Πώς το λέτε εσείς αυτό; Εγώ το λέω απελπισία. Πριν μπω, όμως, σε κατάσταση πανικού που νιώθω ότι πλησιάζει, κάθομαι αναπαυτικά στον καναπέ και παίρνω βαθιές ανάσες ρουφώντας ηχηρά το τσάι μου.
Ο λογιστής. Αυτός θα σώσει την κατάσταση. Η ώρα όμως είναι 8 το πρωί και δεν πάει στο γραφείο του πριν από τις 10. Αλλά ο ΕΝΦΙΑ επείγει, θα περιμένω και με την ευκαιρία θα κάνω ένα ξεκαθάρισμα. Ανοίγω με θάρρος το ψυγείο. Τίποτα που να τρώγεται εκτός από ψωμοτύρι. Στο συρτάρι ένα κάρο σακουλάκια με λαχανικά που έχουν χάσει μέρος της αξιοπρέπειάς τους (δηλαδή σε σαλάτα δεν μπορείς να τα εμφανίσεις αλλά δεν είναι και για πέταμα) και στην κατάψυξη φασόλια-χάντρες και «παλαιωμένος» αρακάς ότι πρέπει για παγοκύστη σε πρησμένους αστραγάλους.
Τι κάνω τώρα με όλα αυτά; Βάζω στην άκρη τα σακουλάκια με τα όσπρια-παγοκύστεις (γιατί έχουν παγώσει και ξεπαγώσει πολλές φορές και δεν κάνει να φαγωθούν) και αραδιάζω στον πάγκο ό,τι τρώγεται δίνοντας στον εαυτό μου σιωπηλές υποσχέσεις ότι αυτό δεν θα επαναληφθεί-ναι-καλά.
Και τι φτιάχνω; Τη βάση για ένα μινεστρόνε φυσικά! Ένα από τα πιο παλιά φαγητά της ιταλικής αγροτικής κουζίνας –μπορείς να την πεις και «φτωχική»- με περισσεύματα από λαχανικά, όσπρια και ζυμαρικά ή ρύζι ή και τα δύο. Με άλλα λόγια ό,τι έχεις το ρίχνεις στη μαρμίτα στο πνεύμα τού «δεν πετάμε τίποτα» και παίρνεις μια πολύ πλούσια σούπα, παχουλή, θρεπτική και έξτρα νόστιμη.
Δείτε τις λεπτομέρειες της συνταγής εδώ