Τις προάλλες είχα πάει σε μια ψαροταβέρνα και φεύγοντας πήρα ένα πακετάκι με έξι τηγανητά μπαρμπούνια που περίσσεψαν. Λίγες μέρες μετά βρήκα πεντάφρεσκο γαύρο στον ψαρά και τον έκανα τηγανητό. Λίγα ψαράκια, που περίσσεψαν, τα έβαλα στην κατάψυξη, παρέα με τα μπαρμπουνάκια.
Οι μέρες πέρασαν και τα ψαράκια τα ξέχασα. Χθες όμως μια εσωτερική φωνή μου είπε: «Σαβόρο!». Η λέξη προέρχεται από την ιταλική «Sapore» που σημαίνει γεύση, ενώ σχετική είναι η βενετσιάνικη παραφθορά «saor».
Κάποιοι λένε ότι στο Βυζάντιο τις ξινόγλυκες σάλτσες τις ονόμαζαν «σαβούρες». Οι παραλλαγές είναι πολλές, η βάση όμως είναι πάντα ξινό και γλυκό μαζί. Εμένα μου αρέσει πάντα στην σάλτσα αυτή να προσθέτω, εκτός από τα άλλα συστατικά, ντομάτα και σταφίδες.
Έχοντας μια αδυναμία στις εσωτερικές φωνές, έσπευσα να μαγειρέψω.