Πώς θα είναι η Ελλάδα το 2030; Θα γίνει, άραγε, μία χώρα που θα «εξάγει ευτυχία» ή θα βυθιστεί στην εσωστρέφεια και σε ένα σπιράλ κρίσης χωρίς τέλος;
Για να φτάσουμε, όμως, σε αυτές τις ερωτήσεις, πρέπει να διατρέξουμε 200 χρόνια Ιστορίας. Και αυτή ακριβώς η διαδρομή αναλύεται στο «Ελληνικό Όνειρο», σε μία συζήτηση του καθηγητή Στάθη Καλύβα με τον δημοσιογράφο Κώστα Γιαννακίδη. Ουσιαστικά πρόκειται για μία μεγάλη συνέντευξη του σπουδαίου πολιτικού επιστήμονα για την πλεύση της χώρας στα νερά των τελευταίων διακοσίων χρόνων.
Ο Κώστας Γιαννακίδης σημειώνει στην εισαγωγή του βιβλίου: «Ακολουθούμε τις γραμμές που ξεκίνησαν από την Επανάσταση του 1821, ξεμπλέκουμε το κουβάρι που σχημάτισαν πάνω στον άξονα του χρόνου και προσπαθούμε να δούμε πού θα καταλήξουν. Στο τέλος αυτής της διαδρομής, μέσα από παθογένειες, κρίσεις, έριδες και συγκρούσεις, αναδεικνύεται ένα θετικό σενάριο για μία χώρα που θα εξάγει ευτυχία. Δεν πρόκειται επίσης για ιστορική μελέτη. Είναι όμως μία συνάντηση της ιστορικής αφήγησης με την πολιτική ανάλυση, με τη μεσολάβηση του Στάθη Καλύβα. Ένας από τους σημαντικότερους, παγκοσμίως, πολιτικούς επιστήμονες των καιρών μας αναλύει σύντομα και περιεκτικά τους μηχανισμούς που κίνησαν την ιστορική και κοινωνική εξέλιξη στη σύγχρονη Ελλάδα, ξορκίζοντας με πραότητα αφελείς και λαϊκίστικες προσεγγίσεις που έθρεψαν μύθους και στερεότυπα. Τι οδήγησε στην Επανάσταση του 1821; Πώς φτάσαμε στον εθνικό διχασμό; Ποιες πληγές άφησε ο Εμφύλιος; Τι έφταιξε για την κρίση του 2010 και πόσο άλλαξε η Ελλάδα; Πώς θα είναι η χώρα μας στη δεκαετία του 2030;»
Ενα μικρό απόσπασμα από τη συζήτηση:
Αν δεχτούμε ότι πολλά από όσα παρατηρούμε σήμερα έχουν τις καταβολές τους στο πρωταρχικό κύτταρο, δηλαδή στην Επανάσταση και στις συνθήκες που αυτή διαμόρφωσε, τι πολιτικά ψήγματα από το 1821 βλέπουμε στη σημερινή πολιτική ζωή; Και, κυρίως, ποια είναι τα συγκρουσιακά στοιχεία που μας κληροδότησε το 1821;
Από μια άποψη, το 1821 είναι μια πρόγευση, ένας καθρέφτης των όσων θα ακολουθήσουν αργότερα. O Πόλεμος της Ανεξαρτησίας ξεκινά όταν και επειδή συναντιούνται δυο διαφορετικοί κόσμοι, παράγοντας έτσι μια ώσμωση που θα δράσει καταλυτικά. Από τη μία έχουμε τον κόσμο των κοσμοπολιτών λόγιων και εμπόρων οι οποίοι ευαγγελίζονται την ιδέα του έθνους-κράτους, δηλαδή θεωρούν πως ο κόσμος των δυναστικών απολυταρχιών και των πολυεθνικών αυτοκρατοριών βαίνει προς το τέλος του. Οι άνθρωποι αυτοί διαθέτουν το μεγάλο όραμα, αλλά δεν έχουν τα μέσα να το πραγματοποιήσουν, δηλαδή τα όπλα. Από την άλλη έχουμε τον κόσμο των προκρίτων και των οπλαρχηγών που για μια σειρά από σύνθετους λόγους ανεβαίνουν στο άρμα της εξέγερσης και συμμετέχουν σε ένα εγχείρημα που αρχικά τους ξεπερνάει ιδεολογικά, αλλά που τελικά υπηρετούν, καθώς οι γέφυρες με το παρελθόν έχουν πια κοπεί. Και, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις αυτές, μέσα στο καμίνι του Πολέμου της Ανεξαρτησίας σφυρηλατείται μια νέα ταυτότητα. Οι άνθρωποι αυτοί τελικά αντιλαμβάνονται ότι, παρά τις τεράστιες διαφορές που τους διακρίνουν, έχουν πλέον ταυτιστεί μέσα από τον κοινό αγώνα. Έτσι, το σημαντικότερο στοιχείο συνεισφοράς στην ιστορία μας του Πολέμου της Ανεξαρτησίας είναι πως σφυρηλατεί τη νέα, σύγχρονη εθνική μας ταυτότητα. Δεν είναι δηλαδή μόνο η εθνική ταυτότητα που οδηγεί στην εξέγερση, αλλά και η εξέγερση που διαμορφώνει την εθνική ταυτότητα. Θα διαπιστώσουμε στην πορεία της ιστορίας μας ανάλογες περιστάσεις όταν ετερόκλητες ομάδες θα συστρατευθούν και θα προκύψουν έτσι νέες κοινωνικές συμμαχίες. Δίχως αυτή τη συνεργασία, περίπτωση να ξεσπάσει και να τελεσφορήσει ο αγώνας απλούστατα δεν υπήρχε.
Όπως όμως κάθε σύνθεση αυτού του είδους, έτσι και η συνάντηση αυτών των δύο κόσμων εμπεριείχε μέσα της το σπέρμα διχασμών και συγκρούσεων. Εκεί μπορούμε επίσης να διακρίνουμε και τον προπομπό της μεγάλης διαίρεσης των εκσυγχρονιστών και των παραδοσιακών ομάδων, που με διαφορετικές μορφές θα κυριαρχήσει στον πολιτικό μας βίο – αυτό που αργότερα θα ονομαστεί «πολιτικός δυϊσμός»: Τρικούπης-Δηλιγιάννης, Βενιζέλος-Κωνσταντίνος, Καραμανλής-Παπανδρέου. Πραγματικά πρόκειται για μια διαιρετική τομή η οποία με διαφορετικό τρόπο διατρέχει την ελληνική ιστορία και φτάνει ως το σήμερα. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν είναι ιδιαίτερο ελληνικό στοιχείο, όπως επίσης δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα η σύγκρουση και η διαίρεση. Αξίζει όμως να σημειωθεί, γιατί έχει περάσει σε μεγάλα στρώματα η ιδέα πως «εμείς οι Έλληνες πάντα χωριζόμαστε και πολεμάμε μεταξύ μας». Ένα όμως από τα μεγάλα μαθήματα που προκύπτουν από το 1821 είναι λιγότερο το ότι η διχόνοια μας καταδυναστεύει και περισσότερο πως άνθρωποι και ομάδες με εντελώς διαφορετικά συμφέροντα και παραστάσεις καταφέρνουν να συνεργάζονται.
Δεν έχουμε δηλαδή ως έθνος, ως κοινωνία, μια ροπή προς τον διχασμό;
Θεωρώ πως αυτός είναι ένας από τους μεγαλύτερους μύθους μας. Βέβαια, αυτό δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει, αν αναλογιστούμε την εμπειρία του «Εθνικού Διχασμού», όπως ονομάστηκε το μείγμα ακραίας πόλωσης και χαμηλής έντασης εμφυλίου που ξεκίνησε το 1915, και βέβαια τον Εμφύλιο Πόλεμο. Άλλωστε, όπως είδαμε, οι εμφύλιες συγκρούσεις ξεκινούν ήδη από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας – πράγμα κάθε άλλο παρά ασυνήθιστο σε τέτοιες περιστάσεις. Αν, όπως είπα, σκεφτούμε πως αυτός ο πόλεμος έφερε κοντά ανθρώπους εντελώς διαφορετικής προέλευσης και συμφερόντων, δεν θα πρέπει να μας ξαφνιάζει το γεγονός πως κάποια στιγμή ξέσπασαν συγκρούσεις ανάμεσά τους.
Αν εξετάσουμε την πολιτική ιστορία των περισσότερων κρατών, θα διαπιστώσουμε πως οι εμφύλιες συγκρούσεις αποτελούν σταθερό στοιχείο της ιστορίας τους, ακόμα και στις Σκανδιναβικές χώρες ή στην Ελβετία, που σήμερα φαντάζουν ως οι πιο πολιτικά ομοιογενείς και ομονοούσες κοινωνίες! Με άλλα λόγια, έχουμε μια έντονη ιστορία διαιρέσεων και συγκρούσεων, αλλά η ιστορία αυτή δεν είναι ούτε ασυνήθιστη ούτε πιο έντονη σε σχέση με αλλού. Η πραγματικότητα είναι πως οι διαιρέσεις, οι διχασμοί και οι πολιτικές, και ενίοτε οι βίαιες συγκρούσεις, είναι συστατικό στοιχείο της πολιτικής και συχνά της καθημερινότητας στον ρου της ανθρώπινης ιστορίας. Πράγματι, θα έλεγα με μικρή μόνο δόση υπερβολής πως ο διχασμός, η πόλωση και η σύγκρουση είναι λίγο πολύ φυσιολογικές ανθρώπινες ανάγκες. Αυτό είναι φανερό, για παράδειγμα, σε δραστηριότητες που δεν έχουν καμία πολιτική διάσταση ή πραγματική επίπτωση σε θέματα υλικής διαβίωσης, όπως, π.χ., το ποδόσφαιρο, που παράγει εντάσεις και ταυτίσεις με βάθος και διάρκεια εντελώς δυσανάλογες με την ουσία τους.
Kυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο