Ο Καϊτέλ στην τελευταία του εμφάνιση, ως αρχιμαφιόζος, στον «Ιρλανδό» του Σκορσέζε | Netflix
Επικαιρότητα

Χάρβεϊ Καϊτέλ, ο πολυτάλαντος φίλος του Σκορσέζε

Στα 80 του χρόνια, ο αμερικανοπολωνός ηθοποιός εξακολουθεί να αποτελεί μια σταθερά υψηλή αξία στο κινηματογραφικό χρηματιστήριο λόγω της παροιμιώδους του ικανότητας να ξεχωρίζει σε υποκριτικό επίπεδο τόσο σε χολιγουντιανές, όσο και σε ευρωπαϊκές παραγωγές.
Protagon Team

Μπορεί να ελιχθεί – υποκριτικώς μιλώντας – εξίσου καλά ανάμεσα σε ηχηρά «μπλοκμπάστερ» του Χόλιγουντ και «εσωτερικά», «αγγελοπουλικά» ημιφωτισμένα δράματα.

Ο Χάρβεϊ Καϊτέλ αποτελεί μια σταθερή αξία στο κινηματογραφικό χρηματιστήριο και αυτό ειναι κάτι που δεν το γνωρίζουν μόνο όσοι συνεργάζονται μαζί του, αλλά και ο ίδιος.

Γεννημένος στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης στις 13 Μαΐου 1939, ο Καϊτέλ υπήρξε το παιδί εβραϊκής καταγωγής μεταναστών από την Πολωνία.

Οι γονείς του είχαν ένα κυλικείο το οποίο δούλευαν, ενώ ο πατέρας του εργαζόταν παράλληλα και σε μια βιοτεχνία με καπέλα.

Μεγάλωσε με τους γονείς του, την αδερφή και τον αδερφό του στο Μπρούκλιν και στα 16 του αποφασίζει να μπει στους πεζοναύτες, με τους οποίους λίγο αργότερα βρίσκεται στο Λίβανο, στα πλαίσια μιας στρατιωτικής επιχείρησης.

Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ξεκίνησε να πουλάει παπούτσια, ενώ έπειτα εργάστηκε για πολλά χρόνια ως στενογράφος, μέχρι που το 1973 πήρε τον πρώτο του μεγάλο ρόλο στην ταινία «Κακόφημοι δρόμοι» του φίλου του, Μάρτιν Σκορσέζε, και τρία χρόνια μετά βρέθηκε δίπλα στον Ρόμπερτ Ντε Νίρο στην πασίγνωστη και δημοφιλή ταινία «Ο ταξιτζής», υποδυόμενος τον προαγωγό της (15χρονης τότε) Τζόντι Φόστερ, κερδίζοντας βράβευση β’ αντρικού ρόλου από τους κριτικούς της Νέας Υόρκης.

Και από εκεί και πέρα…. η απογείωση: συνολικά σε 158 ταινίες – αλλά και άπειρες θεατρικές παραστάσεις εντός και εκτός Μπρόντγουεϊ – έχει συμμετάσχει μέχρι σήμερα ο 80χρονος ηθοποιός, ο οποίος μίλησε στην ιταλική Repubblica για το πώς ήταν μισός αιώνας (και βάλε) ανάμεσα σε σελιλόιντ και θεατρικό σανίδι.

«Προέρχομαι από μια οικογένεια που ήταν πολύ πιο κάτω ακόμη και από τη μεσαία τάξη, οπότε δυστυχώς παράτησα νωρίς το σχολείο. Με τους δυο καλύτερους φίλους μου ψάχναμε για κάτι συναρπαστικό να κάνουμε και κάπως έτσι καταταγήκαμε στους πεζοναύτες, και τα επόμενα τρία χρόνια πραγματικά με διαμόρφωσαν ως άνθρωπο και χαρακτήρα: έμαθα την πειθαρχία και ξεπέρασα τους φόβους μου, ειδικά τον φόβο του σκοταδιού», θυμάται σήμερα ο Καϊτέλ, προσθέτοντας:

«Θυμάμαι ότι πήγα για εκπαίδευση σε ένα πεδίο βολής κάπου στη Βόρεια Καρολίνα για να κάνω μια προσομοίωση μάχης στο απόλυτο σκοτάδι. Έτρεμα από τον φόβο μου. Τότε άκουσα τη φωνή του εκπαιδευτή μου: “Όλοι φοβούνται το άγνωστο και το σκοτάδι. Εγώ λοιπόν θα σας διδάξω με ποιο τρόπο να το μάθετε προκειμένου να μην το φοβάστε πια”. Έκτοτε, έχω ξεπεράσει στη ζωή μου άπειρους φόβους».

Στη θρυλική σκηνή της μονομαχίας με τον Στιβ Μπουσέμι στο «Reservoir Dogs»

Δεν φοβήθηκε ούτε μια στιγμή στα 46 χρόνια που συνεργάζεται με τον Σκορσέζε;

«Ο Μάρτιν και εγώ είμαστε λίγο σαν δίδυμοι, παρόλο που οι γονείς μου ήταν Πολωνοί και οι δικοί του από τη Μικρή Ιταλία της Νέας Υόρκης. Συχνάζαμε στα ίδια στέκια του Κόνι Αϊλαντ, εκεί φτιάξαμε τους χαρακτήρες των «Κακόφημων Δρόμων». Και γι’ αυτό χαίρομαι που έπαιξα στον «Ιρλανδό» [παρά το ότι είχα μικρό ρόλο] γιατί δεν υπάρχουν μικροί ρόλοι, υπάρχουν μόνο καλοί ή κακοί ηθοποιοί», επισημαίνει.

Και πράγματι, ακόμη και στον «Ταξιτζή» θυμάται πως αρχικά ήταν να παίξει τον πολύ μικρό ρόλο του «Μάγου», που στη συνέχεια υποδύθηκε ο Αλμπερτ Μπρουκς.

«Εκείνη την εποχή ζούσα όντως στο Χελς Κίτσεν της Νέας Υόρκης, ανάμεσα σε πρεζόνια και πόρνες και το βράδυ συναντούσα τους προαγωγούς τους και τις ίδιες στους δρόμους. Πολλούς εξ αυτών [των προαγωγών] τους γνώριζα και προσωπικά, ήμασταν φίλοι», προσθέτει.

Με τον (σκηνοθέτη και συμπρωταγωνιστή του) Ταραντίνο στο «Pulp Fiction»

Στην παρατήρηση πως οι περισσότεροι από τους ρόλους που έχει υποδυθεί είναι εξαιρετικά βίαιοι, ο Καϊτέλ επισημαίνει: «Δεν νομίζω πως αυτό ισχύει όντως. Οι περισσότερο είναι άνθρωποι που βρίσκονται σε συναισθηματική ελεύθερη πτώση, απίστευτα περίπλοκοι. Μόνο σε επιφανειακό επίπεδο μπορούν να οριστούν ως «κακοί», αλλά στην πραγματικότητα είναι όλοι τους συναισθηματικά κατεστραμμένοι».

Τέλος, ποια είναι η σχέση του με την θρησκεία;

Ο 80χρονος ηθοποιός επιλέγει να απαντήσει… δια αντιπροσώπου.

«Μου αρέσει, σε αυτήν την ερώτηση, να απαντάω με τα λόγια του Τόμας Πέιν, ενός εκ των «πατέρων» του αμερικανικού έθνους, που όταν τον ρώτησαν ποια είναι η θρησκεία του, αυτός απάντησε: “να κάνω πάντα το σωστό”».

Γυρίζοντας το «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου το 1998 (Fox Lorber)