Ως θεσμικό παραλογισμό χαρακτηρίζει ο Βαγγέλης Βενιζέλος σε άρθρο του στην ιστοσελίδα του τη διπλή στάση των κυβερνητικών εταίρων, ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, στο ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ, κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι λειτουργεί απροκάλυπτα ως «μηχανισμός κυνικής άσκησης της εξουσίας», καταστρατηγώντας βασικές διατάξεις του Συντάγματος.
«Μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση υπάρχει όμως και λειτουργεί κατά το Σύνταγμα όχι ως μηχανισμός κυνικής άσκησης της εξουσίας, μέσα από τη συνεργασία ετερόκλητων τυχοδιωκτικών στοιχείων που παίζουν με την συνταγματική αριθμητική, αλλά για να ασκείται μια συνταγματικά προβλεπόμενη αρμοδιότητα, ένας θεσμικός ρόλος. Κατά το άρθρο 82 ‘Η Κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της Χώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος και των νόμων’. Βασικό κεφάλαιο της γενικής πολιτικής της Χώρας είναι η εξωτερική πολιτική και πρωτίστως η διαχείριση των λεγόμενων εθνικών θεμάτων. Επί αυτών των θεμάτων η κυβέρνηση πρέπει να καθορίζει και να κατευθύνει την πολιτική της Χώρας ως πολιτειακό όργανο και όχι απλώς στο επίπεδο των κομμάτων που τυχόν τη συναπαρτίζουν ή στο επίπεδο του πρωθυπουργού ή ορισμένων υπουργών ατομικά.
Όταν αυτό δεν συμβαίνει, αλλά εν τούτοις υπάρχει πολιτική συμφωνία των κυβερνητικών εταίρων να διατηρηθεί η Κυβέρνηση στην εξουσία λόγω των αριθμητικών υπολογισμών του άρθρου 84, βρισκόμαστε ενώπιον του φαινομένου της καταστρατήγησης του Συντάγματος. Δηλαδή της προσχηματικής επίκλησης του συνταγματικού τύπου προκειμένου να παραβιασθεί το ουσιαστικό κανονιστικό περιεχόμενο του Συντάγματος. Για το λόγο αυτό στην ιστορία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος – διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα- έχουν διαμορφωθεί λόγοι παραίτησης της Κυβέρνησης. Αυτοί όμως αφορούν κυβερνήσεις, κόμματα και πολιτικά πρόσωπα με δημοκρατική ευαισθησία και κοινοβουλευτικό ήθος. Καμία σχέση με την παρούσα κατάσταση στην Ελλάδα», σημειώνει μεταξύ άλλων ο κ. Βενιζέλος και προσθέτει για το οξύμωρο της κυβερνητικής συνύπαρξης και ειδικά για τη στάση των ΑΝΕΛ:
«Η καταστρατήγηση γίνεται μάλιστα βαρύτερη όταν οι κυβερνητικοί εταίροι παρότι διαφωνούν γύρω από σοβαρό ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής και αυτό παραλύει την άσκηση της βασικής κυβερνητικής αρμοδιότητας, συμφωνούν μεταξύ τους να εξακολουθούν να συνεργάζονται σαν να μη συμβαίνει τίποτα και να καλέσουν την αντιπολίτευση να επωμισθεί το βάρος των σχετικών αποφάσεων. Η κυβέρνηση μετατρέπει έτσι την εξωτερική πολιτική σε εσωτερικό πολιτικό τέχνασμα. Ζητά από την αντιπολίτευση να επιδείξει εθνική υπευθυνότητα, ενώ η ίδια επιδεικνύει προκλητική και πρωτοφανή εθνική και συνταγματική ανευθυνότητα. Η κυβέρνηση θέλει, ως έχει και ευρίσκεται, χωρίς δική της πολιτική ενότητα, να εκπροσωπεί τη Χώρα, να διαπραγματεύεται, να συμφωνεί και μετά να καλεί την αντιπολίτευση να καλύψει το πολιτικό κενό της κυβέρνησης ψηφίζοντας ό,τι δεν ψηφίζει το ένα από τα δυο συνεργαζόμενα κυβερνητικά κόμματα. Αυτό το κόμμα μάλιστα δεν διαφωνεί απλώς αλλά οργανώνει ήδη δημαγωγική εκστρατεία εθνικολαϊκιστικής καταγγελίας όσων συμφωνήσουν με την κυβερνητική πρόταση»!
Στηλιτεύοντας την μεθόδευση της κυβέρνησης να μετακυλήσει το βάρος της ευθύνης των σχετικών αποφάσεων στην αντιπολίτευση, ο κ. Βενιζέλος την καλεί να ενημερώσει αφενός για το αν υπάρχει συμφωνία και ποιο είναι το περιεχόμενό της και αφετέρου όχι μόνον για τη στάση των κυβερνητικών κομμάτων αλλά και για το πώς τοποθετείται πολιτικά και θεσμικά το καθένα από αυτά έναντι του άλλου. Τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, τονίζει, οφείλουν να τοποθετηθούν και μάλιστα δημόσια μόνο όταν η κυβέρνηση αποσαφηνίσει το τοπίο.
Γιατί, όπως επισημαίνει, είναι πρωθύστερο θεσμικά και διπλωματικά να ζητείται από τα κόμματα της αντιπολίτευσης να τοποθετηθούν ειδικότερα για τις τρέχουσες εξελίξεις και για την αποδοχή μιας συγκεκριμένης συμφωνίας πριν υπάρξει επίσημη και πλήρης ενημέρωση από την κυβέρνηση για το τι συμβαίνει επί της ουσίας, αλλά και για το ποια είναι η ενδοκυβερνητική κατάσταση.