Με τον εύστοχο και σχεδόν υπαρξιακό τίτλο «Σε ποιον αιώνα ανήκει το 2019» ο Βαγγέλης Βενιζέλος, σε κείμενό του, προχώρησε σε μία ακόμη παρέμβαση για το παρόν και κυρίως το μέλλον της χώρας.
«Το στοίχημα του 2019 είναι αν θα ανήκει στις χιλιάδες του, δηλαδή στη δυναμική του 21ου αιώνα, ή στις δεκάδες του, στην αίσθηση που δημιουργούν οι πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα».
Ετσι ξεκινάει το άρθρο του πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ στο «Βήμα της Κυριακής», στο οποίο παρουσιάζει τις θεμελιώδεις προκλήσεις της νέας χρονιάς για τη χώρα.
Ο κ. Βενιζέλος υπογραμμίζει το γεγονός ότι η Ελλάδα μπαίνει στο 2019 ενώ είναι υπονομευμένη.
«Η χώρα εισέρχεται στο 2019 δημοσιονομικά υπονομευμένη. Δεσμευμένη στον στόχο για ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα 3,5 % του ΑΕΠ μέχρι το 2022. Με προφανή φοροδοτική κόπωση. Με τις μικρότερες δυνατές αναπτυξιακές επιδόσεις μετά από οκτώ συνεχή χρόνια ύφεσης και μια τεραστίου μεγέθους δημοσιονομική προσαρμογή που είχε επιτευχθεί μέχρι το 2014, πριν την ανακύκλωση της κρίσης που προκάλεσαν οι πολιτικοί τυχοδιωκτισμοί και οι κυνικές ιδεοληψίες που άρχισαν το 2015. Εισέρχεται στο 2019 έχοντας χάσει οριστικά τις χρηματοοικονομικές και αναπτυξιακές ευκαιρίες του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ. Εισέρχεται στο 2019 με καχύποπτες τις αγορές που δεν ανοίγουν το παράθυρο της επανόδου της σε αυτές για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών» αναφέρει μεταξύ άλλων ο κ. Βενιζέλος.
Ολόκληρο το άρθρο που δημοσιεύτηκε στο «Βήμα της Κυριακής» έχει ως εξής:
«Σε ποιον αιώνα ανήκει το 2019;
Το στοίχημα του 2019 είναι αν θα ανήκει στις χιλιάδες του, δηλαδή στη δυναμική του 21ου αιώνα, ή στις δεκάδες του, στην αίσθηση που δημιουργούν οι πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα. «Πάλιωσαν» πολύ πριν το τέλος του αιώνα, ανήκαν στο παρελθόν, πριν καλά – καλά συναντηθούν με το παρόν.
Συμβατικά θα λέγαμε ότι το 2019 είναι εξορισμού έτος – τομή ως έτος εκλογικό σε όλα τα επίπεδα: βουλευτικών, ευρωπαϊκών και αυτοδιοικητικών εκλογών. Έτος εκλογικού απολογισμού της τετραετίας 2015-2019 και των οικονομικών, θεσμικών, πολιτικών και κοινωνικών επιπτώσεών της που είναι δυστυχώς βαθύτερες από αυτές που αντιστοιχούν σε μια «φυσιολογική» τετραετία. Αυτό άλλωστε καθιστά ναρκοθετημένη σε πολλά σημεία την επόμενη κυβερνητική περίοδο.
Η λήξη του τρίτου μνημονίου, στο οποίο η χώρα εντάχθηκε, όπως εντάχθηκε, τον Αύγουστο του 2015, δεν συνιστά βέβαια έξοδο από μια κατάσταση και είσοδο σε μια άλλη, καλύτερη. Το δεύτερο εξάμηνο του 2019 θα διαπιστώσουμε αν διαβήκαμε την είσοδο σε μια περίοδο ασφάλειας και υπομονετικής διεκδίκησης της σταδιακής ανάκτησης της θέσης της χώρας ή την είσοδο σε μια περίοδο βαθιάς αβεβαιότητας. Τα τέσσερα χρόνια που πέρασαν δαπανήθηκαν δυσανάλογα μεγάλοι εθνικοί πόροι για ένα αποτέλεσμα αβαθές και επικίνδυνο. Εξελίχθηκε και εξακολουθεί να εξελίσσεται η επιχείρηση αποδιάρθρωσης της μεσαίας τάξης και απονεύρωσης της κοινωνίας. Μετατροπής της σε μια κοινωνία ολιγαρκή και ηττοπαθή. Εξαρτημένη από τις επιδοματικές παροχές ενός αντιαναπτυξιακού κράτους που εγκλωβίζει τους πολίτες στην τεράστια παγίδα φτώχειας και στασιμότητας που εμφανίστηκε με τη λεοντή του «υπερπλεονάσματος», δηλαδή της υπερφορολόγησης και της αναιμικής ανάπτυξης.
Η χώρα εισέρχεται στο 2019 δημοσιονομικά υπονομευμένη. Δεσμευμένη στον στόχο για ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα 3,5 % του ΑΕΠ μέχρι το 2022. Με προφανή φοροδοτική κόπωση. Με τις μικρότερες δυνατές αναπτυξιακές επιδόσεις μετά από οκτώ συνεχή χρόνια ύφεσης και μια τεραστίου μεγέθους δημοσιονομική προσαρμογή που είχε επιτευχθεί μέχρι το 2014, πριν την ανακύκλωση της κρίσης που προκάλεσαν οι πολιτικοί τυχοδιωκτισμοί και οι κυνικές ιδεοληψίες που άρχισαν το 2015. Εισέρχεται στο 2019 έχοντας χάσει οριστικά τις χρηματοοικονομικές και αναπτυξιακές ευκαιρίες του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ. Εισέρχεται στο 2019 με καχύποπτες τις αγορές που δεν ανοίγουν το παράθυρο της επανόδου της σε αυτές για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών. Με το σπρεντ μεταξύ δεκαετών ελληνικών και γερμανικών ομολόγων να είναι μεγαλύτερο από αυτό του Μαρτίου – Απριλίου 2010. Με το τραπεζικό σύστημα να αναζητά λογιστικές λύσεις για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, χωρίς να σχηματίζεται πραγματική εθνική αποταμίευση, χωρίς να λειτουργεί το θεμελιώδες σχήμα που βασίζεται στην ύπαρξη καταθέσεων και τη χορήγηση δανείων που χρηματοδοτούν επενδύσεις και κατανάλωση, διασφαλίζοντας ανάπτυξη για τον τόπο και λειτουργικά κέρδη για τις τράπεζες. Με απόλυτη αβεβαιότητα ως προς τη μακροπρόθεσμη αντοχή του ασφαλιστικού συστήματος.
Όλα δε αυτά συντελούνται σε ένα περιβάλλον διολίσθησης των θεσμών, με συνεχείς απόπειρες χειραγώγησης της Δικαιοσύνης και διαρκή υποβάθμιση του Κοινοβουλίου. Με την κορυφαία διαδικασία της αναθεώρησης του Συντάγματος να θυσιάζεται σε μικρές συγκυριακές σκοπιμότητες. Με την πολιτική όξυνση να εντείνεται, χωρίς καμία διάθεση των κυβερνώντων να αναζητήσουν – έστω στην τελευταία φάση και για λόγους αυτοπροστασίας – στοιχειώδεις συναινέσεις.
Με την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας και άμυνας της χώρας να αφήνεται όμηρος στο απύλωτο στόμα κυνικών λαϊκιστών που δεν διστάζουν μπροστά σε τίποτα και εκθέτουν σε κίνδυνο ζωτικά εθνικά συμφέροντα προκειμένου να διαχειριστούν ενδοκυβερνητικές ισορροπίες και ανάγκες μικροκομματικής επιβίωσης.
Το διάστημα από την έναρξη του νέου έτους έως την ημέρα των βουλευτικών εκλογών θα είναι μια περίοδος καθημερινής επιδείνωσης των δεδομένων σε όλα τα πεδία: στην οικονομία, τους θεσμούς, την πολιτική ασφάλειας. Αλλά και μια περίοδος μεγαλύτερης κόπωσης της κοινωνίας που θα ενθαρρύνεται από την προοπτική μιας κυβερνητικής αλλαγής, αλλά θα νιώθει και την επίταση των κινδύνων. Σε αυτή όμως τη συγκεκριμένη κοινωνία πρέπει να αναζητηθούν οι δυνάμεις που μπορούν να στηρίξουν ένα προοδευτικό μεταρρυθμιστικό πρόταγμα που κρατάει την κοινωνία ενωμένη και την οδηγεί στην επόμενη φάση, της ανάκτησης του χαμένου εδάφους και των νέων ευκαιριών για όλους.
Το μείζον πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει τις συσσωρευμένες προκλήσεις του 2019 μέσα σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον που είναι ήδη έντονα ρευστό και αβέβαιο. Το 2019 είναι η χρονιά του Brexit. Η χρονιά της έντονης δοκιμασίας των εθνικών πολιτικών συστημάτων των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και κυρίως της Γερμανίας και της Γαλλίας, χωρίς να είναι καν προγραμματισμένες εθνικές εκλογές. Το ευρωπαϊκό εγχείρημα συναντά ξανά τα εμπόδια που υπάρχουν στο γενετικό του υλικό. Η Ευρωπαϊκή Δημοκρατία υφίσταται τις πιέσεις της μη φιλελεύθερης – αυταρχικής δημοκρατίας και του εθνικολαϊκισμού που αναγορεύει σε βασικό του αντίπαλο την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η αισιόδοξη ανάγνωση ότι λαϊκιστικές δυνάμεις ψηφίζει (ακόμη) μόνο το 25% του ευρωπαϊκού εκλογικού σώματος δεν μπορεί να οδηγεί σε επανάπαυση.
Το ιστορικό στοίχημα της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας σε όλες τις χώρες μέλη και στην ίδια την ΕΕ ως θεσμικό μηχανισμό είναι αν μπορεί να επανέλθει η πολιτική. Δηλαδή η μέριμνα για τη συμμετοχή και τη στήριξη των κοινωνιών, χωρίς όμως διολίσθηση στη δημαγωγία, την ανευθυνότητα και τον λαϊκισμό. Χωρίς δηλαδή αυτό να οδηγήσει σε δημοσιονομικό, νομισματικό, αναπτυξιακό και τελικά κοινωνικό και δημοκρατικό εκτροχιασμό. Χωρίς η Ευρώπη να κινδυνεύσει να μην είναι Ευρώπη ως επίπεδο ζωής και θεσμικού και πολιτικού πολιτισμού.
Ταυτόχρονα η Ευρώπη καλείται να χειριστεί τη μεγαλύτερη μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο κρίση της δυτικής στρατηγικής αυτογνωσίας, δηλαδή κρίση ως προς τις θεμελιώδεις παραδοχές των ευρώ – αμερικανικών σχέσεων που είναι κάτι πολύ ευρύτερο από το εμπορικό ισοζύγιο και την κατανομή των δαπανών του ΝΑΤΟ. Έως ότου απαντηθούν αυτά τα υπαρξιακά ερωτήματα χρειάζεται δυστυχώς κάποιος χρόνος. Κυρίως χρειάζεται ενεργοποίηση των κοινωνικών δυνάμεων που σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες αντιλαμβάνονται την ανάγκη προστασίας της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και τη σημασία του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Πρόκειται συμπτωματικά για το διάστημα στο οποίο η Ελλάδα πρέπει να βρει τον ρυθμό της βγάζοντας τον αναπνευστήρα του «υπερπλεονάσματος» και υιοθετώντας έναν στόχο που την κινητοποιεί και την ενώνει ως κοινωνία και ως έθνος. Αυτό είναι ταυτοχρόνως όρος επιβίωσης, αλλά και εγγύηση πραγματικού και όχι ρητορικού προοδευτικού προσανατολισμού της πατρίδας μας.
Το 2019 μας χωρίζουν δύο μόλις χρόνια από τα διακόσια χρόνια της Παλιγγενεσίας του 1821. Οι συνθήκες επιβάλλουν να κινηθούμε με αίσθηση του μακρύ ιστορικού χρόνου. Ξέρουμε ποσό δύσκολο είναι να γίνει αυτό αποδεκτό υπό το βάρος των αναγκών και των φόβων που κυριαρχούν. Αυτός είναι όμως ο μόνος τρόπος να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά».