Η επίκληση του Συντάγματος δεν μπορεί να οδηγεί στον ευτελισμό του. Το Σύνταγμα δεν είναι ένα νομικό κέλυφος που καλύπτει τα πάντα: τους φόβους, τις ανασφάλειες και τις προσδοκίες ή, κατά μείζονα λόγο, τις αυταπάτες, τις φαντασιώσεις, τους παραλογισμούς όποιου το επικαλείται. Κατά συνέπεια, όποιος θεωρεί ότι παραβιάζεται, δεν δικαιούται να εγκληματεί επικαλούμενος το δικαίωμα αντίστασης, διότι αυτή η συμπεριφορά δεν συνιστά επίκληση του Συντάγματος, αλλά βάναυση προσβολή του στο όνομα, δήθεν, του άρθρου 120, υπογραμμίζει ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ Βαγγέλης Βενιζέλος, με αφορμή τα πρόσφατα επεισόδια με πρωταγωνιστές πάσης φύσεως αρνητές που αυτοπαρουσιάζονται ως δήθεν «Θεματοφύλακες του Συντάγματος».
To άρθρο 120, ξεκαθαρίζει ο κ. Βενιζέλος, δεν υπηρετεί τις ανάγκες του ακραίου λαϊκισμού, του ωμού ανορθολογισμού ή της ανεξέλεγκτης γελοιότητας, ούτε θεσπίστηκε ιστορικά ως ευκαιριακό λαϊκιστικό όχημα εκείνων που θέλουν να «εξωραΐσουν» την απροκάλυπτη, οργανωμένη και ενσυνείδητη, με επίταση δηλαδή του δόλου, παραβίαση του νόμου εκ μέρους τους. Την τέλεση εγκλημάτων.
Το Σύνταγμα, σημειώνει στο άρθρο του ο Βαγγέλης Βενιζέλος, είναι προϊόν της Ιστορίας. Είναι το ευρύχωρο αλλά σαφές θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί η φιλελεύθερη, δηλαδή η συνταγματική δημοκρατία. Είναι ο βασικός μηχανισμός που εγγυάται την προστασία του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι το κείμενο που εγκιβωτίζει τις μακροπρόθεσμες διευθετήσεις της κοινωνικής και πολιτικής συμβίωσης. Είναι η βάση και η κορυφή της έννομης τάξης, ο κανόνας αναφοράς που διέπει το σύνολο της δικαιοπαραγωγικής διαδικασίας στην εθνική έννομη τάξη και τις σχέσεις της με τη διεθνή και την ενωσιακή έννομη τάξη.
Το εθνικό Σύνταγμα, όμως, και όλα τα συστήματα κανόνων δικαίου που διεκδικούν υπεροχή στο πεδίο τους, όπως το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της ΕΕ, και συγκροτούν αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε «επαυξημένο Σύνταγμα», είναι πρωτίστως νόμος. Και μάλιστα νόμος αυξημένης τυπικής ισχύος, που υπόκειται σε ιδιαίτερα απαιτητικούς και εκλεπτυσμένους κανόνες και μεθόδους ερμηνείας.
Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της συνταγματικής ύλης είναι πεδίο της δικαστικής ερμηνείας και εφαρμογής της. Αυτό συντελείται διαρκώς μέσω του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και μέσω του δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας και πρωτίστως της συνταγματικότητας των διοικητικών πράξεων. Στο ευρύτερο πλαίσιο του πολυεπίπεδου συνταγματισμού και του «επαυξημένου Συντάγματος», εξίσου σημαντικός, συχνά σημαντικότερος, είναι ο δικαστικός έλεγχος της τυχόν ασυμβατότητας των ουσιαστικών νόμων προς το δίκαιο της ΕΕ και προς το διεθνές δίκαιο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κυρίως την ΕΣΔΑ.
Σε κάθε σύγχρονο συνταγματικό κράτος, στην έννομη τάξη της ΕΕ, στη διεθνή έννομη τάξη, το φαινόμενο της ερμηνευτικής διαφωνίας ως προς το κανονιστικό περιεχόμενο του Συντάγματος και όλων των κανόνων δικαίου είναι η ουσία της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Για τον λόγο αυτό σημασία έχει η απόφαση του τελικά αρμόδιου οργάνου που είναι συνήθως δικαστικό. Ακόμη όμως και όταν αποφαίνεται ένα δικαστικό όργανο, υπάρχουν ένδικα μέσα, διατυπώνονται μειοψηφίες, προβλέπονται δικονομικοί μηχανισμοί διεθνούς δικαστικού ελέγχου κυρίως από το ΔΕΕ και το ΕΔΔΑ.
Παραβιάσεις του Συντάγματος συντελούνται διαρκώς, όπως και παραβιάσεις της ΕΣΔΑ ή του δικαίου της ΕΕ. Αυτές συντελούνται και από τον νομοθέτη, τη διοίκηση ή τα δικαστήρια. Υπάρχουν όμως θεσμικοί μηχανισμοί ελέγχου και επανόρθωσης. Με την πάροδο μάλιστα του χρόνου οι ερμηνευτικές αντιλήψεις μεταβάλλονται και η σχετική νομολογία, εθνική και διεθνής, συχνά μεταστρέφεται.
Το άρθρο 120 δεν θεσπίστηκε ιστορικά ως ευκαιριακό λαϊκιστικό όχημα εκείνων που θέλουν να «εξωραΐσουν» την παραβίαση του νόμου εκ μέρους τους
Ηδη οι νόμοι και οι διοικητικές πράξεις που αφορούν την πανδημία και τα μέτρα αντιμετώπισής της έχουν αχθεί σε πολλαπλούς δικαστικούς ελέγχους, μέσω διαφόρων δικονομικών διαύλων. Η θέση της νομολογίας του ΣτΕ (που εναρμονίζεται με τη νομολογία του ΕΔΔΑ) είναι απολύτως σαφής. Όλα τα μέτρα κρίθηκαν σύμφωνα (για την ακρίβεια μη αντίθετα) προς το Σύνταγμα. Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός των υγειονομικών και των υπηρετούντων στις ΕΜΑΚ, η αναστολή της υπαλληλικής ή εργασιακής σχέσης των ανεμβολίαστων κ.ο.κ.
Όποιος συνεπώς θεωρεί ότι παραβιάζεται το Σύνταγμα μπορεί να ζητήσει δικαστική προστασία σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Δεν δικαιούται όμως να εγκληματεί επικαλούμενος το δικαίωμα αντίστασης. Αυτή η συμπεριφορά δεν συνιστά επίκληση του Συντάγματος αλλά βάναυση προσβολή του στο όνομα δήθεν του άρθρου 120. Αυτό είναι εντυπωσιακά ευκρινές στη γραμματική του διατύπωση: «H τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία».
Κατάλυση του Συντάγματος με τη βία δεν είναι η εφαρμογή του νόμου με τους μηχανισμούς που προβλέπει η ίδια η έννομη τάξη. Κατάλυση του Συντάγματος δεν είναι η ψήφιση ενός νόμου ή η έκδοση μιας διοικητικής πράξης που κάποιοι πολίτες, κάποιοι νομικοί ακόμη και κάποια δικαστήρια θεωρούν ότι πάσχει λόγω αντίθεσης προς το Σύνταγμα. Αυτό ελέγχεται μέσω των υφιστάμενων δικονομικών μηχανισμών, σε τελευταίο βαθμό από τα εθνικά ανώτατα δικαστήρια, αλλά και πέραν αυτών από το ΕΔΔΑ ή κατά περίπτωση από το ΔΕΕ.
Κατάλυση του Συντάγματος είναι το πραξικόπημα, οι πράξεις που συνιστούν εσχάτη προδοσία, όπως αυτή περιγράφεται από τον Ποινικό Κώδικα και μάλιστα σε έκταση τέτοια που να θραύεται ή να τίθεται υπό προφανή διακινδύνευση το γενικό πλαίσιο ισχύος του Συντάγματος και λειτουργίας του πολιτεύματος.
Το άρθρο 120 δεν θεσπίστηκε ιστορικά ως ευκαιριακό λαϊκιστικό όχημα εκείνων που θέλουν να «εξωραΐσουν» την απροκάλυπτη, οργανωμένη και ενσυνείδητη, με επίταση δηλαδή του δόλου, παραβίαση του νόμου εκ μέρους τους. Την τέλεση εγκλημάτων. Την άρνησή τους να συμμορφωθούν στα συνταγματικά τους καθήκοντα και πρωτίστως στο καθήκον εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης, στο καθήκον τήρησης του νόμου και στην υποχρέωση σεβασμού του δικαιώματος των άλλων στην υγεία και τη ζωή. Το άρθρο 120 απαγορεύει ουσιαστικά την επίκληση του Συντάγματος από τους εχθρούς του, δηλαδή από τους εχθρούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας που είναι ευρύχωρη, γενναιόδωρη και ανεκτική, αλλά δεν δικαιούται να είναι αφελής και απροστάτευτη. Δεν δικαιούται να υπνοβατεί.
Το άρθρο 120 δεν μπορεί να εκφωνηθεί ως σύνθημα, όπως η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 114 του Συντάγματος του 1952, αλλά υπηρετεί τον ίδιο σκοπό. Την προστασία του πολιτεύματος. Δεν υπηρετεί τις ανάγκες του ακραίου λαϊκισμού, του ωμού ανορθολογισμού ή της ανεξέλεγκτης γελοιότητας. Συνιστά συνεπώς βαριά προσβολή των ιστορικών και κανονιστικών καταβολών του δικαιώματος αντίστασης, η επίκλησή του από παραβάτες του Συντάγματος.
Υπάρχουν προφανώς πολλοί που θεωρούν ότι δεν αξίζει ο κόπος της χρήσης νομικών και ιστορικών επιχειρημάτων προκειμένου να αντικρουστεί μια άναρθρη προσβολή της έννομης τάξης στο όνομα του ακατάσχετου θράσους κάποιων που «πουλούν τρέλα» βασισμένοι στην υπόθεση ότι η αντίδραση της έννομης τάξης είναι αργή και αναποτελεσματική μέσα σε ένα περιβάλλον ανομίας που ενθαρρύνει την αυτοδικία σε όλα τα επίπεδα. Η Ιστορία όμως διδάσκει ότι οι ιοί που υπονομεύουν τη φιλελεύθερη δημοκρατία, συχνά επωάζονται μέσα στο κλίμα της γελοιότητας, του ανορθολογισμού, της αδιαφορίας για συμπεριφορές που θεωρούνται περιθωριακές.
Το Σύνταγμα της φιλελεύθερης και δικαιοκρατικής δημοκρατίας αντέχει όταν είναι μαχητικό. Όταν έχει επίγνωση και ευαισθησία. Όταν αντιδρά και αυτοπροστατεύεται εγκαίρως. Τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί αδιάφορο όταν υπονομεύει το Σύνταγμα μέσω της προκλητικής επίκλησής του από τους εχθρούς του.