Δέκα χρόνια μετά το συγκλονιστικό «Μάρθα Μάρσι Μέι Μαρλίν», που είχε εντυπωσιάσει κοινό και κριτικούς στο φεστιβάλ Σάντανς, ο Σον Ντέρκιν επανέρχεται με τη «Φωλιά» («The Nest»), ένα δράμα με πρωταγωνιστές τον Τζουντ Λο και την Κάρι Κουν.
Στη νέα ταινία του Ντέρκιν, που έκανε επίσης πρεμιέρα στο Σάντανς πέρσι, ο Τζουντ Λο υποδύεται έναν φιλόδοξο βρετανό χρηματιστή της δεκαετίας του 1980, που διαπρέπει στην Αμερική του Ρίγκαν, αλλά καταστρέφει τον γάμο του όταν αποφασίζει, για λόγους επαγγελματικούς, να μετακομίσει με την αμερικανίδα σύζυγό του, εκπαιδεύτρια αλόγων, και τα παιδιά τους στην θατσερική Βρετανία. (Δείτε το trailer της ταινίας)
Τα υπερατλαντικά ταξίδια δεν ήταν άγνωστα στον Τζουντ Λο. Ισα ίσα. Για λίγους μήνες το 2000, ο βρετανός ηθοποιός δούλευε στο Βερολίνο, όπου συμμετείχε στα γυρίσματα του πολεμικού έπους «Εχθρός προ των Πυλών», του Ζαν Ζακ Ανό. Και τα Σαββατοκύριακα έκανε πρόβες στη Νέα Υόρκη με τον Στίβεν Σπίλμπεργκ για την «Α.Ι. Τεχνητή Νοημοσύνη». Πώς; Κάθε Παρασκευή βράδυ πέταγε με το Concorde στη Νέα Υόρκη και το βράδυ της Κυριακής ξανάμπαινε στο Concorde για να επιστρέψει στο Βερολίνο. «Ημουν αρκετά νέος στον κινηματογράφο τότε», λέει στον Guardian μιλώντας στον Στιβ Ρόουζ με αφορμή τη νέα του ταινία. «Απλώς υπέθετα ότι έτσι γινόταν συνεχώς», συμπληρώνει.
Αλλά δεν γινόταν. Ούτε καν για έναν ηθοποιό όπως ο Τζουντ Λο, που έκτοτε είχε μεγάλη ζήτηση και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Και ήταν μια από τις πρώτες φορές που ένιωσε τις ΗΠΑ σαν ένα πραγματικό μέρος γι’ αυτόν, και όχι σαν μια μακρινή φαντασίωση, που είχε από παιδί.
Τα υπερατλαντικά ζητήματα είναι παρόντα στη νέα ταινία του Τζουντ Λο, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Σον Ντέρκιν. Πρόκειται για ένα κομψό και με πολλές αποχρώσεις, πορτρέτο του διαλυμένου γάμου του Ρόρι (Τζουν Λο) και της Αλισον (Κάρι Κουν). Το πρώτο πλάνο με τα σταθμευμένα αυτοκίνητα του ζευγαριού -η καινούργια ασημένια Mercedes του Ρόρι και το παλιό καφέ Jeep της Αλισον- τα λέει όλα. Στην αρχή της ιστορίας, το ζευγάρι και τα δύο παιδιά τους ζουν άνετα στο Απστέιτ Νιου Γιορκ. Φαίνεται να τα πηγαίνουν πολύ καλά, αλλά ο Ρόρι βλέπει μια επιχειρηματική ευκαιρία στο Λονδίνο. και πείθει την Αλισον να μετακομίσουν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού: «Τα πράγματα έχουν στερέψει για μένα εδώ», της εξηγεί. Και η οικογένεια εγκαθίσταται σε μια σκοτεινή, στοιχειωμένη έπαυλη στο Σάρεϊ, που στην ουσία υπόσχεται όχι μια νέα αρχή αλλά την αρχή του τέλους.
Με υπερατλαντικούς όρους μιλώντας, η ιστορία της «Φωλιάς» εκτυλίσσεται σε μια χρονικά κρίσιμη συγκυρία: συμβαίνει το 1986, όταν ο «έρωτας» του Ρίγκαν και της Θάτσερ βρίσκεται στο απόγειό του και λίγο πριν από την οικονομική απορρύθμιση του λεγόμενου Big Bang, που θα εξομοίωνε σε μεγάλο βαθμό τις χρηματοοικονομικές κουλτούρες ΗΠΑ και Βρετανίας.
Εκτός από προσωπικό δράμα, λοιπόν, είναι επίσης μια σύγκρουση εθνικών χαρακτήρων, γράφει ο Στιβ Ρόουζ στον Guardian: η αποπνικτική, αργή, παραδοσιακή βρετανική νοοτροπία έναντι μιας πιο αποτελεσματικής, ρεαλιστικής αμερικανικής. Το αμερικανικό όνειρο για οικονομικό πλούτο έναντι μιας πιο ταξικής βρετανικής ιδέας για κοινωνική κινητικότητα.
«Στην Αμερική, όλοι πιστεύουν ότι μπορούν να είναι οτιδήποτε. Εδώ πρέπει να συμβιβαστείς με την κοινωνική τάξη στην οποία γεννήθηκες», λέει ο Ρόρι στους συναδέλφους του στο Λονδίνο. Ως υπερατλαντικός διαχειριστής, επιδιώκει να συνδυάσει τα δύο: «Ακριβώς το σωστό μείγμα παλαιών βρετανικών αξιών και νέων αμερικανικών», όπως το τοποθετεί το αφεντικό του.
Στην πραγματικότητα, όμως, όπως συμβαίνει και με τις χρηματοπιστωτικές αγορές, μεγάλο μέρος της επιτυχίας του Ρόρι οφείλεται στην αυτοπεποίθηση και τον κομπασμό, κάτι που δεν ισχύει με τους σκεπτικιστές Βρετανούς. «Πολλά από αυτά που λέει είναι πιθανώς σωστά», λέει ο Τζουντ Λο για τον χαρακτήρα του Ρόρι. «Ισως είναι δύο χρόνια μπροστά από την εποχή του, και θα μπορούσε να είχε βγάλει πολλά χρήματα. Αλλά το να γκρεμίσεις τον τοίχο του “όχι, έτσι κάνουμε τα πράγματα εμείς εδώ”, όπως όλοι γνωρίζουμε, μπορεί να είναι πολύ, πολύ δύσκολο».
Ο Λο γνωρίζει πολύ καλά την αποπνικτική παλιά βρετανική νοοτροπία. «Σίγουρα έχω αναμνήσεις ως παιδί, όχι από την οικογένειά μου αλλά από τους ανθρώπους γύρω μου, και την τρομερή βρετανική συμβουλή: “ Μην υπερεκτιμάς τον εαυτό σου”», λέει στον Στιβ Ρόουζ και συμπληρώνει: «Ξέρεις, το “Μην είσαι πολύ ενθουσιώδης. Φαίνεται ότι σου αρέσει”. Πράγμα που μπορούσε να συντρίψει κάποιον ο οποίος είναι γεννημένος ενθουσιώδης, και σκέφτεται συνεχώς: “Πώς μπορούμε να το κάνουμε αυτό μεγαλύτερο και καλύτερο”…».
Το 1986, ο Λο ήταν 13 ετών και μεγάλωνε στο Μπλάκχιθ στο νότιο Λονδίνο. Η «Φωλιά», γράφει ο Ρόουζ στον Guardian, δεν προσπαθεί να αναδημιουργήσει τη δεκαετία του 1980 πολύ έντονα –ο θεατής βλέπει ένα τηλέφωνο Bang & Olufsen εδώ, μια αφίσα των Cure εκεί- αλλά ορισμένες λεπτομέρειες έφεραν τον Λο πίσω στα νιάτα του. «Οπως η μάρκα των loafers που με έβαλαν να φορέσω. Απλώς το όνομα Bass Weejuns», λέει. Ηταν τα must-have μοκασίνια της εποχής, όπως τα φορούσε ο Μάικλ Τζάκσον στο βίντεο κλιπ του «Thriller». «Θυμάμαι ότι τα έβλεπα να διαφημίζονται εκείνη την εποχή. Αυτό κυρίως δημιούργησε ένα είδος συναισθηματικής μετάβασης περισσότερο από οτιδήποτε άλλο», λέει ο βρετανός σταρ.
Η οπτική του Ντέρκιν είναι επίσης υπερατλαντική, χάρη σε αυτή εμπνεύστηκε τη «Φωλιά», ωστόσο η ιστορία δεν είναι καθόλου αυτοβιογραφική, τονίζει ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης της ταινίας. Η οικογένεια του πατέρα του κατάγεται από το Μπράντφορντ, και ο ίδιος γεννήθηκε στον Καναδά το 1981, (άρα ήταν πολύ νέος για να θυμηθεί την εποχή από πρώτο χέρι). Στη συνέχεια πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Λονδίνο και στο Σάρεϊ πριν μετακομίσει η οικογένειά του στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία 11 ετών.
Οπως συνέβη και στον Λο, η εγκατάσταση της οικογένειας στις ΗΠΑ προκάλεσε στον Ντέρκιν ένα τεράστιο πολιτισμικό σοκ: «Οταν μετακόμισα στη Νέα Υόρκη το 1993, λίγο αργότερα δηλαδή από ό,τι στην ταινία, ήταν σαν να βρέθηκα σε έναν άλλο κόσμο. Δεν ξέρω πώς ή γιατί, αλλά υπήρχε μια εντελώς διαφορετική ενέργεια και διαφορετική νοοτροπία. Ηταν πολύ έντονο και πολύ άμεσο», λέει στον Ρόουζ.
Η «Φωλιά» είναι η πρώτη ταινία του Ντέρκιν μετά τη «Μάρθα Μάρσι Μέι Μαρλίν» (2011) για την ιστορία μιας νεαρής γυναίκας που δραπετεύει από μια θρησκευτική σέχτα. Η ταινία κέρδισε το κορυφαίο βραβείο δράματος στο Σάντανς και έκανε την Ελίζαμπεθ Ολσεν σταρ. Εν τω μεταξύ, έχει γίνει παραγωγός ταινιών άλλων (έχει εταιρεία παραγωγής με τους συναδέλφους του σκηνοθέτες Αντόνιο Κάμπος και Τζος Μοντ). Το 2012 επέστρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο για να σκηνοθετήσει το «Southcliffe», μια μίνι δραματική σειρά τεσσάρων επεισοδίων του Channel Four, βασισμένη χαλαρά στη σφαγή του Χάνγκερφορντ, ένα έγκλημα που είχε συνταράξει τη Βρετανία: Στις 19 Αυγούστου 1987 ένας 27χρονος σκότωσε 16 ανθρώπους στους δρόμους της γενέτειράς του (μια μικρή πόλη του Κεντ) πριν στρέψει το όπλο στον εαυτό του και αυτοκτονήσει.
Ο Σον Ντέρκιν και ο Τζουντ Λο δεν είχαν προσωπική σχέση. Ο Ντέρκιν του έστειλε το σενάριο ελπίζοντας να δεχτεί: «Ηθελα να δουλέψω μαζί του όσο καιρό τον παρακολουθούσα», λέει. «Ο Ρόρι παίρνει μερικές αμφισβητήσιμες αποφάσεις, αλλά ήξερα ότι από κάτω έπρεπε να υπάρχει καρδιά και γενναιοδωρία, και ο Τζουντ είναι αυτό», λέει. Ο βρετανός ηθοποιός δεν πείστηκε αμέσως: «Οταν το διάβασα για πρώτη φορά, δεν μου άρεσε πολύ ο Ρόρι», λέει. «Και τότε συνειδητοποίησα ότι ήταν η δουλειά μου: ok, πρέπει να τον “πουλήσω”. Πώς τον κάνεις ελκυστικό, ακόμα κι αν μερικές φορές οι πράξεις του είναι άστοχες; Δεν συμβαίνει συχνά να παρουσιάζεται αυτό το είδος του ρόλου σε αυτό το είδος έργου», συμπληρώνει.
Η υποδοχή της «Φωλιάς» από κοινό και κριτικούς ήταν λαμπρή, και ήδη η ερμηνεία του Τζουντ Λο θεωρείται μια από τις καλύτερες της καριέρας του μέχρι σήμερα. Θα μπορούσε μάλιστα να είναι ένα σημείο καμπής. Παρά την αδιαμφισβήτητη ομορφιά του, ο Λο δεν ασχολήθηκε με απλούς ρόλους ερωτικού ενδιαφέροντος, αν και στην αρχή της καριέρας του έπαιζε συχνά με τη φυσική του γοητεία: Θυμίζουμε τους ρόλους του Ντίκι στον «Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ» (1999), του ρομπότ ζιγκολό Τζο στην «Α.Ι. Τεχνητή Νοημοσύνη» (2001)και του Αλφι στην ομώνυμη κομεντί (remake) του 2004.
Τα τελευταία χρόνια έχει εμφανιστεί στο θέατρο (το 2009, η ερμηνεία του στον σαιξπηρικό «Αμλετ», στο απαιτητικό Λονδίνο πήρε καλές κριτικές μεν αλλά όχι και στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης, που παίχτηκε στη συνέχεια) και σε σειρές κύρους όπως ο «New Pope», του Πάολο Σορεντίνο. Ταυτόχρονα έχει στραφεί σε ταινίες ειδικών εφέ μεγάλου προϋπολογισμού, και σε ρόλους όπως ο καθηγητής Αλμπους Ντάμπλντορ σε νεότερη ηλικία, στο σύμπαν των «Fantastic Beasts», και o Δρ Γουάτσον στον «Σέρλοκ Χολμς», πλάι στον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ. Και τώρα εργάζεται σε νέα σίκουελ και των δύο, ενώ επίσης παίζει τον Κάπτεν Χουκ σε μια επανέκδοση του «Πίτερ Παν» της Disney.
Με τη «Φωλιά», ο Τζουντ Λο επιστρέφει κατά κάποιον τρόπο σε μια ταινία διαπροσωπικών σχέσεων. Ενώ ο Ρόρι λείπει στο Σίτι του Λονδίνου είναι προφανές ότι η Αλισον δεν περνάει καθόλου καλά στην αγγλική εξοχή. Τριγυρίζει ολομόναχη σε μια δυσοίωνη έπαυλη σαν ηρωίδα σε ταινία τρόμου. «Είναι απομονωμένη σε ένα μεγάλο σπίτι, που τρίζει και κάνει θορύβους. Είναι πιο τρομακτικό στην πραγματική ζωή να βρίσκεσαι εκεί μέσα παρά στην ταινία. Είναι ένα μέρος που ψυχολογικά σε στοιχειώνει», λέει ο Ντέρκιν.
Καθώς η σχέση εξελίσσεται σε ανταλλαγή λεκτικών πυρών και δημόσιους εξευτελισμούς, το ζευγάρι φθάνει τουλάχιστον σε ένα πιο αληθινό σημείο, όπου τελικά βλέπει ο ένας τον άλλο όπως είναι στην πραγματικότητα. «Μεγάλο μέρος της ταινίας αφορά την επικοινωνία», λέει ο Ντέρκιν, «και μια εποχή που οι άνθρωποι απλώς δεν επικοινωνούσαν. Μερικές φορές ξεχνάμε πώς είμαστε σήμερα που όλοι μπορούμε να επικοινωνήσουμε καλύτερα μεταξύ μας», υπογραμμίζει.