Στη μισοάδεια αίθουσα της ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (σε αντίθεση με την προηγούμενη παρουσία του τον Ιούλιο του 2015 / δείτε ΕΔΩ την ομιλία του και τη δευτερολογία του ΕΔΩ), ο Αλέξης Τσίπρας επιχείρησε να παρουσιαστεί ως βασικός εκφραστής -αν όχι επικεφαλής- των δυνάμεων της νέας, δημοκρατικής Ευρώπης που φιλοδοξούν να λειτουργήσουν ως ανάχωμα στην ανόρθωση του σωβινισμού και της πολιτικής Ορμπαν στην ΕΕ.
Με την ομιλία του στην Ευρωβουλή ο έλληνας πρωθυπουργός θέλησε να αυτοπροβληθεί ως το «αντίπαλο δέος» του ξενοφοβικού ούγγρου ομολόγου του, αλλά και να βάλει (για μία ακόμη φορά) κατά των αναξιόπιστων κέντρων αποφάσεων στο εσωτερικό της ΕΕ που, όπως είπε, «κρατούν τα κλειδιά της οικονομικής κυριαρχίας και δεν λογοδοτούν πουθενά».
Παραπέμποντας στο κλίμα που είχε αντιμετωπίσει κατά την πρώτη παρουσία του στο ΕΚ, στις αρχές του Ιουλίου του 2015, τόνισε ότι διαψεύστηκαν όσοι έλεγαν τότε ότι δεν θα τα καταφέρει. Παρέβλεψε ωστόσο το γεγονός ότι τις ημέρες εκείνες δεν είχε βάλει ακόμη την υπογραφή του στο σχέδιο Μέρκελ -ήτοι το τρίτο μνημόνιο- και το μέλλον της Ελλάδας στην ΕΕ κρινόταν σε μία ζαριά.
Χωρίς ίχνος αυτοκριτικής για τις συνέπειες τις περιβόητης τότε «υπερήφανης διαπραγμάτευσης» και την οδυνηρή συνθηκολόγηση στο 17ωρο θρίλερ της 12ης Ιουλίου, ο κ. Τσίπρας μίλησε μόνο για τα λάθη που έγιναν στην αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης και προειδοποίησε για το ζοφερό μέλλον που περιμένει την Ευρώπη σε περίπτωση που επαναληφθούν σε αντίστοιχες κρίσεις.
Ηρθε η ώρα, τόνισε, να εξαχθούν συμπεράσματα για το ποια Ευρώπη θέλουμε και «πώς θα την θωρακίσουμε απέναντι σε ενδεχόμενες νέες κρίσεις στο μέλλον». Το διακύβευμα για την Ευρώπη σήμερα, υπογράμμισε, είναι υπαρξιακού χαρακτήρα, καθώς η μέχρι σήμερα διαχείριση της οικονομικής κρίσης, της προσφυγικής κρίσης, αλλά και της κρίσης ασφάλειας, έχει αναδείξει τεράστια ελλείμματα και αντιφάσεις.
Οι κρίσεις που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση τείνει να τις μετεξελίξει σε δομική κρίση του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, υποστήριξε στην ομιλία του ο Πρωθυπουργός, και ενδεχομενη αποτυχία της να δώσει δημοκρατικές και λειτουργικές απαντήσεις στις σύγχρονες προκλήσεις, «θα έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια τον θρίαμβο του σωβινισμού και την αναζωπύρωση των εθνικιστικών ανταγωνισμών. Θα την καταστήσει μια κατακερματισμένη ήπειρο, χωρίς ενότητα, χωρίς συνοχή, χωρίς διεθνή ρόλο και χωρίς προοπτική».
Για μία ακόμη φορά ο κ. Τσίπρας επεσήμανε ότι, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση, «αντί να γίνει περισσότερο δημοκρατική, αξιοποιώντας τα όποια θεσμικά και πολιτικά εργαλεία απέδιδε η Συνθήκη της Λισαβόνας, έγινε περισσότερο τεχνοκρατική και εθνοκεντρική. Με τις κρίσιμες αποφάσεις να λαμβάνονται πίσω από κλειστές πόρτες άτυπων οργάνων, που δε λογοδοτούν στους Ευρωπαίους πολίτες και κρατιούνται μακριά από αυτούς. Και με σχήματα τεχνοκρατών όπως αυτό της τρόικας να κρατάνε τα κλειδιά της οικονομικής κυριαρχίας και να μη λογοδοτούν πουθενά».
Παρ΄όλα αυτά, τόνισε, η ελληνική κοινωνία έδειξε υπομονή και επιμονή στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, ακόμη και όταν η ίδια η Ευρώπη ή έστω η κυρίαρχη έκφρασή της, πολλές φορές πλήγωνε και υποτιμούσε τον ελληνικό λαό. «Ας προσπαθήσουμε λοιπόν από την οκταετή αυτή ελληνική κρίση, που αφήνουμε πισω μας, να βγάλουμε όλοι τα συμπεράσματά μας», κάλεσε τα μέλη του ΕΚ ο Πρωθυπουργός.
Αιχμηρή για τους εταίρους της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, ήταν η αναφορά του για το Μεταναστευτικό:
«Την ώρα που άλλες χώρες παραβίαζαν μονομερώς τις ευρωπαϊκές αποφάσεις και ύψωναν φράκτες (σ.σ. η Ουγγαρία του Βίκτορ Ορμπαν) , η οικονομικά χτυπημένη Ελλάδα αντιστάθηκε στις σειρήνες του μίσους. Οι τοπικές κοινωνίες έδωσαν μαθήματα ανθρωπιάς και η κοινωνία των πολιτών κινητοποιήθηκε αποτελεσματικά σε συνεργασία με το κράτος, την ΕΕ και τους διεθνείς οργανισμούς».
«Σήμερα», σημείωσε, «η Υπηρεσία Ασύλου, που δεν υπήρχε καν πριν πέντε χρόνια, διαχειρίζεται τον 1ο σχετικά με τον πληθυσμό αριθμό αιτούντων στην Ευρώπη. Παράλληλα, η Ελλάδα, με την σημαντική γεωπολιτική της θέση, συνεισφέρει καθοριστικά στην ειρήνη και τη σταθερότητα σε μια ευρύτατα αποσταθεροποιημένη περιοχή».