Ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας κατά την επίδοση της Ενδιάμεσης Εκθεσης στον πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση | Γραφείο Τύπου Βουλής
Επικαιρότητα

Στουρνάρας: Εξοδος «ναι», αλλά με προληπτικό πρόγραμμα στήριξης

Τα «πρέπει» και «δεν πρέπει» για την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας μετά την έξοδο από το Μνημόνιο 3 απαριθμεί η Τράπεζα της Ελλάδος στην Ενδιάμεση Εκθεση για τη Νομισματική Πολιτική - Αιχμηρή αντίδραση από Μαξίμου
Protagon Team

Την ανάγκη να υλοποιηθεί ομαλά και σύμφωνα με το προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων, να νομοθετηθούν εγκαίρως και να εφαρμοστούν τα μέτρα που συμφωνήθηκαν στην τρίτη αξιολόγηση και να γίνει επαρκής προετοιμασία για την έγκαιρη ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης που θα σηματοδοτήσει το τέλος του προγράμματος, υπογραμμίζει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Ενδιάμεση Εκθεση για τη Νομισματική Πολιτική και παράλληλα τάσσεται υπέρ της υιοθέτησης ενός προγράμματος προληπτικής στήριξης για τη μετά μνημόνιο εποχή.

Ουσιαστικά ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, εισηγείται την ένταξη της χώρας σε προληπτικό πρόγραμμα στήριξης, καθώς όπως εκτιμά, η ύπαρξη ενός τέτοιου πλασίου «μπορεί να δράσει υποστηρικτικά για την ελληνική οικονομία μειώνοντας το κόστος δανεισμού», παρέχοντας ασφάλεια σχετικά με την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου σε χρηματοδότηση μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.

Από την επίδοση της Εκθεσης της ΤτΕ στον πρόεδρο της Βουλής/ Γραφείο Τύπου Βουλής

Η σχετική εισήγηση δεν φάνηκε να αρέσει στο Μαξίμου, που μέσω των γνωστών «πηγών», σχολίασε δηκτικά: «Επειδή ένας αποτυχημένος υπουργός Οικονομικών τότε και μια αποτυχημένη κυβέρνηση, είχαν θέσει ως βέλτιστη εκδοχή, όχι την έξοδο στις αγορές με ευνοϊκά επιτόκια, αλλά τη γραμμή στήριξης, δε σημαίνει ότι μια πετυχημένη κυβέρνηση δε θα τα καταφέρει πολύ καλύτερα. Ήδη όλες οι ενδείξεις, αυτό αποδεικνύουν».

Στην Έκθεση της ΤτΕ (δείτε την ολόκληρη εδώ: Ενδιάμεση Εκθεση ΤτΕ) γίνεται επίσης ιδιαίτερη αναφορά στην ενίσχυση της ανάκαμψης, με ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ 1,6%, 2,4% και 2,5% για τα έτη 2017, 2018 και 2019 αντίστοιχα.

Σε κάθε περίπτωση ο κεντρικός τραπεζίτης υπογραμμίζει ότι οι εξελίξεις τους επόμενους μήνες θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμες, διότι θα επιδράσουν καθοριστικά στην πορεία της οικονομίας για πολλά χρόνια.

Πιο αναλυτικά:

Εξελίξεις και προοπτικές: ανακοπή της ύφεσης – θετικές προβλέψεις

Η παρούσα Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική -σημειώνεται- υποβάλλεται σε μια περίοδο κατά την οποία επιτεύχθηκε τεχνική συμφωνία (Staff Level Agreement) με τους Θεσμούς για την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης του προγράμματος. Η πρόοδος στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής έχει θετικές επιδράσεις στην εμπιστοσύνη, τη ρευστότητα και την οικονομική δραστηριότητα.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, η θετική πορεία της οικονομίας αντικατοπτρίζεται όχι μόνο στα στοιχεία του ΑΕΠ, αλλά και σε μια σειρά από σημαντικούς δείκτες οικονομικής δραστηριότητας, όπως η βιομηχανική παραγωγή, οι λιανικές πωλήσεις, οι ροές εξαρτημένης απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και οι ξένες άμεσες επενδύσεις, καθώς και σε δείκτες προσδοκιών, όπως ο δείκτης PMI στη βιομηχανία και ο δείκτης οικονομικού κλίματος. Παράλληλα, βελτιωμένες ήταν οι επιδόσεις και στο χρηματοπιστωτικό τομέα: οι τραπεζικές καταθέσεις του μη χρηματοπιστωτικού ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν, η μείωση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς το μη χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό τομέα επιβραδύνθηκε, ενώ και η εξάρτηση των τραπεζών από την κεντρική τράπεζα περιορίστηκε σταδιακά.

Επίσης, οι αποδόσεις των κρατικών τίτλων κατέγραψαν υποχώρηση και η καμπύλη αποδόσεων εξομαλύνθηκε σε συνέπεια με τη σταδιακή βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος στη χώρα. Έτσι, κατέστη δυνατόν να εκδοθεί νέος πενταετής τίτλος από το Ελληνικό Δημόσιο για πρώτη φορά από το 2014, ενώ στα τέλη του έτους δόθηκε η δυνατότητα ομαδοποίησης των τίτλων που είχαν εκδοθεί στο πλαίσιο του PSI ώστε να αυξηθεί η ρευστότητά τους. Η συμμετοχή των επενδυτών στην εν λόγω ομαδοποίηση ανήλθε σε 86%.

Προβλέψεις για επιτάχυνση της ανάπτυξης τη διετία 2018-2019

Τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα δεδομένα, αναφέρουν οι συντάκτες της Εκθεσης, συντείνουν στην εκτίμηση ότι η ανάκαμψη θα επιταχυνθεί τους ερχόμενους μήνες. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, αναμένεται ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας μεσοπρόθεσμα. Προβλέπονται ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ 1,6%, 2,4% και 2,5% για τα έτη 2017, 2018 και 2019 αντίστοιχα. Η ανάκαμψη της οικονομίας το 2017 αποδίδεται κατά κύριο λόγο στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, ως αποτέλεσμα της βελτίωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας, της ανάκαμψης του διεθνούς εμπορίου και της χαλάρωσης των κεφαλαιακών περιορισμών. Η άνοδος της εξωτερικής ζήτησης ενισχύει τη βιομηχανική παραγωγή και συμβάλλει στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης.

Ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να επιταχυνθεί το 2018 και το 2019, με τη συμβολή των εξαγωγών, της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων να είναι σημαντική. Η κατανάλωση αναμένεται να ανακάμψει, ωθούμενη κυρίως από την αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών λόγω της ανόδου της απασχόλησης. Η συμβολή των επενδύσεων αναμένεται θετική, κυρίως λόγω της αύξησης των επιχειρηματικών επενδύσεων, η οποία αντανακλά τη σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, ενώ οι εξαγωγές αναμένεται να διατηρήσουν τη δυναμική τους, αντανακλώντας την άνοδο της εξωτερικής ζήτησης και την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας. Οι προβλέψεις αυτές βασίζονται στην παραδοχή ότι το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων θα υλοποιηθεί ομαλά και σύμφωνα με το καθορισμένο χρονοδιάγραμμα.

Κίνδυνοι και προκλήσεις

Οι εξελίξεις τους επόμενους μήνες θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμες, γιατί θα επιδράσουν καθοριστικά στην πορεία της οικονομίας για πολλά χρόνια. Μετά από οκτώ χρόνια επώδυνης προσαρμογής, η οικονομία βρίσκεται σήμερα σε κατάσταση που επιτρέπει θετικές προσδοκίες για το μέλλον. Για να υλοποιηθούν όμως οι προσδοκίες αυτές, πρέπει μέσα στους προσεχείς μήνες να σχεδιαστεί η ομαλή κατάληξη της “περιόδου των προγραμμάτων” και η επαναφορά στην ομαλότητα. Οι προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσα σ’ αυτό το σύντομο διάστημα είναι:

• η διεύρυνση και εμπέδωση της εμπιστοσύνης, που θα επιτρέψει την επάνοδο στις χρηματοπιστωτικές αγορές με διατηρήσιμους όρους μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018,

• η υλοποίηση των μέτρων του προγράμματος χωρίς καθυστερήσεις,

• η καλή προετοιμασία για την έγκαιρη ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης, που θα σηματοδοτήσει το τέλος του προγράμματος,

• οι διαπραγματεύσεις για τη ρύθμιση του χρέους και για τους όρους της εποπτείας μετά τη λήξη του προγράμματος,

• η πλήρης άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων (σε συνάρτηση με τη βελτίωση της οικονομίας και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης), η οποία θα βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα και θα βοηθήσει στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων.

Καθυστερήσεις ή εμπλοκές στα παραπάνω ζητήματα θα δυσχεράνουν την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, θα θέσουν σε δοκιμασία την πορεία εξόδου από την κρίση και θα υπονομεύσουν τις αισιόδοξες προβλέψεις. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και εξωτερικοί κίνδυνοι, οι οποίοι συνδέονται με:

• την πιθανή αύξηση της αποστροφής των επενδυτών προς τον κίνδυνο λόγω αναταράξεων στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές,

• την εντεινόμενη πολιτική αβεβαιότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κυρίως λόγω της αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας στη Γερμανία, καθώς και λόγω των καθυστερήσεων στην ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τους όρους του Brexit,

• ευρύτερους γεωπολιτικούς παράγοντες (προσφυγική κρίση, Βόρειος Κορέα κ.λπ.).

Τραπεζικό σύστημα – βελτίωση της ρευστότητας και αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων

Στη διάρκεια του 2017, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τραπεζικών πιστώσεων τόσο προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις όσο και προς τα νοικοκυριά ήταν κατά μέσο όρο λιγότερο αρνητικός το δεκάμηνο του 2017 από ό,τι την αντίστοιχη περίοδο του 2016. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην υποχώρηση των δανειακών επιτοκίων, ενώ σημαντική θετική επίδραση στην πιστοδοτική δραστηριότητα των τραπεζών άσκησε και η βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας.

Παράλληλα, συνεχίστηκε η επιστροφή καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, με επανακατάθεση τραπεζογραμματίων κυρίως από τις επιχειρήσεις και επαναπατρισμό κεφαλαίων που είχαν τοποθετηθεί στο εξωτερικό. Ειδικότερα, οι τραπεζικές καταθέσεις του μη χρηματοπιστωτικού ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν κατά 2,6 δισεκ. ευρώ την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου του 2017 και διαμορφώθηκαν σε 121 δισεκ. ευρώ. Επιπλέον, συνεχίστηκε ο περιορισμός της εξάρτησης των τραπεζών από το μηχανισμό έκτακτης παροχής ρευστότητας της Τράπεζας της Ελλάδος. Τον Οκτώβριο του 2017 τρεις τράπεζες επέστρεψαν στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, για πρώτη φορά μετά το 2014, με την έκδοση καλυμμένων ομολογιών.

Η αναμενόμενη ενδυνάμωση της οικονομικής ανάκαμψης και η περαιτέρω ενίσχυση της εμπιστοσύνης με την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, αλλά και η επίτευξη περαιτέρω προόδου στην αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο τραπεζικό σύστημα, η οποία επίσης θα τονώσει την εμπιστοσύνη προς τις τράπεζες, θα διευρύνουν τις δυνατότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων να συγκεντρώσουν χρηματοδοτικούς πόρους με την προσέλκυση καταθέσεων λιανικής, την πρόσβαση στη διασυνοριακή διατραπεζική αγορά και την έκδοση χρεογράφων.

Οι εξελίξεις αυτές θα συντελέσουν, σε συνδυασμό με τα προγράμματα συγχρηματοδότησης με βάση κοινοτικούς πόρους τα οποία διαχειρίζονται η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και άλλοι οργανισμοί, στην ενίσχυση των δυνατοτήτων του τραπεζικού συστήματος να πιστοδοτήσει την ελληνική οικονομία, ενώ εύλογα αναμένεται αύξηση της ζήτησης πιστώσεων, μεταξύ άλλων εξαιτίας της προβλεπόμενης αποκλιμάκωσης του κόστους τραπεζικού δανεισμού σε μεγάλο βαθμό λόγω συρρίκνωσης του περιθωρίου διαμεσολάβησης.

Βελτίωση των αποτελεσμάτων των τραπεζών

Συνολικά, οι εξελίξεις όσον αφορά τα αποτελέσματα και την ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων των τραπεζών ήταν θετικές, εκτιμά η ΤτΕ. Στο εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2017 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν οριακά κέρδη προ φόρων. Ειδικότερα, τα κέρδη προ φόρων διαμορφώθηκαν σε 287 εκατ. ευρώ, βελτιωμένα σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2016. Ο σχηματισμός προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο αυξήθηκε το εννεάμηνο σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2016, ενώ οι λοιπές ζημίες απομείωσης παρέμειναν αμετάβλητες. Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια για το σύνολο του συστήματος, το Σεπτέμβριο του 2017 ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1), σε ενοποιημένη βάση, ανήλθε σε 17,1% (Δεκέμβριος 2016: 16,9%) και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 17,2% (Δεκέμβριος 2016: 17%).

Υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων

Το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) μειώθηκε κατά 7,6% (ή 8,2 δισεκ. ευρώ) το Σεπτέμβριο του 2017 συγκριτικά με το Μάρτιο του 2016 (όταν τα ΜΕΑ έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδο) και διαμορφώθηκε σε 100,4 δισεκ. ευρώ ή 44,6% των συνολικών ανοιγμάτων. Η βελτίωση κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2017 ήταν αποτέλεσμα κυρίως διαγραφών δανείων, ενώ θετικά συνέβαλε στη μείωση και η πώληση δανείων εκ μέρους των τραπεζών. Οι πωλήσεις δανείων συνεχίστηκαν και το δ’ τρίμηνο του έτους. Με βάση τις εκθέσεις προόδου που έχει δημοσιεύσει η Τράπεζα της Ελλάδος, κρίνεται επαρκής η πρόοδος ως προς τους στόχους αποτελεσμάτων. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι ο στόχος μείωσης των ΜΕΑ για τα δύο επόμενα έτη αυξάνεται σημαντικά, γεγονός που συνεπάγεται την ανάγκη ενίσχυσης των προσπαθειών των τραπεζών και αξιοποίησης του συνόλου των διαθέσιμων εργαλείων για εξυγίανση του ιδιωτικού χρέους.

Όσον αφορά την επιχειρηματική πίστη, υπενθυμίζεται ότι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ως ποσοστό των συνολικών ανοιγμάτων παραμένουν συγκριτικά σε υψηλότερο επίπεδο για τις επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους. Επίσης, υψηλότερα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παρατηρούνται στους κλάδους του εμπορίου, των κατασκευών και της μεταποίησης, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη έκθεση σε δανεισμό. Πάντως, οι συσσωρευμένες προβλέψεις των τραπεζών επαρκούν για να καλύψουν το ήμισυ του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους, ενώ το υπόλοιπο καλύπτεται πολύ ικανοποιητικά (σε ποσοστό που προσεγγίζει το 100%) από την αξία (βάσει συντηρητικών αποτιμήσεων) των εμπράγματων εξασφαλίσεων που έχουν λάβει οι τράπεζες έναντι των προβληματικών δανείων τους.

Μια οικονομική πολιτική που θα στοχεύει στην ανάπτυξη

Πέρα από τις βραχυπρόθεσμες ευκαιρίες και τους κινδύνους, επισημαίνεται ότι η μακρόχρονη οικονομική κρίση έχει αναδείξει σημαντικές προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, προκειμένου η ελληνική οικονομία να επιστρέψει σε διατηρήσιμη ανάπτυξη. Οι προκλήσεις αυτές είναι:

• η υψηλή και επίμονη μακροχρόνια ανεργία,

• το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων,

• η υστέρηση των επενδύσεων,

• το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος και

• η διατηρούμενη, ακόμη, σε υψηλά επίπεδα φοροδιαφυγή.

Οι προκλήσεις αυτές πρέπει να αντιμετωπιστούν προκειμένου να διασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή, να διατηρηθεί το υψηλό επίπεδο του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας, να διευκολυνθούν η χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, η επιχειρηματικότητα και η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων και να ενισχυθεί ο μεσομακροπρόθεσμος δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Το τέλος του προγράμματος προσαρμογής, εφόσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις που έχουν επισημανθεί, μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για τη στροφή της οικονομικής πολιτικής σε αναπτυξιακή κατεύθυνση. Η πολιτική αυτή πρέπει πάση θυσία να μην επαναλάβει λάθη του παρελθόντος και να επικεντρωθεί στην προσπάθεια δημιουργίας των συνθηκών που θα οδηγήσουν σε ταχεία διατηρήσιμη ανάπτυξη, αντιμετωπίζοντας τις μεγάλες προκλήσεις που προαναφέρθηκαν.

Συνεπώς, όπως υπογραμμίζεται, η οικονομική πολιτική από εδώ και στο εξής πρέπει να επικεντρωθεί στα εξής:

1. Επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων. Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέχρι στιγμής, πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων και των μεταρρυθμίσεων. Οι ιδιωτικοποιήσεις οι οποίες βρίσκονται σε ώριμη φάση πρέπει να ολοκληρωθούν γρήγορα. Προκειμένου να προσελκυστούν τόσο εγχώριες όσο και ξένες επενδύσεις, πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις μεταρρυθμίσεις που ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, όπως στη μείωση των εμποδίων εισόδου στους κλάδους δικτύων υποδομών, στο λιανικό εμπόριο και στα ελεύθερα επαγγέλματα, αλλά και στην αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, στη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης και στη μείωση της γραφειοκρατίας.

2. Υιοθέτηση ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι φιλικότερο προς την ανάπτυξη. Πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην περικοπή των μη παραγωγικών δαπανών και στην αύξηση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης της περιουσίας του Δημοσίου. Αυτό είναι σημαντικό, καθώς, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, η περιουσία του Δημοσίου στην Ελλάδα είναι από τις μεγαλύτερες ως ποσοστό του ΑΕΠ στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ. Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα και της φορολογικής διοίκησης, προκειμένου να καταπολεμηθεί η παραοικονομία και η φοροδιαφυγή και να διευρυνθεί η φορολογική βάση, θα έχει ως αποτέλεσμα την πιο δίκαιη κατανομή των δημοσιονομικών βαρών και θα διευκολύνει τη μείωση των υπερβολικά υψηλών φορολογικών συντελεστών.

3. Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των στρατηγικών κακοπληρωτών, που εμποδίζει το τραπεζικό σύστημα να χρηματοδοτήσει την οικονομική ανάπτυξη. Παράλληλα, το 2018 οι τράπεζες καλούνται να προσαρμοστούν σε νέες προκλήσεις, με κυριότερες την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 (IFRS 9), την αυστηροποίηση στο χειρισμό των προβλέψεων για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και τη διενέργεια της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων από την ΕΚΤ. Συνεπώς, στο αμέσως προσεχές διάστημα οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και ιδανικά να τους ξεπεράσουν, ιδίως τώρα που η οικονομία έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Επιπλέον, οι τράπεζες πρέπει να επωφεληθούν από τις αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο (π.χ. αδειοδοτήσεις εταιριών διαχείρισης πιστωτικών απαιτήσεων, λειτουργία ηλεκτρονικής πλατφόρμας για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών, λειτουργία της πλατφόρμας για τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς ακινήτων κ.ά.) και να αξιοποιήσουν όλα τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους, προκειμένου να επιταχύνουν τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Στις συνθήκες αυτές επιβάλλεται να διευρύνουν το ταχύτερο δυνατόν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις.

4. Βελτίωση της ποιότητας και διασφάλιση της ορθής λειτουργίας και ανεξαρτησίας των θεσμών. Όσον αφορά τις ανεξάρτητες αρχές και άλλους αντίστοιχους θεσμούς, είναι σημαντικό να ενισχυθεί η διοικητική και οικονομική αυτονομία τους και να διασφαλιστεί ο σεβασμός στην ανεξαρτησία τους παράλληλα με την αυξημένη λογοδοσία τους προς τη Βουλή. Οι αποτελεσματικοί θεσμοί βελτιώνουν τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και προάγουν την οικονομική ανάπτυξη, καθώς επηρεάζουν τα κίνητρα των ατόμων και των επιχειρήσεων όσον αφορά τις επενδύσεις σε υλικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, σε τεχνολογία και στην οργάνωση της παραγωγής.

5. Άρση διαφόρων εμποδίων στις επενδύσεις. Πέραν της βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και της μείωσης της φορολογίας, είναι απαραίτητη η αποφασιστική και οριστική άρση των εμποδίων που ορθώνουν διάφορα μικρά ή μεγάλα οργανωμένα συμφέροντα και ομάδες και τα οποία επιδεινώνουν το επιχειρηματικό κλίμα και παρακωλύουν την υλοποίηση νέων επενδύσεων και ιδιωτικοποιήσεων, ακόμη και αυτών που έχουν ήδη εγκριθεί.

6. Αντιμετώπιση του υψηλού δημόσιου χρέους. Χρειάζονται αποφασιστικές και συγκεκριμένες ενέργειες για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους στη βάση των αποφάσεων του Eurogroup του Ιουνίου 2017. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει καταθέσει συγκεκριμένη πρόταση ήπιας αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους, η οποία συνεπάγεται αμελητέο κόστος για τους εταίρους και προβλέπει, μεταξύ άλλων, μετάθεση της μέσης σταθμικής διάρκειας αποπληρωμής των τόκων των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) κατά 8,5 χρόνια τουλάχιστον.

7. Στήριξη των ανέργων και ενίσχυση των προγραμμάτων απασχόλησης και κατάρτισης. Καθώς η ανεργία παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα, είναι σημαντικό να δοθεί άμεση στήριξη στους ανέργους και σε όσους έχουν οριακή σύνδεση με την αγορά εργασίας μέσω της εφαρμογής ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης και μέσω στοχευμένων κοινωνικών μεταβιβάσεων με σκοπό την αντιστάθμιση της προσωρινής απώλειας εισοδήματος και τη μείωση του χρόνου παραμονής στην ανεργία. Μεσοπρόθεσμα πρέπει να δοθεί έμφαση στις πολιτικές αναβάθμισης δεξιοτήτων και επανεκπαίδευσης ώστε οι άνεργοι να μπορέσουν να ξαναβρούν εργασία.

Τι πρέπει να γίνει

Σήμερα, τονίζεται στην Εκθεση, είναι επιτακτική ανάγκη να υλοποιηθεί ομαλά και σύμφωνα με το προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων, να νομοθετηθούν εγκαίρως και να εφαρμοστούν τα μέτρα που συμφωνήθηκαν στην τρίτη αξιολόγηση και να γίνει επαρκής προετοιμασία για την έγκαιρη ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης που θα σηματοδοτήσει το τέλος του προγράμματος. Αυτά είναι σημαντικά βήματα που θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη και θα συμβάλουν στη βελτίωση της πιστοληπτικής διαβάθμισης της χώρας, επιτρέποντας τη διατηρήσιμη πρόσβαση στις αγορές με ευνοϊκούς όρους μετά το τέλος του προγράμματος.

Εξίσου σημαντικά για την εμπέδωση της εμπιστοσύνης μεσοπρόθεσμα είναι: (α) η εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του χρέους – κάτι τέτοιο θα καταστήσει δυνατή την πρόσβαση της χώρας στις αγορές ομολόγων με βιώσιμους όρους και, δευτερευόντως, θα διευκολύνει την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ – και (β) η αποσαφήνιση της μορφής που θα λάβει η στήριξη της ελληνικής οικονομίας μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος.

Σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο της ΕΕ, όπως είναι ήδη γνωστό, η Ελλάδα θα βρίσκεται σε καθεστώς εποπτείας, το οποίο θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρις ότου η Ελλάδα αποπληρώσει το 75% των επίσημων δανείων που έχει λάβει από χώρες της ευρωζώνης, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM). Ωστόσο, πρέπει να αποσαφηνιστεί κατά πόσον θα υπάρχει, και υπό ποιους όρους, ένα ενδεχόμενο “προληπτικό πρόγραμμα στήριξης”. Η ύπαρξη ενός τέτοιου προληπτικού πλαισίου στήριξης εκτιμάται ότι μπορεί να δράσει υποστηρικτικά για την ελληνική οικονομία μειώνοντας το κόστος δανεισμού, καθώς θα παρέχει ασφάλεια σχετικά με την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου σε χρηματοδότηση μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Κάτι τέτοιο θα τονώσει την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, διότι αυτοί θα γνωρίζουν ότι η οικονομική πολιτική είναι και θα παραμείνει συνετή, αποκλείοντας την επανεμφάνιση των ανισορροπιών.

Η αποσαφήνιση της μορφής που θα λάβει η στήριξη της ελληνικής οικονομίας μετά το τέλος του προγράμματος είναι σημαντική, στην περίπτωση που μέχρι τότε δεν θα έχει βελτιωθεί η πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας, και για έναν πρόσθετο λόγο: για να μην απολεσθεί η δυνατότητα των ελληνικών ομολόγων (α) να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και (β) να συμμετάσχουν στις αγορές ομολόγων της ΕΚΤ στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE), είτε στην κανονική του διάρκεια είτε στη διάρκεια της επανεπένδυσης σε νέους τίτλους.

Οι δράσεις αυτές θα βελτιώσουν το επενδυτικό και επιχειρηματικό κλίμα και θα προσελκύσουν εγχώριες και ξένες άμεσες επενδύσεις. Παράλληλα, θα διευκολύνουν την επιστροφή στη χρηματοπιστωτική κανονικότητα, την οριστική άρση των κεφαλαιακών περιορισμών και τη διατηρήσιμη ανάκαμψη της οικονομίας μετά από οκτώ χρόνια θυσιών, ύφεσης και στασιμότητας που έχουν επιτείνει τις κοινωνικές ανισότητες.