Το Βρετανικό Μουσείο αποφάσισε να διερευνήσει λεπτομερώς την ιστορία των αντικειμένων που βρίσκονται στην κατοχή του, τα οποία διεκδικούν άλλες χώρες, όπως π.χ. τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Για αυτό τον λόγο προσέλαβε μία επιμελήτρια, η οποία δεν έχει καταφέρει ακόμα να ξεκινήσει δουλειά, λόγω του κορονοϊού. Η πρόσληψη έγινε τον περασμένο Μάρτιο, σύμφωνα με τους Times.
Η Ισομπελ ΜακΝτόναλντ θα μελετήσει ενδελεχώς την ιστορία των περισσότερων από τα οκτώ εκατομμύρια αντικείμενα που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Καθώς πολλά από αυτά αποκτήθηκαν στα χρόνια της αποικιοκρατίας, ανάμεσα στις χώρες που ζητούν να τους επιστραφούν, πέραν της Ελλάδας, βρίσκονται η Γκάνα, η Αιθιοποία, η Νιγηρία και άλλες αφρικανικές χώρες, ενώ πολλά διεκδικούν πολλοί γηγενείς πληθυσμοί σε διάφορα μέρη του κόσμου.
Η ΜακΝτόναλντ θα εξετάσει πώς βρέθηκαν τα πολύτιμα αυτά αντικείμενα στο Βρετανικό Μουσείο, από την ίδρυσή του, το 1759. Ιδιαίτερη προσοχή θα δώσει στη συλλογή που δώρισε στο μουσείο ο Χανς Σλόαν, ενας γιατρός που πλούτισε χάρη στο δουλεμπόριο.
Σύμφωνα με τους αρμόδιους του Βρετανικού Μουσείου, η ΜακΝτόνανλντ προσελήφθη για να διερευνήσει τα «μοτίβα» των συλλογών, όμως αναμένεται ότι «ζητήματα όπως ο ρόλος του δουλεμπορίου και της αυτοκρατορίας θα σχετίζονται με μέρος της έρευνας».
Εκπρόσωπος του μουσείου είπε ότι ο βασικός σκοπός της έρευνας της επιμελήτριας είναι «να εκπονήσει μία υψηλού επιπέδου ανάλυση της ιστορίας των συλλογών του μουσείου, τα τελευταία 250 χρόνια και να τις τοποθετήσει σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο».
Πρόσθεσε επίσης ότι η έρευνα «θα καλύψει τόσο διεκδικούμενα αντικείμενα όσο και μη διεκδικούμενα. Δεν είναι όμως ο σκοπός του ρόλου της να εξετάσει τις συγκεκριμένες ιστορίες των διεκδικούμενων αντικειμένων».
Το 2019, η ΜακΝτόναλντ, που ήταν καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, δημοσίευσε την διδακτορική της διατριβή με θέμα έναν από τους μεγάλους δωρητές βρετανικών μουσείων, τον Γουίλιαμ Μπάρελ. Ο εφοπλιστής είχε δωρίσει την συλλογή του από 9.000 αντικείμενα τέχνης στην πόλη της Γλασκώβης, το 1944.
Η ίδια είπε ότι όσον αφορά το Βρετανικό Μουσείο, ελπίζει πως «θα αναπτύξει έναν διαφορετικό τρόπο για να δούμε την ιστορία ενός τόσο σημαντικού θεσμού, που θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε καλύτερα πώς συγκεντρώθηκε η συλλογή του».