Η ευτυχία των αδάμαστων γραφιάδων, η δυστυχία εκείνων που έχουν μπει στη θέση των στόχων και βάλλονται. Οι πρώτοι ζουν ακόμη και μετά θάνατον, οι δεύτεροι εγκαταβιώνουν στη σκήτη της μισής αλήθειας που έφτιαξαν για τους εαυτούς τους και ποτέ δεν είναι αρκετή για τους να τους καλύψει τα νώτα. Ας αρχίσουμε από τα βασικά: ο Κρίστοφερ Χίτσενς, ο εκλεκτός βρετανός δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος, μετρ της αντίρρησης και διανοούμενος της υψηλής αριστοκρατίας του πνεύματος, δεν είναι κοντά μας. Ο μοναδικός που κατάφερε να τον νικήσει ήταν ο καρκίνος. Αν και του έδωσε να καταλάβει με το έξοχο «Πριν το τέλος» (εκδ. Μεταίχμιο) όπου με τρόπο εκλεκτικά σαρκαστικό δίνει στη ζωή τον έσχατο, αλλά και πιο σημαντικό ρούμπο.
Μπορεί να έχει φύγει, αλλά τα κείμενά του παραμένουν ενεργά. Επανεκδόσεις, συζητήσεις γύρω από το έργο του, αναθύμηση των πύρινων άρθρων του στην αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal και στο Vanity Fair. Ανεκδοτολογικά γεγονότα από την εποχή που αποκαθήλωνε, αυτός ο ένθερμος αριστερός, τον Νόαμ Τσόμσκι, την Σούζαν Σόνταγκ, τον Γκορ Βιντάλ και τον Εντουαρντ Σαΐντ, διότι την κρίσιμη στιγμή, τότε που κρίνονται οι προθέσεις ενός εκάστου, δεν πήραν θέση όταν ο Σαλμάν Ρουσντί κινδύνευε από τους φανατικούς μουσουλμάνους του Αγιατολάχ Χομεϊνί λόγω της έκδοσης των «Σατανικών στίχων».
Αντισυμβατικός; Ναι. Καθηλωτικός; Το δίχως άλλο. Εκκεντρικός; Σαφώς. Εχουμε να κάνουμε με έναν μετρ της πρόκλησης που δεν φοβόταν να εκτεθεί και να εκθέσει. Και τώρα, μέσα στις γιορτές, βγαίνει μια post mortem συλλογή δοκιμίων –η έκτη κατά σειρά- με τον εύγλωττο τίτλο «And Yet…». Λες και υποδηλώνει ότι το παιχνίδι παίζει ακόμη –έστω και αν ο βασικός παίκτης αποφάσισε να φύγει από το γήπεδο και να ανέβει προς τους ουρανούς.
Οπως πολύ σωστά σημειώνει ο Τιμ Ανταμς στην εφημερίδα Guardian, ας ελπίσουμε πως ο Χίτσενς άφησε γραπτές οδηγίες για το πώς θα διαβάσουμε το παρόν βιβλίο, καθώς, ω του θαύματος, εμφανίστηκε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων εν μέσω εορταστικής πανήγυρης. Τι το κακό έχει αυτό; Χμ, ο Χίτσενς, αν απεχθανόταν κάτι, και απεχθανόταν πολλά, ήταν το εμπορικό και κερδώο πνεύμα των Χριστουγέννων. Aλλη μια χροιά αποδόμησης που άφησε ως… παρακαταθήκη στους μελλοντικούς μελετητές του.
Μα, βέβαια τίποτα δεν θα πρέπει να προκαλεί εντύπωση: όταν ο Κρίστοφερ Χίτσενς αποφάσιζε να επιτεθεί το έκανε με όλες τις αισθήσεις του τεταμένες και με τη γραφίδα του βουτηγμένη σε καυστικά οξέα.
Ο Τιμ Ανταμς, μέσω του άρθρου του, περιγράφει την απόλαυση που δεχόταν ο Χίτσενς όταν κουνούσε τις… αλυσίδες του, ως άλλο φάντασμα, μπροστά σε πρόσωπα που ήθελαν να μονοπωλήσουν τα δελτία ειδήσεων με την ψευδεπίγραφη λεοντή του. Επί παραδείγματι η Χίλαρι Κλίντον, για την οποία έτρεφε σφοδρή αντιπάθεια. Το 2008, στην τότε προεκλογική καμπάνια της, την είχε «στολίσει» με ουκ ολίγους χαρακτηρισμούς. Την είχε πει επιπόλαια και χαλαρή με την εθνική ασφάλεια, αδιάφορη για το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, αλλά κυρίως για την αλήθεια. Θα είχε ενδιαφέρον τι θα έλεγε τώρα ο Χίτσενς βλέποντας την Χίλαρι Κλίντον να προσπαθεί ξανά να μπει στον Λευκό Οίκο. Οπως, επίσης, θα ήταν αρκούντως προκλητικό να διαβάζαμε τι ακριβώς θα έγραφε για την περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ. Φευ, στα κείμενά του δεν υπάρχει καμία αναφορά στον συγκεκριμένο άνδρα.
Αντικομφορμιστής σε σημείο που να κάνει την κεντρική εξουσία να νιώθει άβολα, ο Χίτσενς βίωσε στην πολυτάραχη ζωή του πολλές προκλήσεις που άλλους ανθρώπους θα τους είχαν ρίξει σε ένα πηγάδι αμφιβολιών. Ας κρατήσουμε τούτο: καμία εξουσία δεν επιθυμεί να αισθάνεται άβολα κι όταν της συμβαίνει αντεπιτίθεται. Ο Χίτσενς τα έβαλε με τον Μπους, με τον Μπλερ και τον Κίσινγκερ – στη φαρέτρα του είχε ιοβόλα βέλη ακόμη και για την μητέρα Τερέζα. Επιτέθηκε και δέχθηκε επιθέσεις. Ολα ήταν μέρος του παιχνιδιού.
Παράλληλα, το ενδιαφέρον του για τη διεθνή τρομοκρατία, απότοκη του φονταμενταλισμού που αναζωπυρώνεται εδώ και πολλές δεκαετίες, ήταν κάτι παραπάνω από έντονο. Καίτοι αριστερός εκ πεποιθήσεως, ήταν από εκείνους που δημόσια τάχθηκαν υπέρ της άμεσης επέμβασης των ΗΠΑ κατά των θέσεων των Ταλιμπάν, της Αλ Κάιντα και του Σαντάμ Χουσεΐν.
Για την Ελλάδα, όμως, ήταν ο άνθρωπος που βγήκε μπροστά και έγραψε το βιβλίο «The Parthenon Marbles» και στο οποίο εγκαλούσε το Βρετανικό Μουσείο, αλλά και την κυβέρνηση της Μ. Βρετανίας για την πολιτική που ακολουθούν ως προς τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Και το έκανε με τέτοια ορμή και πάθος που ανάγκασε τους συμπατριώτες του να ταρακουνηθούν – έστω και προς στιγμήν.
Το μόνο σίγουρο για τον Κρίστοφερ Χίτσενς είναι ότι ποτέ δεν σε έκανε να πλήττεις με τα κείμενά του. Γίνεται να περάσεις αβρόχοις ποσίν ένα άρθρο που προσπαθεί να αποχρωματίσει τον Τσε Γκεβάρα ή να ρίξει μια δύο μαχαιριές στον Τζορτζ Οργουελ; Ο Χίτσενς το έπραττε. Οχι με την έπαρση του χύδην τολμητία, αλλά με επιχειρηματολογία που ακόμη και αν διαφωνούσες μαζί της, δεν γινόταν παρά να αποδεχθείς την αξιοσύνη της.
Το «νέο» βιβλίο που έρχεται να προστεθεί στην ήδη σημαντική εργογραφία του, δεν αναμένεται να μας εμφανίσει κάποιον άλλον Χίτσενς – τον ίδιο θα δούμε. Κι αυτό, από μια άποψη, είναι λυτρωτικό και ασφαλές. Τι παράδοξο: ο Χίτσενς ποτέ δεν ενδιαφερόταν για την ασφάλειά του…