Πώς ένα φιλμ «Ακατάλληλο για ανηλίκους» στα 70s, μία δεκαετία που υποτίθεται ότι ζούσε στους ρυθμούς της σεξουαλικής απελευθέρωσης, κατάφερε να γίνει «Κατάλληλο για όλους» από την ιταλική τηλεόραση μόλις εφέτος; Σίγουρα έχει να κάνει και με τον πρόσφατο θάνατο, στις 26 Νοεμβρίου του 2018 του σκηνοθέτη της ταινίας «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι», Μπερνάρντο Μπερτολούτσι.
Υστερα από 47 ολόκληρα χρόνια σκληρής λογοκρισίας, η ιταλική τηλεόραση επιτέλους συμφιλιώνεται με το αμφιλεγόμενο αριστούργημα του σημαντικού σκηνοθέτη. Οι μύθοι και οι αλήθειες που περιβάλλουν τη συγκεκριμένη ταινία, την κάνουν ενδιαφέρουσα και ακαταμάχητη ως σήμερα. Οπως αναφέρει το δημοσίευμα της Corriere della Sera, απόψε, 22 Ιανουαρίου 2019, η ιταλική τηλεόραση θα προβάλει για πρώτη φορά ολόκληρη την ταινία, χωρίς την παραμικρή λογοκρισία. Κάλλιο αργά, παρά ποτέ, όπως ίσως να σκεφτόταν και ο ίδιος ο σκηνοθέτης.
Πώς όμως γεννήθηκε η ταινία που διαθέτει γερές δόσεις ερωτισμού και αυτοκαταστροφής;
Η παγκόσμια πρεμιέρα της έγινε στις 14 Οκτωβρίου του 1972 στο Lincoln Film Center, την τελευταία ημέρα εκδηλώσεων του New York Film Festival. Η επιλογή της συγκεκριμένης πόλης δεν ήταν καθόλου τυχαία, καθώς δύο χρόνια νωρίτερα, στο δωμάτιο ενός νεοϋορκέζικου ξενοδοχείου, ο Μπερτολούτσι είχε σκεφτεί και γράψει τη βασική πλοκή της ταινίας, μέσα σε ένα μόνο βράδυ.
Μετά την πρεμιέρα της ταινίας, η Πολίν Κελ, διάσημη κριτικός κινηματογράφου του New Yorker, έγραψε πως επρόκειτο για την «πιο δυνατή ερωτική ταινία που γυρίστηκε ποτέ» και για την «πιο ελεύθερη και τολμηρή δημιουργία στην ιστορία του σινεμά».
Βγήκε στις αμερικανικές αίθουσες τον Φεβρουάριο του 1973 με την ένδειξη «Ακατάλληλη για ανηλίκους», αλλά στην Ευρώπη, και κυρίως στη γενέτειρα του σκηνοθέτη Ιταλία, η ταινία κρίθηκε σχεδόν ακατάλληλη και για… ενηλίκους.
Στις 9 Νοεμβρίου του 1972, η ιταλική επιτροπή λογοκρισίας είδε το φιλμ και δήλωσε ότι ήταν αντίθετη με τη δημόσια προβολή του, καλώντας τον σκηνοθέτη να μετριάσει τις πιο σκαμπρόζικες και πιπεράτες (ή μήπως βουτυράτες; ) σκηνές της ταινίας, κόβωντας αρκετά από τα αμφιλεγόμενα πλάνα του.
Η σκηνή-κόκκινο πανί, ήταν εκείνη κατά την οποία ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Μπράντο, σοδομεί την παρτενέρ του, Μαρία Σνάιντερ, χρησιμοποιώντας βούτυρο ως λιπαντικό. Ο Μπερτολούτσι καταδέχτηκε να κόψει μόλις οκτώ δευτερόλεπτα από την ταινία του και οδηγήθηκε σε μία μακροχρόνια διαμάχη με την ιταλική λογοκρισία. Η κατάσταση έφτασε στα άκρα, όταν το 1976, ύστερα από δικαστική διαμάχη, ο Μπερτολούτσι, ο Μπράντο, ο μοντέρ και συν-σεναριογράφος Φράνκο Αρκάλι και ο παραγωγός Αλμπέρτο Γκριμάλντι, καταδικάστηκαν σε δύο χρόνια φυλάκισης, εκτός αν τα αρνητικά του φιλμ θα καταστρέφονταν.
Ευτυχώς για την ιστορία του παγκόσμιου σινεμά, κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ και συνέχισαν να κυκλοφορούν αρκετές κόπιες της ταινίας. Ο Μπερτολούτσι έχασε το εκλογικό του δικαίωμα για πέντε χρόνια, όμως η ταινία ψηφίστηκε σε ολόκληρο τον κόσμο ως μία από τις πιο ερωτικές όλων των εποχών, σημειώνοντας εισπράξεις 163 εκατομμυρίων ευρώ παγκοσμίως.
Η επιλογή του Μπράντο για τον κεντρικό λάγνο χαρακτήρα, δεν ήταν η πρώτη που ήρθε στο μυαλό του Μπερτολούτσι. Είχαν προηγηθεί μερικά ηχηρά «όχι» από γάλλους σταρ της εποχής. Αρχικά, ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, ο οποίος είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με τον ιταλό σκηνοθέτη, αρνήθηκε, καθώς δεν ήθελε να εμφανιστεί γυμνός.
Στη συνέχεια, ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό απάντησε «δεν κάνω πορνογραφία», ενώ ο Αλέν Ντελόν, ο οποίος μάλλον είχε προαισθανθεί την επιτυχία της ταινίας, δέχτηκε να το κάνει, με τον όρο ότι θα συμμετείχε και ως παραγωγός, όμως ο Μπερτολούτσι τού αρνήθηκε.
Ενα βράδυ, καθώς δειπνούσε στη Ρώμη, ήρθε εντελώς ξαφνικά στο μυαλό του δαιμόνιου Μπερνάρντο, το όνομα του Μπράντο. Ο αμερικανός ηθοποιός εκείνη την εποχή ήταν κάπως εξαφανισμένος από τη μεγάλη οθόνη. Ο σκηνοθέτης επικοινώνησε με την Paramount και κατάφερε να κλείσει επαγγελματικό ραντεβού μαζί του στο Παρίσι.
Ο Μπερτολούτσι είχε αποκαλύψει ότι σε εκείνη την πρώτη του συνάντηση, αφού ο σαρανταπεντάχρονος τότε Μπράντο είχε ακούσει την πλοκή της ταινίας, έμεινε αμίλητος για δεκαπέντε ολόκληρα λεπτά. Ο σκηνοθέτης επέμεινε, αναλύοντάς του τον χαρακτήρα του ήρωα σε σπαστά αγγλικά και ύστερα από λίγο, ο Μάρλον είπε το πολυπόθητο «ναι», χωρίς καν να διαβάσει το σενάριο.
Το φιλμ γυρίστηκε -πού αλλού; – στο Παρίσι και η πρωταγωνίστρια Μαρία Σνάιντερ επιλέχτηκε μέσα από περίπου εκατό ηθοποιούς που είδαν για τον συγκεκριμένο ρόλο. Για τη θρυλική σκηνή με το βούτυρο, η οποία σημάδεψε όχι μόνο την καριέρα, αλλά και τη μετέπειτα ζωή της Σνάιντερ, υπάρχουν δύο εκδοχές. Εκείνη του Μπερτολούτσι, που είχε πει πως η σκηνή υπήρχε κανονικά στο σενάριο και ότι απλά ο Μπράντο είχε προτείνει να χρησιμοποιήσει το βούτυρο σαν λιπαντικό χωρίς να το ξέρει η ηθοποιός.
Και εκείνη της Σνάιντερ, πως η σκηνή δεν υπήρχε πουθενά στο σενάριο και ήταν εξ ολοκλήρου ιδέα του Μπράντο. Παρά την οργή της κατά τη διάρκεια των συγκεκριμένων γυρισμάτων, η Σνάιντερ δέχτηκε να συνεχίσουν το γύρισμα, αλλά χρόνια αργότερα, είχε αποκαλύψει πως ένιωθε ταπεινωμένη και πως μπορεί ο Μπράντο να μην τη βίασε στην πραγματικότητα, όμως τα δικά της δάκρυα σε εκείνη τη σκηνή, είναι πραγματικά!
Για εκείνη τη σκηνή λοιπόν, χρειάστηκε μόνο μία λήψη, όμως τη Σνάιντερ τη στοίχειωσε για το υπόλοιπο της ζωής της. Η ίδια πάλεψε με διάφορες εξαρτήσεις που την οδήγησαν και σε μία απόπειρα αυτοκτονίας, αποδεικνύοντας ότι τόσο στην ταινία, όσο και στην πραγματική ζωή της, επρόκειτο για ένα πλάσμα εύθραυστο και ευαίσθητο. Οταν εκείνη πέθανε, στα 58 της, ο Μπερτολούτσι παραδέχτηκε το λάθος του να μην ζητήσει την άδειά της για εκείνο το γύρισμα, ζητώντας της, κατόπιν εορτής, συγγνώμη.
Το ιταλικό δημοσίευμα καταλήγει στο πικρό συμπέρασμα ότι μάλλον έπρεπε να πεθάνει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης, προκειμένου να πάρει η ταινία του άφεση αμαρτιών και να προβληθεί για πρώτη φορά ολόκληρη, από την Rai2