Στα ανώτερα κλιμάκια του υπουργείου Οικονομικών της Γερμανίας κάνουν λόγο, πλέον, για το «Σύνδρομο του Ατλαντα», θεωρώντας πως η χώρα τους θα έχει μοίρα ανάλογη με τη μοίρα του τιτάνα της ελληνικής μυθολογίας τον οποίο τιμώρησε ο Δίας, υποχρεώνοντάς τον να φέρει στις πλάτες του το βάρος του ουράνιου θόλου.
«Πάντα εμείς φταίμε. Εάν οι εξαγωγές καλπάζουν, λένε ότι τους συνθλίβουμε όλους. Εάν φρενάρουν, δηλώνουν πως τους στραγγαλίζουμε», φέρεται να δήλωσαν με τα μικρόφωνα κλειστά – αναφέρει η La Repubblica – γερμανοί αξιωματούχοι, μετά τον τέλος μιας επίπονης, όπως εξελίχθηκε, αποστολής του επικεφαλής της γερμανικής οικονομίας Όλαφ Σολτς στις εαρινές συναντήσεις εργασίας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Την Γερμανία την επέπληξαν όλοι, ακόμη και η σύμμαχος Γαλλία, γιατί ξοδεύει ελάχιστα για να αντιμετωπίσει τη μείωση των εξαγωγών της αλλά και την ανησυχητική επιβράδυνση της οικονομίας της, ο οποία οφείλεται εν μέρει και σε μια κρίση της αγοράς αυτοκινήτου, οι συνέπειες της οποίας δεν μπορούν να εκτιμηθούν ακόμα επακριβώς.
Το Βερολίνο αρνείται πεισματικά να παραβιάσει τους κανόνες για το χρέος (αυξάνοντάς το) ούτως ώστε να δώσει ώθηση στην ισχνή κατανάλωση. Ο σοσιαλδημοκράτης Σολτς, φιλοδοξώντας να θέσει υποψηφιότητα για την καγκελαρία το 2021, σίγουρα δεν θα ήθελε να μείνει στην Ιστορία ως ο πρώτος υπουργός Οικονομικών που τόλμησε να σπάσει το ταμπού του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού. Για τους Γερμανούς η δημοσιονομική πειθαρχία αποτελεί την ενδέκατη εντολή, σε τέτοιο βαθμό ώστε να απειλεί ακόμα και με ύφεση την γερμανική οικονομία σε περίπτωση μιας έκτακτης ανάγκης, όπως η άτακτη αποχώρηση Βρετανίας από την ΕΕ ή η επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ.
Όπως είχε εξηγήσει κατά το παρελθόν ο Πέτερ Μπόφινγκερ, καθηγητής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Βίρτσμπουργκ και μέλος της Επιτροπής Σοφών της γερμανικής κυβέρνησης, η Γερμανία εμφανίζεται εξαιρετικά δύσπιστη προς τις κεϋνσιανές πολιτικές (τόνωσης της οικονομίας μέσω της αύξησης των δημόσιων δαπανών) γιατί θεωρεί πως ο κατεξοχήν κεϋνσιανός πολιτικός της χώρας υπήρξε ο… Αδόλφος Χίτλερ.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο BBC o Σολτς απέρριψε τις ανησυχίες όλων όσοι φοβούνται ότι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης θα μπορούσε να εισέλθει ακόμα και σε ύφεση, αφότου η γερμανική κυβέρνηση αναθεώρησε τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη κατά το τρέχον έτος, εκτιμώντας πως θα περιοριστεί στο 0,5 τοις εκατό. «Απλά έχουμε μια πιο ήπια ανάπτυξη, κάτι που απέχει πολύ από την ύφεση», δήλωσε ο γερμανός υπουργός. Ωστόσο αναδεικνύεται, έτσι, μια δομική αδυναμία της οικονομίας μιας χώρας όπου οι εξαγωγές αντιστοιχούν στο 40% του πλούτου που παράγει και διασφαλίζουν το 30% των θέσεων εργασίας, μία στις δύο στη βαριά βιομηχανία.
Αλλά ο Λαρς Φελντ, οικονομολόγος και ένας από τους πέντε σοφούς της Άνγκελα Μέρκελ, εμφανίζεται κάθε άλλο παρά ανήσυχος: μετά από μια περίοδο υψηλών ρυθμών ανάπτυξης πλέον «βρισκόμαστε σε μια φάση ομαλοποίησης», υποστηρίζει, και υπογραμμίζει πως «η διεθνοποίηση της αλυσίδας αξίας της Γερμανίας εξακολουθεί να αποτελεί αρετή. Είναι επίσης φυσιολογικό εξωγενείς κλυδωνισμοί να γίνονται αισθητοί με έντονο τρόπο». Και ο κύριος εξωγενής κλυδωνισμός προέρχεται από την Κίνα. Γιατί ο περιορισμός της ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας στο 6%, σημαίνει ότι θα μειωθούν και οι εξαγωγές των ευρωπαίων εταίρων της, ειδικά της Γερμανίας, προς τη χώρα του Δράκου.
Μια ματιά, ωστόσο, στις επιδόσεις της Γερμανίας κατά τους πρώτους μήνες του 2019, αρκεί για να θορυβηθούν και οι πλέον αισιόδοξοι. Η βιομηχανική παραγωγή υποχωρεί καθώς μειώνονται αισθητά οι παραγγελίες. Την ίδια ώρα οι Γερμανοί γνωρίζουν ότι, στην περίπτωση ολοκλήρωσης του Brexit δίχως μια συμφωνία, οι ρυθμοί ανάπτυξης στη χώρα θα μπορούσαν να υποχωρήσουν ακόμη περισσότερο.
Όσον αφορά το ενδεχόμενο επιβολής δασμών από τις ΗΠΑ του Τραμπ ύψους 25% στα αυτοκίνητα, «σε αυτήν την περίπτωση η ύφεση θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη», υποστήριξε ο Κλάους Μίχελσεν, επικεφαλής οικονομολόγος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών DIW, υπογραμμίζοντας επίσης πως «εάν ο Τραμπ επιβάλει φόρους στα ευρωπαϊκά προϊόντα γενικότερα, και όχι μόνον στα αυτοκίνητα, η οικονομία μας ενδέχεται να υποστεί ένα σοκ ανάλογο με εκείνο της πρώτης χρονιάς της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης» του 1929, όταν το γερμανικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 5 τοις εκατό.