Το ταξίδι του υπουργού Επικρατείας Γιώργου Γεραπετρίτη στη Γενεύη, στην έδρα της UEFA, την περασμένη Τετάρτη, ήταν προγραμματισμένο από καιρό – αφορούσε, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, την αντιδικία που έχει προκύψει ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου με την ευρωπαϊκή Super League, που επιδιώκει τη δημιουργία κλειστού πρωταθλήματος των κορυφαίων συλλόγων της Ευρώπης.
Ομως έδωσε μια αίσθηση déjà vu: ήταν πάλι Φεβρουάριος του 2020 όταν ο κ. Γεραπετρίτης είχε ταξιδέψει πάλι στην έδρα της ευρωπαϊκής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, στη σκιά τότε της υπόθεσης της πολυιδιοκτησίας του ΠΑΟΚ –μιας υπόθεσης που μεταξύ άλλων είχε υποχρεώσει την κυβέρνηση να αλλάξει ολόκληρο νόμο στη μέση της χρονιάς, να υποβαθμίσει εκ των πραγμάτων τον αρμόδιο υφυπουργό Αθλητισμού, να πει ότι όλα γίνονται για την «κοινωνική συνοχή» (σε μια πολιτικά οδυνηρή παραδοχή ότι αυτή η «συνοχή» είναι ένα θέμα σε εκκρεμότητα).
Τότε ο κ. Γεραπετρίτης είχε φέρει από την Ελβετία ένα «μνημόνιο» για το ελληνικό ποδόσφαιρο, το οποίο μάλιστα υπεγράφη στο Μέγαρο Μαξίμου. Δύο χρόνια μετά ελάχιστα έχουν αλλάξει –ή μάλλον κάτι έχει αλλάξει: πέθανε ο 19χρονος Αλκιβιάδης από το μαχαίρι ενός σεσημασμένου χούλιγκαν (συμπτωματικά πάλι εις το όνομα του ΠΑΟΚ).
Το νέο ταξίδι του υπουργού Επικρατείας στην έδρα της UEFA δημιούργησε συνειρμούς. Το iefimerida.gr, για παράδειγμα, έγραψε ότι ο κ. Γεραπετρίτης μετέβη στη Γενεύη για να συζητήσει με τους αξιωματούχους της ομοσπονδίας τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης για το ζήτημα της οπαδικής βίας και του ελληνικού ποδοσφαίρου ευρύτερα –κάτι που όμως δεν επιβεβαιώνεται από την κυβέρνηση. Το ταξίδι του υπουργού ήταν προγραμματισμένο και άσχετο με τη δολοφονία του Αλκιβιάδη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη, διευκρινίζεται.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει προβληματισμός στην κυβέρνηση για την οπαδική βία και κυρίως τη λειτουργία των συνδέσμων οπαδών που πλέον λειτουργούν ως θερμοκήπια σκληρών ποινικών. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο 23χρονος που κατηγορείται για τη δολοφονία του Αλκιβιάδη, το πρώτο πράγμα που έκανε αφού σκότωσε τον 19χρονο, ήταν να αναζητήσει καταφύγιο σε σύνδεσμο οπαδών του ΠΑΟΚ, καθώς διέθετε τα κλειδιά του χώρου.
Το πρόβλημα είναι ότι νόμοι υπάρχουν, η βούληση είναι το ζητούμενο. Το 2020 στο μνημόνιο που υπεγράφη στο Μέγαρο Μαξίμου –παρουσία μάλιστα του προέδρου της UEFA Αλεξάντερ Τσέφεριν και του αντιπροέδρου της FIFA Γκρεγκ Κλαρκ– περιελάμβανε ρυθμίσεις για την ανασυγκρότηση του ελληνικού ποδοσφαίρου σχετικά με οργανωτικά θέματα , τη διαιτησία, τη βία, τη χειραγώγηση παιχνιδιών κ.ά.
Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε δώσει το ειδικό βάρος του στην όλη υπόθεση: «Σκοπεύουμε χωρίς αμφιβολία να πετύχουμε εκεί όπου οι άλλοι απέτυχαν. Το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν αξίζει τίποτα λιγότερο από αυτό. Είναι ένα άθλημα που το αγαπούν πάρα πολύ οι Ελληνες και ειλικρινά αυτό που έχουμε δει ως τώρα πραγματικά αδικεί το ποδοσφαιρικό προϊόν που επιθυμούμε να δημιουργήσουμε», είχε πει. Ομως έπειτα ήρθε η πανδημία και όλα αναγκαστικά πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Οπως εξάλλου είχαν προσπεραστεί και πιο πριν όλες οι ρυθμίσεις σχετικά με τους συνδέσμους οπαδών και γενικότερα με την οπαδική βία. Οι νόμοι ήταν εκεί, αλλά κανείς δεν είχε την πρόθεση να τους εφαρμόσει…
Νόμος που υπάρχει από το 2002!
Αποκαλυπτικά τα όσα περιγράφει στο σημείωμά του στα «Νέα» ο Αντώνης Καρπετόπουλος, ο οποίος έπιασε τον μίτο από το 2002, όταν επί υπουργίας Βαγγέλη Βενιζέλου στο υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού είχε δημιουργηθεί η πρώτη Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού, με πρόεδρο τον δικαστή Κωνσταντίνο Παπαλάκη. Μια από τις αρμοδιότητες της συγκεκριμένης Επιτροπής «ήταν να βάλει τάξη στο χάος των συνδέσμων οπαδών, που από τότε ήταν οι μεγάλοι ύποπτοι για τη βία στα γήπεδα. Επρεπε με βάση τον σχετικό νόμο να δημιουργηθεί και το περίφημο Μητρώο Οπαδών, δηλαδή να αδειοδοτηθούν οι σύνδεσμοι των οργανωμένων έπειτα από μια διαδικασία ελέγχου.
Αν περνούσαν τον έλεγχο, θα εξασφάλιζαν τη σχετική άδεια λειτουργίας: απαραίτητη προϋπόθεση ήταν οι σύνδεσμοι να κατέθεταν στην Επιτροπή τα πλήρη στοιχεία τους. Μετά την αδειοδότηση θα τους αποκαλούσαν “Λέσχες Φιλάθλων” και θα λειτουργούσαν με την πλήρη ευθύνη και επίβλεψη των ΠΑΕ. Που φυσικά τίποτα τέτοιο δεν ήθελαν, αλλά το δέχτηκαν. Κι όμως το πράγμα βάλτωσε. Γιατί; Γιατί οι οργανωμένοι του ΠΑΟΚ αρνήθηκαν να δώσουν τα στοιχεία τους, μίλησαν για καταπάτηση προσωπικών δεδομένων και έστειλαν ένα φάκελο με άδειες σελίδες. Και δεν ασχολήθηκε με την άρνησή τους κανείς».
«Το αστείο», προσέθεσε ο κ. Καρπετόπουλος, «στην ιστορία είναι ότι ο νόμος του 2002 είναι ακόμα σε ισχύ. Οχι μόνο. Το 2015, ο τότε υφυπουργός Αθλητισμού Σταύρος Κοντονής πρόσθεσε στην τροποποίησή του ότι οι μη αναγνωρισμένοι σύνδεσμοι δεν θα έχουν το δικαίωμα να παίρνουν εισιτήρια: δεν ίδρωσε το αφτί κανενός. Πριν από δύο χρόνια, ο τωρινός υφυπουργός Αθλητισμού Λευτέρης Αυγενάκης ζήτησε εκ νέου έλεγχο ώστε να λειτουργούν με βάση τον νόμο οι σύνδεσμοι και να γίνουν λέσχες: πρέπει να το έχει ξεχάσει κι ο ίδιος. Οπως έχει ξεχάσει και ότι ο νόμος Κοντονή προβλέπει και διοικητικά πρόστιμα σε ΜΜΕ που προωθούν τη βία. Αλλά αυτό το ξέχασε πρώτος ο Κοντονής που το επινόησε, πώς να το θυμόταν ο Αυγενάκης;».
Θεοδωρικάκος: Προτεραιότητα για την κυβέρνηση
Από την πλευρά του, πάντως, ο αρμόδιος υπουργός Πολιτικής Προστασίας, Τάκης Θεοδωρικάκος, δήλωσε, σε ραδιοφωνική συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ, ότι «αποτελεί προτεραιότητα για την κυβέρνηση η προώθηση πρωτοβουλιών» για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας, για να προσθέσει ότι «είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε και να αξιοποιήσουμε ιδέες παραγόντων του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ, και ανθρώπων που είναι φίλαθλοι, προκειμένου να δούμε τι μεταβολές μπορούμε να κάνουμε για να λειτουργήσουμε αποτελεσματικά απέναντι σε τέτοια φαινόμενα χουλιγκανισμού».
Μάλιστα, ανέφερε ότι τους τελευταίους μήνες η αστυνομία έχει εξαρθρώσει δεκάδες περιπτώσεις εγκληματικών οργανώσεων που αλληλοσυνδέονται με οπαδικό χουλιγκανισμό. «Η αστυνομία δρα με σχέδιο. Το θέμα είναι πώς προλαβαίνει κανείς τέτοιες καταστάσεις και πώς μπορεί να δημιουργήσει ένα πλαίσιο όπου δεν θα μπορέσει να υπάρξει ο οπαδικός χουλιγκανισμός και μάλιστα να διαπλέκεται με το βαρύ έγκλημα, ναρκωτικά και άλλες εγκληματικές δραστηριότητες», υπογράμμισε.