Ηταν ντέρμπι «με τα όλα του». Με πέντε γκολ, πάθος και ένταση (ευτυχώς, χωρίς ασχήμιες), «γκάφες» (Βατσλίκ, Μοχαμαντί), αλλά και υπέροχες ενέργειες δύο «κυνηγών» παγκόσμιας κλάσης (Ελ Αραμπί, Αραούχο), που διαμόρφωσαν το τελικό σκορ (2-3). Ενα ματς από εκείνα -τα λίγα- που ζεσταίνουν το ψυχρό Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας.
«Μια από τα ίδια», θα σκέφτηκε όποιος έμαθε το αποτέλεσμα αλλά δεν παρακολούθησε το παιχνίδι. Στις 11 τελευταίες αναμετρήσεις των δύο ομάδων (10 για το πρωτάθλημα και μια στον τελικό Κυπέλλου του Βόλου) ο Ολυμπιακός μετρούσε οκτώ νίκες, έναντι καμιάς της ΑΕΚ. Στο «Καραϊσκάκης» η «Ενωση» ηττήθηκε και στους πέντε πιο πρόσφατους αγώνες της (με συνολικά τέρματα 14-1), ενώ την τελευταία φορά που νίκησε τον μεγάλο της αντίπαλο στο ΟΑΚΑ, το ημερολόγιο έγραφε 24 Σεπτεμβρίου 2017. Κι όμως, χθες (Κυριακή) η εικόνα του αγώνα ήταν εντελώς διαφορετική από εκείνη της απόλυτης κυριαρχίας του Ολυμπιακού, που αφηγούνται οι αριθμοί.
Η ΑΕΚ των δύο προηγούμενων σεζόν θα είχε καταρρεύσει από το 2ο, κιόλας, λεπτό του ντέρμπι, μετά το (υπέροχο) γκολ του Αγκιμπού Καμαρά «από τα αποδυτήρια». Αντιθέτως, η ΑΕΚ του 2021-2022 βρήκε, αμέσως, το κουράγιο να αντεπιτεθεί, ισοφάρισε νωρίς (15′), είχε την κατοχή της μπάλας (68%-32%) και πολύ περισσότερες ενέργειες στην αντίπαλη περιοχή (27-11), και κατάφερε να ξαναμπεί στο παιχνίδι μετά το «σοκ» του 1-3, το οποίο προήλθε από τραγικό ατομικό λάθος του Μοχαμαντί. Ο Ολυμπιακός νίκησε δίκαια, επειδή δημιούργησε πιο ουσιαστικές ευκαιρίες για γκολ, όμως δεν ήταν εξόφθαλμα ανώτερος, όπως πέρυσι, ή πρόπερσι.
Αυτό ήταν, άλλωστε, και το πιο σημαντικό ερώτημα πριν αρχίσει το ντέρμπι: το αν οι καλοκαιρινές της μεταγραφές και η αλλαγή προπονητή βοήθησαν την ΑΕΚ να πλησιάσει τον πρωταθλητή σε «ποιότητα», και να γίνει πιο ανταγωνιστική απέναντί του. Την απάντηση την έδωσε το θερμό χειροκρότημα των 40.000 θεατών, που αποχώρησαν από το ΟΑΚΑ πικραμένοι, αλλά ικανοποιημένοι για την πρόοδο της αγαπημένης τους ομάδας. Η ΑΕΚ του Αργύρη Γιαννίκη παίζει με περισσότερη ένταση, σκοράρει με μεγαλύτερη ευκολία, είναι πιο θεαματική ακόμη και από τη σεζόν που κατέκτησε τον τίτλο στη Σούπερ Λιγκ. Αλλά έχει αρκετό δρόμο να διανύσει μέχρι να προσπεράσει τον Ολυμπιακό και να του πάρει το πρωτάθλημα.
Χρειάζεται καλύτερους ποδοσφαιριστές σε κομβικές θέσεις, ιδίως στην άμυνα και στα αμυντικά χαφ. Της λείπουν παίκτες – προσωπικότητες, που κερδίζουν τα παιχνίδια «μόνοι τους», όταν οι υπόλοιποι δεν είναι σε φόρμα. Πλέον, διαθέτει κάποιους τέτοιους, αλλά όχι αρκετούς. Πάνω απ’ όλα, πρέπει να μάθει να κερδίζει τους αγώνες που κρίνονται στις «λεπτομέρειες», όπως ο χθεσινός. Ο Ολυμπιακός διαθέτει αυτήν την τεχνογνωσία, περισσότερο από κάθε άλλη ομάδα στην Ελλάδα. Επίσης, ξέρει να νικά ακόμη κι όταν δεν παίζει καλά. Το έκανε στη Λαμία, στα Γιάννενα, στο ματς με τον Ιωνικό…
Η δεύτερη «απάντηση» που έδωσε το χθεσινό ντέρμπι ήταν σε εκείνους που είχαν αρχίσει να αμφισβητούν την αυθεντία του Πέδρο Μαρτίνς, μετά τον αποκλεισμό του Ολυμπιακού από το Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά και τη (μέχρι στιγμής) αδυναμία του να «πιάσει» τα περυσινά και τα προπέρσινα στάνταρ του, σε ό,τι αφορά την απόδοσή του. Κι όμως, ο πορτογάλος τεχνικός έχει πετύχει ένα μικρό θαύμα. Το τέλος του πρώτου γύρου της Σούπερ Λιγκ θα βρει την ομάδα του στην κορυφή της βαθμολογίας (και με διαφορά από τον δεύτερο), αν και οι καλοκαιρινές της μεταγραφές έχουν προσφέρει ελάχιστα. Ολες, εκτός από εκείνη του «τρομερού» Αγκιμπού Καμαρά (χθες ήταν, πάλι, απολαυστικός), ο οποίος, μάλιστα, δεν προοριζόταν για βασικός. Επιπλέον, ο Ολυμπιακός πορεύεται χωρίς τον Φορτούνη, τον Σεμέδο και τον Βαλμπουενά. Αλλά, τουλάχιστον εντός των συνόρων, εξακολουθεί να κοιτάζει τους αντιπάλους του από θέση υπεροχής, συνεχίζοντας την εντυπωσιακή παράδοση που έχει χτίσει στα ντέρμπι απέναντι σε ΠΑΟΚ, ΑΕΚ, Παναθηναϊκό και Αρη στη Σούπερ Λιγκ. Από το καλοκαίρι του 2019 μέχρι σήμερα, έχει να επιδείξει 23 νίκες και μόλις τρεις ήττες σε 35 τέτοιους αγώνες.
Μετά το χθεσινό «διπλό» στο ΟΑΚΑ, για πολλούς απαντήθηκε (θετικά) και το ερώτημα αν ο Ολυμπιακός θα κερδίσει (και) τον εφετινό τίτλο. Είναι πολύ νωρίς για βεβαιότητες -απομένουν 26 αγωνιστικές-, όμως ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν είναι το μεγάλο φαβορί; Εχει αποκτήσει «αέρα» έξι βαθμών από την ΑΕΚ και επτά από τον ΠΑΟΚ, κι εμφανίζει μια σταθερότητα που λείπει από τους διώκτες του. Ιδίως από τον ΠΑΟΚ, για τον οποίο αποδείχθηκε στο Περιστέρι ότι μπορεί να χάσει από οποιονδήποτε αντίπαλο.
Το τελευταίο ΑΕΚ – Ολυμπιακός με οπαδούς στις εξέδρες του Ολυμπιακού Σταδίου είχε παιχτεί στις 26 Ιανουαρίου 2020 μπροστά σε 23.741 θεατές. Χθες πήγαν στο γήπεδο πάνω από 40.000 – απόδειξη πως οι οπαδοί της «Ενωσης» πιστεύουν ότι η ομάδα τους βρίσκεται σε καλό δρόμο. Ετσι φαίνεται. Και θα ήταν λάθος, ο Γιαννίκης που μετράει μόλις 40 μέρες στη νέα του δουλειά, να αμφισβητηθεί επειδή έχασε από μια ομάδα που διανύει την τέταρτη σεζόν της με τον ίδιο προπονητή.