Ο Πάμπλο Νερούδα κέρδισε το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1971, αλλά τα αρχεία της επιτροπής υποψηφιοτήτων της Σουηδικής Ακαδημίας, που μόλις αποσφραγίστηκαν, αποκαλύπτουν ότι αυτό λίγο έλειψε να μη συμβεί, λόγω των παλαιότερων φιλοσταλινικών θέσεων του χιλιανού ποιητή.
Η λίστα των υποψηφίων και οι διαβουλεύσεις της επιτροπής που επιλέγει το βραβείο κρατούνται μυστικές για 50 χρόνια.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της επιτροπής, ο Νερούδα είχε κερδίσει το Νομπέλ του 1971 για την ποίησή του, η οποία «ζωντανεύει τη μοίρα και τα όνειρα μιας ηπείρου». Ομως, κάποια μέλη της επιτροπής είχαν εκφράσει τις αντιρρήσεις τους, επισημαίνει ο Guardian.
Η λίστα των 90 υποψηφίων έχει και ελληνικό ενδιαφέρον, καθώς στο νούμερο 68 βρίσκεται το όνομα του Γιάννη Ρίτσου, φίλου και θαυμαστή του Νερούδα. Πρόκειται για την πρώτη υποψηφιότητα του έλληνα ποιητή για το Νομπέλ Λογοτεχνίας, καθώς δημοσιεύματα του ελληνικού Τύπου της εποχής έκαναν λόγο και για άλλες υποψηφιότητές του, τα επόμενα χρόνια.
Οπως γράφει ο Δημήτρης Δουλγερίδης στα «ΝΕΑ», το 1970, ο Ρίτσος επρόκειτο να ταξιδέψει μαζί με τον χιλιανό ποιητή στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης του Λονδίνου, με άδεια της χούντας, η οποία του είχε επιβάλει κατ’ οίκον περιορισμό στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σάμο. Ομως, το ταξίδι ακυρώθηκε όταν ο Ρίτσος, κληθείς να παρουσιαστεί στον εκ των πρωτεργατών της χούντας Στυλιανό Παττακό, ξεκαθάρισε ότι σκοπεύει να πει την αλήθεια στο Λονδίνο, δηλαδή ότι στην Ελλάδα υπάρχει μια στυγνή στρατιωτική δικτατορία.
Από τα πρακτικά της Σουηδικής Ακαδημίας προκύπτει ότι μέλη της επιτροπής δεν ήθελαν να δώσουν το βραβείο στον Νερούδα, επειδή έργα του, όπως η «Ωδή στον Στάλιν», δεν συμβάδιζαν με τις επιθυμίες του Αλφρέντ Νομπέλ, ο οποίος είχε πει ότι το βραβείο θα απονέμεται στο πρόσωπο που έχει παραγάγει στον τομέα της λογοτεχνίας το σπουδαιότερο έργο προς μία ιδανική κατεύθυνση», σύμφωνα με τον σουηδό δημοσιογράφο Κάι Σούλερ, που μελέτησε τα αρχεία για λογαριασμό της εφημερίδας Svenska Dagbladet.
Στα πρακτικά φαίνεται ότι ο πρόεδρος της επιτροπής των Νομπέλ, Αντερς Οστερλουντ, αναγνώριζε την «ποιητική δύναμη και τη ζωντάνια» του έργου του Νερούδα, στενού φίλου του Σαλβαδόρ Αλιέντε, όμως αναρωτιόταν αν «οι κυρίαρχες κομμουνιστικές αποχρώσεις στην ποίησή του συνάδουν με τον σκοπό του βραβείου».
«Ο τρόπος σκέψης ενός συγγραφέα ή ποιητή, είτε μαρξιστή είτε συνδικαλιστή, είτε αναρχικού είτε κάτι άλλο, είναι δικαίωμά του. Ομως, ο Νερούδα είναι πολύ πολιτικοποιημένος και αναμειγμένος με την πολιτική, συμπεριλαμβανομένων και των προπαγανδιστικών κατασκευών του με τους ύμνους του στον Στάλιν και άλλους. Σε αυτή τη βάση, διατηρώ επιφυλάξεις για την υποψηφιότητά του, χωρίς να την απορρίπτω τελείως εκ των προτέρων», έγραφε ο Οστερλουντ, το 1963. Σύμφωνα με τον Σούλερ, είχε την ίδια άποψη και το 1971.
Ο Οστερλουντ είχε εκφράσει αντιρρήσεις και για τις υποψηφιότητες του (φασιστοφέροντος) Εζρα Πάουντ, «γιατί οι ιδέες του είναι σίγουρα αντίθετες με το πνεύμα του βραβείου Νομπέλ», και του Σάμιουελ Μπέκετ, λόγω του μηδενισμού του. Τελικά, όμως, συμφώνησε στη βράβευση τόσο του Νερούδα όσο και του Μπέκετ, το 1969. Ο Πάουντ δεν πήρε ποτέ το Νομπέλ.
Το 1971, υποψήφιοι ήταν επίσης οι Τζέιμς Μπάλντουιν, Φίλιπ Λάρκιν, Χάινριχ Μπελ, Τενεσί Γουίλιαμς, Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, Χόρχε Λουίς Μπόρχες και Γ.Χ. Οντεν. Ο τελευταίος ήταν στην τελική τελική πεντάδα μαζί με τους Νερούδα, Πάτρικ Γουάιτ, Αντρέ Μαλρό και Εουτζένιο Μοντάλε. Ο Αυστραλός Γουάιτ κέρδισε το Νομπέλ το 1973 και ο Ιταλός Μοντάλε το ’75. Η μοναδική γυναίκα υποψήφια το 1971, ανάμεσα σε 89 άντρες, ήταν η ποιήτρια Μαρί Ούντερ, από την Εσθονία.