Το ζήτημα της αδιαφάνειας των διαπραγματεύσεων ΕΕ και ΗΠΑ για τη Διατλαντική Εμπορική και Επενδυτική Εταιρική Σχέση (Transatlantic Trade Investment Partnership – TTIP), αλλά και η ανησυχία για το περιεχόμενό τους, επανέρχονται για μια ακόμη φορά στο προσκήνιο μετά τη δημοσιοποίηση μέρους απορρήτων εγγράφων, που περιήλθαν στην κατοχή του ολλανδικού γραφείου της Greenpeace.
Οι κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας συμφωνίας είναι αδιαμφισβήτητα τεράστιες, καθώς πρόκειται για τη μεγαλύτερη διμερή συμφωνία ελεύθερου εμπορίου στην Iστορία. Ουσιαστικά θα διαμορφώσει τους μελλοντικούς κανόνες και πρότυπα σε ευαίσθητους τομείς, όπως το εργασιακό περιβάλλον, η ασφάλεια των τροφίμων, τα φάρμακα, τα χημικά, η ενέργεια, η αυτοκινητοβιομηχανία και το περιβάλλον.
Η εμπειρία των διαπραγματεύσεων της Πολυμερούς Συμφωνίας για τις Επενδύσεις (Multilateral Agreement on Investment – ΜΑΙ) (1998), η οποία είχε χαρακτηρισθεί ως το μανιφέστο του παγκόσμιου καπιταλισμού, δεν αφήνει πολλά περιθώρια εφησυχασμού.
Επεξεργασμένη στους κόλπους του ΟΟΣΑ, παρέμενε άγνωστη στους πολίτες και ως ένα βαθμό και στους πολιτικούς, έως ότου είδε το φως της δημοσιότητας μέσω του ιστότοπου του Ραλφ Νέιντερ «Public Citizen». Οι αντιδράσεις απέτρεψαν, τουλάχιστον σε εκείνη τη φάση, την υιοθέτησή της.
Ωστόσο φαίνεται πως κατά κάποιο τρόπο επιστρέφει και μάλιστα σε ένα νέο πλαίσιο αναδιάρθρωσης των κοινωνικών σχέσεων, σε ένα νέο πλαίσιο ερμηνείας της κοινωνίας, της οικονομίας και της πολιτικής που έχει διαμορφωθεί από την επιβολή του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος και την υποχώρηση της κεϋνσιανής συναίνεσης.
Σύμφωνα με όσα μέχρι σήμερα έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας, η TTIP διαμορφώνεται απολύτως προνομιακά για τις ιδιωτικές εταιρείες, αφενός με τη σχετικοποίηση του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους και αφετέρου επιτρέποντάς τους να στραφούν, μέσω ιδιωτικών διαιτητικών δικαστηρίων, εναντίον κρατών που οι πολιτικές τους επηρεάζουν αρνητικά τα κέρδη τους!
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζει πως «οι διαπραγματεύσεις θα είναι διαφανείς», την ίδια ώρα που καθιστά σαφές ότι «διαπραγματεύεται την ΤΤΙΡ “όσο γίνεται πιο ανοικτά”». Φανερώνει, δηλαδή, ότι κάτι δεν φανερώνει
Οι διαπραγματεύσεις για την TTIP ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 2013 και η αδιαφάνειά τους οδήγησε τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή σε αυτεπάγγελτη έρευνα. Η Eμιλι Ο’ Ράιλι τον Ιούλιο του 2014 κατέθεσε τις πρώτες υποδείξεις προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία διαπραγματεύεται την TTIP εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, προκειμένου να μπορεί το κοινό να παρακολουθεί τις εξελίξεις. Και υπό την πίεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εκπροσώπων της Κοινωνίας Πολιτών, που εξέφραζαν έντονη ανησυχία για τον τρόπο διεξαγωγής των διαπραγματεύσεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγκάστηκε το Νοέμβριο του 2014 να προχωρήσει σε κάποια μέτρα διαφάνειας. Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής τα χαρακτηρίζει φιλόδοξα, ωστόσο στις αρχές του 2015 επανέρχεται με νέες συστάσεις προς την Επιτροπή.
Από την πλευρά της η Επιτροπή υποστηρίζει πως «οι διαπραγματεύσεις θα είναι διαφανείς», την ίδια ώρα που καθιστά σαφές ότι «διαπραγματεύεται την ΤΤΙΡ “όσο γίνεται πιο ανοικτά”», φανερώνει, δηλαδή, ότι κάτι δεν φανερώνει. Εξάλλου επανειλημμένως έχει αρνηθεί πρόσβαση σε έγγραφα με το επιχείρημα της προστασίας των διεθνών σχέσεων και της διαδικασίας λήψης αποφάσεων.
Οταν τον Ιανουάριο του 2014 συγκροτήθηκε η Γνωμοδοτική Ομάδα Εμπειρογνωμόνων (Advisory Group) για την ΤΤΙΡ, τα μέλη της οποίας εκπροσωπούν ένα ευρύ φάσμα συμφερόντων, ο Ινάσιο Γκαρσία Μπερσέρο, κύριος διαπραγματευτής της ΕΕ, είχε αναλάβει να τους ενημερώνει λεπτομερώς σχετικά με την πρόοδο των συνομιλιών και, για πρώτη φορά, όταν θα κρινόταν αναγκαίο, να τους παρουσιάζει και τα έγγραφα της διαπραγμάτευσης της ΕΕ, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η εμπιστευτικότητα. Και οι όροι αυτοί αφορούν στους ειδικούς που θα εκφράσουν τη γνώμη τους για ζητήματα σχετικά με τη συμφωνία. Αυτή η Γνωμοδοτική Ομάδα Εμπειρογνωμόνων (Advisory Group) για την ΤΤΙΡ συνεδριάζει στις 19 Μαΐου 2016. Η ατζέντα της συνάντησης έχει δημοσιοποιηθεί, αλλά δεν μοιάζει ιδιαίτερα σαφής.
Ο Ρον Κερκ, τέως υπουργός εμπορίου των ΗΠΑ και επικεφαλής των διαπραγματεύσεων για μια άλλη μεγάλη και εξίσου αμφιλεγόμενη συμφωνία, την Εταιρική Σχέση των Χωρών του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership – TPP), είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στο Reuters (2012) πως «υπάρχει ένας πρακτικός λόγος για τον οποίο πρέπει να διατηρούμε κάποιο μέτρο εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας: η δυνατότητά μας -και των δύο πλευρών- να διαφυλάξουμε τη διαπραγματευτική ισχύ και να ενθαρρύνουμε τους εταίρους μας στην πρόθεσή τους να θέτουν ζητήματα στο τραπέζι, που, υπό άλλες συνθήκες, δεν θα το έκαναν».
Ανέφερε μάλιστα πως μια δεκαετία νωρίτερα οι διαπραγματευτές για τη Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου της Αμερικής (Free Trade Area of the Americas – FTAA) είχαν δώσει στη δημοσιότητα το σχέδιο κειμένου της συμφωνίας, με αποτέλεσμα να μην καταστεί εφικτή η υπογραφή της. Ωστόσο ευλόγως μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, τι περιέχουν οι συμφωνίες αυτές που δεν αντέχουν στη δημοσιότητα; Και, εν τέλει, ποιους αφορούν ή, για την ακρίβεια, υπέρ ποίων συντάσσονται και η κοινή γνώμη μόνο μερικώς μπορεί να ενημερώνεται;
Η εν κρυπτώ διαπραγμάτευση μπορεί να διευκολύνει τους διαπραγματευτές, ωστόσο επιτείνει την ήδη υπάρχουσα κρίση εμπιστοσύνης και ενισχύει τη δυσπιστία έναντι του «ιερατείου» των Βρυξελλών. Αν ακόμη και οι βουλευτές δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στα έγγραφα, παρά μόνο σε ειδικό αναγνωστήριο και υπό όρους εχεμύθειας, πού βρίσκεται η δημοκρατική νομιμοποίηση όλης αυτής της διαδικασίας; Γιατί αν και η δημοκρατία επιτάσσει διάλογο και διαφάνεια, η αγορά φαίνεται να έχει επιβάλει τους μυστικούς και αδιαφανείς της όρους. Και αυτό που καθίσταται εμφανές είναι ότι το μυστικό της αγοράς είναι το μυστικό της εξουσίας.