Όταν είσαι 12 ετών και βλέπεις ένα βιντεοκλίπ με μια τεράστια αράχνη να καταπίνει… αμάσητο έναν περίεργο τύπο με μαλλιά και κοψιά Ψαλιδοχέρη και μέικ-απ στο πρόσωπο, θέλεις δεν θέλεις σοκάρεσαι.
Αυτό πάθαμε πολλοί σημερινοί σαραντάρηδες που τέτοιες ημέρες, πριν ακριβώς 30 χρόνια, εκτεθήκαμε στο γοτθικό σύμπαν των Cure – όπως θα εκτεθούμε και την Τετάρτη το βράδυ στο Φάληρο, εκεί όπου το συγκρότημα επιστρέφει για να παίξει ένα best-of της 40ετούς καριέρας του.
Ένα οπτικοακουστικό σύμπαν γεμάτο εφιάλτες, χωρίς όμορφα όνειρα ή happy ends και όπου ο πιο… αισιόδοξος στίχος τραγουδιού ήταν το «δεν έχει καμία σημασία αν θα πεθάνουμε όλοι μας».
Για να επιστρέψουμε λοιπόν σε εκείνο το βιντεοκλίπ του τραγουδιού «Lullaby», ο τραγουδιστής και ιδρυτικό μέλος, Ρόμπερτ Σμιθ, απεικονίζεται πάνω σε ένα κρεβάτι να γίνεται γεύμα για μια τεράστια αράχνη, ζωσμένος από ιστούς και μαζί τους εφιάλτες της παιδικής του ηλικίας.
«Όταν ήμουν πολύ μικρός, είχα έναν πολύ περίεργο θείο, ο οποίος έπαιρνε ευχαρίστηση από το να με τρομάζει με κάθε πιθανό τρόπο. Ένα αγαπημένο του ήταν να ψιθυρίζει στο αυτί μου τρομακτικές ιστορίες, συνήθως με ένα τέρας που κατασπαράζει μικρά αγοράκια και το λένε spiderman. Ενα βράδυ το είχε τραβήξει ακόμα περισσότερο, πηδώντας μέσα στο δωμάτιο από το παράθυρο, αφότου τα φώτα είχαν σβήσει. Φώναξα τόσο δυνατά που νόμιζα πως πέρασαν μέρες μέχρι να ηρεμήσω», είχε πει κατόπιν ο Σμιθ, όσον αφορά στο από που άντλησε την έμπνευση τόσο για τους στίχους του, όσο και για το – σκηνοθετημένο από τον Τιμ Πόουπ και κατόπιν πολυβραβευμένου – βιντεοκλίπ.
Το κομμάτι, που ο τίτλος του σημαίνει «Νανούρισμα», υπάρχει στο «Disintegration» που κυκλοφόρησε το 1989 -ίσως το καλύτερο άλμπουμ της μπάντας από το Κρόλεϊ της Αγγλίας.
Δέκα χρόνια νωρίτερα, το 1979, θα ξεκινούσε το δισκογραφικό ταξίδι του Σμιθ και της παρέας του όταν κυκλοφόρησαν τον πρώτο δίσκο τους «Three Imaginary Boys».
Εκεί τους πρωτάκουσαν τα πιο ανησυχα post-punk και new-wave αυτιά της εποχής, με τραγούδια όπως το «Boys don’t cry» και το κλασικό «Killing an Αrab», που λόγω τίτλου, συχνά ανάγκαζε τον Σμιθ να εξηγεί ότι ήταν μια αναφορά στο μυθιστόρημα «Ο Ξένος» του Αλμπέρ Καμί, όπου έχει μια σκηνή με την δολοφονία ενός Άραβα σε μια ακρογιαλιά.
Κεντρικό θέμα του τραγουδιού είναι η αποξένωση (και η αποκτήνωση) του σύγχρονου ανθρώπου.
«Δεν ξέρω που βρίσκομαι, δε γνωρίζω τι κάνω, ποιος είμαι, είμαι ένας Ξένος, σκοτώνω έναν Αραβα», λέει στους στίχους, που φυσικά είναι ακομη πιο επίκαιροι σήμερα.
Η δεκαετία του 1980 μπαίνει με τους Cure να παραδίδουν μέσα σε μια τριετία την αριστουργηματική τριλογία αλμπουμ «Seventeen Seconds», «Faith» και «Pornography».
Είναι μια περίοδος που τα ναρκωτικά απειλούν να τινάξουν στον αέρα όλο το οικοδόμημα των Cure με τον Σμιθ να κινείται στιχουργικά πιο κοντά στο black metal παρά στο γοτθικό new-wave.
Παράνοια και κρίσεις πανικού συνοδεύουν τα μέλη της μπάντας.
«Είχα αρχίσει να σκέφτομαι πολύ το θέμα του θανάτου», είχε πει ο Σμιθ που παρακολουθούσε τον κόσμο στις εκκλησίες που προσευχόταν με κατάνυξη, ζηλεύοντας τους.
«Συνειδητοποίησα ξαφνικά πως δεν είχα καθόλου πίστη και ένιωσα να τρομάζω με αυτό», είπε.
Εκείνη την περίοδο κυκλοφορούν και το πρώτο τραγούδι τους που μπήκε στο Τοp 10 των charts: το απόκοσμο και πνιγηρά εφιαλτικό «A Forest».
«Τα περισσότερα τραγούδια προσφέρονται για να κρεμαστείς ακούγοντάς τα», είχε πει για τα τραγούδια εκείνης της περιόδου ο παραγωγός Μάικ Χέτζες.
«It doesn’t matter if we all die», συμφωνεί και επαυξάνει ο Σμιθ στο τραγούδι «100 Years». Το ηθικό του δίδαγμα είναι ξεκάθαρο: είμαστε τόσο περαστικοί από τον πλανήτη, που δεν έχει καμία σημασία αν υπήρξαμε καν.
Μετά τη κυκλοφορία του Pornography (1982) αρχικά το μέλλον του συγκροτήματος ήταν αβέβαιο, ωστόσο με την στροφή του σκοτεινού ήχου τους σε κάτι ελάχιστα φωτεινότερο και με την βοήθεια μερικών άκρως εμπορικών τραγουδιών όπως τα «Let’s Go to Bed» και «Just Like Heaven», καταφέρνουν και βγαίνουν από την μουσική καταχνιά στο ξέφωτο.
Οι μόνοι που δεν ήταν ευχαριστημένοι φυσικά ήταν οι οπαδοί τους που ένιωσαν προδομένοι. Η αντίδραση του Σμιθ ήταν άμεση και καταλυτική:
«Τους απεχθάνομαι, πραγματικά», είχε πει τότε ο Σμιθ, ως απάντηση στα γράμματα μίσους που δεχόταν.
«Είναι λες και είμαστε το αντικείμενο τους. Πως τολμώ να επεμβαίνω πάνω στην ίδια την εικόνα μας! Ποτέ δε ζήτησα τυφλή αφοσίωση. Τους απεχθάνομαι γιατί προσπαθούν να με συρρικνώσουν σε μια μονοδιάσταση περσόνα, που επιτρέπεται να παίζει μονάχα ένα είδος μουσικής», ξεκαθάριζε.
Και κάπως φτάνουμε, δια της… τεθλασμένης, στο «Disintegration», ένα καθοριστικό, σχεδόν οριακό άλμπουμ για το συγκρότημα.
Γεμάτο με εφιάλτες σαν το «Lullaby», αλλά και αισιόδοξες πινελιές όπως το «Lovesong» που ο Σμιθ έγραψε ως γαμήλιο δώρο για τη Mαίρη, τη γυναίκα του.
«Είναι μία ανοιχτή έκφραση συναισθημάτων. Δεν προσπαθεί να φανεί έξυπνο. Μου πήρε σχεδόν δέκα χρόνια να μπορέσω να φτάσω αυτό το σημείο, που είμαι άνετος να τραγουδήσω ένα τόσο άμεσο ερωτικό τραγούδι», είπε κατόπιν ο ίδιος για το συγκεκριμενο κομμάτι.
Είχε δίκιο, φυσικά.
«Με το “Disintegration” ήθελα να δω αν οι Cure μπορούν ακόμα να δημιουργήσουν έναν δίσκο που να έχει πραγματική ουσία και εάν μπορούσαμε να εκφράσουμε και να μοιραστούμε τόσο βαθιά συναισθήματα. Όπως αυτά που αισθάνεσαι την πρώτη φορά που κάποιος σε φιλάει στο στόμα παθιασμένα. Αυτό το είδος της έντασης, όταν είσαι νέος που δεν πρέπει να ξεχάσεις ποτέ με την ηλικία», προσέθετε.
Στο επόμενο άλμπουμ, το «Wish» που κυκλοφόρησε το 1992, οι Cure κυκλοφορούν το πιο εμπορικό και γνωστό τραγούδι όλης της καριέρας τους, το «Friday, I’m In Love».
Μάλιστα, καθώς το έγραφε, ο Σμιθ ήταν πεπεισμένος ότι είχε ακούσει υποσυνείδητα από κάπου τη μελωδία του τραγουδιού, φοβούμενος ότι το έκλεψε από κάποιον συνάδελφο του.
Άρχισε τότε να τηλεφωνεί όλους τους γνωστούς του και τους έπαιζε το κομμάτι, ρωτώντας τους αν το είχαν ξανακούσει.
Έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης μόνο όταν είδε πως όλοι απαντούσαν αρνητικά και σε κανέναν δεν θύμιζε απολύτως τίποτα.
«Το “Friday, I’m In Love” δεν είναι το έργο μίας ιδιοφυΐας, είναι σχεδόν ένα απόλυτα υπολογισμένο τραγούδι. Έχει μία σπουδαία αλληλουχία από νότες, που πραγματικά δεν πίστευα πως δεν την είχε χρησιμοποιήσει ποτέ ξανά κανείς», έλεγε κατόπιν, δικαιολογώντας τον πανικό του.
Το 1996 το συγκρότημα κυκλοφόρησε το μετριότατο «Wild Mood Swings» και το 2000 το «Bloodflowers».
Ακολούθησαν άλλα δυο αλμπουμ, με το τελευταίο να κυκλοφορεί το 2008 και με την μπάντα ωστόσο να έχει ανακοινώσει πως επιστρέφει μετά από μια δισκογραφική απουσία 11 χρόνων, καθώς ηχογραφούν νέο δίσκο που θα κυκλοφορήσει πριν εκπνεύσει το 2019 -σίγουρα, μια από τις σημαντικότερες χρονιές της καριέρας τους καθώς πριν μερικές εβδομάδες κατάφεραν να μπουν επιτέλους στο Rock and Roll Hall of Fame.
Ενώ είδαν και τον Σμιθ να γίνεται… meme στα 60 του χρόνια, όταν απάντησε με τον κλασικό βρετανικό φλεγματισμό στην υπερενθουσιώδη ερώτηση μιας αμερικανίδας δημοσιογράφου [βίντεο κάτω].
Το γεγονος πάντως παραμένει ένα και αδιαμφισβήτητο: όπως και άλλα κλασικά συγκροτήματα, σαν τους Joy Division, έτσι και οι Cure χαίρουν εκτίμησης (ειδικά στην Ελλάδα…) καθώς κατάφεραν να βρουν την αιώνια φόρμουλα επιτυχίας της ποπ μουσικής: σπουδαία τραγούδια μέσα από έναν εντελώς αυτόφωτο και αναγνωρίσιμο ήχο.
- Οι Cure θα εμφανιστούν την Τετάρτη 17 Ιουλίου στην Πλατεία Νερού, στην σκηνή του EJEKT Festival