Ένα παλιομοδίτικο σαλονάκι, με πράσινη ταπετσαρία είναι το πρώτο που βλέπεις μπαίνοντας στο ισόγειο του ΕΜΣΤ. Δεν είναι έκθεμα όπως κάποιοι υποθέσαμε, είναι μαρτυρία της συνθήκης, συμβολισμός: αντιπροσωπεύει τον διάλογο που εκτυλίσσεται μέσα στις αίθουσες μας λένε, στην έκθεση «Κρίσιμοι διάλογοι: Αθήνα-Αμβέρσα».
Ο διάλογος δεν είναι άναρχος, σύμφωνα τουλάχιστον με τις προθέσεις των επιμελητών, της Κατερίνας Κοσκινά διευθύντριας του ΕΜΣΤ και του Μπαρτ Ντε Μπαρ διευθυντή του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης της Φλάνδρας (Μ ΗΚΑ). Για το λόγο αυτό χώρισαν την έκθεση σε 22 θεματικές, «κάθε μία από αυτές θα μπορούσε να είναι ως τίτλος μια ξεχωριστή έκθεση που να ανοίγει έναν ευρύτερο διάλογο. Όπως αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε ανοίγοντας το μουσείο», παρατήρησε η κυρία Κοσκινά.
Κάθε θεματική απαρτίζεται από τρία έργα: Ενός έλληνα δημιουργού από τη συλλογή του ΕΜΣΤ, ενός Βέλγου από τη συλλογή του Μ ΗΚΑ και ενός άλλου διεθνούς καλλιτέχνη (έργο που και πάλι προέρχεται από ένα εκ των δύο μουσείων). 22 θεματικές, 66 καλλιτέχνες, αλλά και περισσότερα από 70 έργα αφού σε κάποιες περιπτώσεις ξεπερνούν τη μια οι δημιουργίες ορισμένων καλλιτεχνών.
Οι επιμελητές – που κατέληξαν στη δημιουργία της έκθεσης μέσα από μια διαδικασία που θύμιζε σωκρατικούς διαλόγους, όπως μας είπαν- διαπίστωσαν από νωρίς ότι καλλιτέχνες των συλλογών τους έχουν κοινά στοιχεία. Επρεπε όμως να βρεθούν τα θέματα για τα οποία μπορούν να συνομιλήσουν, όπως επισήμανε ο ενθουσιώδης, σχεδόν ευτυχής διευθυντής του Μ ΗΚΑ επισημαίνοντας πώς δημιουργήθηκε ένας συμμετρικός διάλογος. Και τονίζοντας ότι στην Αθήνα γεννιούνται τα πλέον κρίσιμα ερωτήματα της εποχής, γεγονός που κάνει την έκθεση ακόμα πιο σημαντική.
Αυτές οι εισαγωγικές κουβέντες ακούστηκαν με τους δημοσιογράφους συγκεντρωμένους να κοιτάζουν αμήχανα και με περιέργεια ταυτόχρονα τα έργα στο κατάλευκο ισόγειο, σε έναν χώρο κλινικό, με ελάχιστες κολώνες να διασπούν την προσοχή, έναν χώρο που επέτρεπε στο βλέμμα να είναι αδηφάγο. Τα έργα συνδέονταν-συγχέονταν-συνυπήρχαν ανεξαρτήτως ενοτήτων, σχεδόν. Χρειαζόταν προσεκτική ανάγνωση του εντύπου με τον χάρτη, χρειαζόταν σύνδεση των μικρών τελειών που ορίζουν τις ενότητες για να δεις το κοινό σώμα των τριών έργων που συγκροτούν κάθε μια από αυτές.
Και αν στο ισόγειο, στο πρώτο επίπεδο της έκθεσης αυτή η κλινική, εργαστηριακή αίσθηση δεν σου προκαλεί ιδιαίτερη έλξη, είναι το συναίσθημα αυτό που έρχεται και σε πνίγει και βρίσκεσαι να ισορροπείς μεταξύ θέασης σύγχρονης τέχνης και προσωπικής εμπλοκής. Το συναίσθημα για την κατοίκηση του χώρου. Κάνοντας τη συγκίνηση αίτημα, ναι αυτό είναι κάτι που θα μπορούσε να έχει γραφτεί για την περίπτωση του ΕΜΣΤ που από τις 31 Οκτώβρη δέχεται το κοινό, περιμένει τους πολίτες, περιμένει να αποκτήσει χρήση και βίωμα, έστω και σαν ασθενής που μέρη του σώματός του παραμένουν στον γύψο. Αθέατα.
Χρειάζεται να περπατήσεις, να δεις τη θάλασσα από γυαλιά που έφτιαξε ο Κώστας Βαρώτσος για να τοποθετήσει την προπέλα πλοίου που βυθίστηκε το 1997 για να παρασύρει στον θάνατο δεκάδες Αλβανούς (κυρίως γυναίκες και παιδιά), να φτάσεις στην κορυφή της σκάλας μπροστά στο έργο του Ντάνι Ματές με τις φωτογραφίες γυμνών σωμάτων σε διαδικασία άθλησης από τη δεκαετία του ’30. Χρειάζεται να φτάσεις μέχρι εκεί για να νιώσεις τη ζεστασιά, για να υποχωρήσει η συγκίνηση, να νιώσεις πώς μπορείς να γίνεις -ίσως -μέρος της έκθεσης αυτής.
Όταν κατέβεις όμως τις σκάλες και βρεθείς πίσω από την οθόνη με το έργο του Στέφανου Τσιβόπουλου να κοιτάζεις από ψηλά όλο το υπόγειο, τότε θα αισθανθείς πραγματικά πως ναι το ΕΜΣΤ ανοίγει. Πώς μια νέα εμπειρία θα μπορούσε να δημιουργηθεί. Ένα δάσος από κολώνες του ιστορικού κτιρίου απλώνεται ως το βάθος καθώς δεξιά και αριστερά ξεχωρίζουν έργα: οι μπόγοι της Κιμσούτζα, η φωτογραφία της Ελένης Μυλωνά με την αραβική μαντήλα και την κατσαρόλα στο κεφάλι, τα τελάρα του Γιαν Χέντρικσε στον τοίχο στο βάθος της αίθουσας.
Και μετά περιφέρεσαι, συναντάς εκπλήξεις, έργα που απλώς προπερνάς χωρίς να συνδεθείς, ή ποιητικές συγκινήσεις όπως αυτή που προσφέρει το έργο του Νίκου Αλεξίου, η «μαύρη κουρτίνα». Σαν να τον βλέπεις να στέκεται εκεί μπροστά και με νευρικές πινελιές να συνθέτει αυτό το έργο που μοιάζει να ριγεί, να ανασαίνει. Το έργο τοποθετήθηκε στην ενότητα «Δομημένη Ευαισθησία».
Το έργο που σε καλεί περισσότερο σε μια διαδραστική εμπειρία είναι αυτό της Δανάης Στράτου, το «Τhe River of life». Μπαίνοντας μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο με τις οθόνες που προβάλλεται η ζωή και η ροή επτά ποταμών (Δούναβης, Νείλος, Αμαζόνιος, Νίγηρας, Μισισιπής, Γιανγκ Τσε και Γάγγης) νιώθεις σαν να βρίσκεσαι σε ένα πλοιάριο μέσα σε κάποιον ποταμό, νιώθεις να κινείσαι καθώς οι ήχοι του σε περιτριγυρίζουν.
Εβδομήντα έργα, εβδομήντα αφηγήσεις. Λειτουργεί ο διάλογος μέσα στο πλαίσιο των θεματικών ενοτήτων; Δύσκολα, καθώς απαιτεί να είσαι εξαιρετικά διαβασμένος ή μυημένος για να προσλάβεις τις συν-αναγνώσεις και τα κλεισίματα ματιού μεταξύ των δημιουργών. Αν δεν έχεις πλάι σου κάποιον από τους επιμελητές να σου εξηγεί, δύσκολα μόνος θα πλοηγηθείς σε αυτό.
Ακόμα και οι καλλιτέχνες που μας μίλησαν για το έργο τους στην ξενάγηση για τους δημοσιογράφους, δεν ένιωσα να συνδέονται με τα έργα της ίδιας θεματικής ενότητας. Και αυτό είναι μεγάλο στοίχημα για το μουσείο. Δεν αρκεί να ανοίξει. Πρέπει να προσελκύσει το κοινό, να το ζεστάνει, να το εκπαιδεύσει για να κατανοήσει και να επιστρέψει. Αν οι πρώτες συλλαβές του ΕΜΣΤ χρειάζονται μεσολάβηση, αν μείνουν άναρθρες φωνές χωρίς νόημα, τότε πραγματικά θα έχει χαθεί το μεγάλο στοίχημα για το μουσείο. Δεν αρκεί η έκθεση, οι προθέσεις, η συγκίνηση. Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. Ο πραγματικός διάλογος με το κοινό.
info:
Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης
Κρίσιμοι Διάλογοι: Αθήνα – Αμβέρσα
Ως τις 29 Ιανουρίου 2017