| Keith Jarrett/Facebook
Επικαιρότητα

Το δράμα του Κιθ Τζάρετ: «Η ζωή μου χωρίς το πιάνο»

Ενας από τους σημαντικότερους πιανίστες της τζαζ, αλλά και βιρτουόζος της κλασικής μουσικής, αποκαλύπτει στους New York Times γιατί εξαφανίστηκε από το μουσικό προσκήνιο εδώ και δυόμισι χρόνια
Protagon Team

Η τελευταία φορά που ο Κιθ Τζάρετ έπαιξε μπροστά σε κοινό ήταν στις αρχές του 2017, στο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης. Η επόμενη συναυλία του ήταν προγραμματισμένη για τον Μάρτιο της επόμενης χρονιάς, όμως ακυρώθηκε χωρίς κάποια εξήγηση, όπως και οι υπόλοιπες εμφανίσεις του διάσημου πιανίστα.

Ουδείς γνώριζε τι απέγινε ο καλλιτέχνης που θεωρείται από τους σημαντικότερους μουσικούς της τζαζ, αλλά και βιρτουόζος της κλασικής μουσικής, μέχρι που οι New York Times, αποκάλυψαν ότι ο λόγος για τον οποίο εξαφανίστηκε ήταν δύο εγκεφαλικά επεισόδια, το ένα τον Φεβρουάριο του 2018 και το δεύτερο –και πιο βαρύ– τρεις μήνες αργότερα.

Μιλώντας πρόσφατα στο τηλέφωνο με τον δημοσιογράφο, ο 75χρονος Τζάρετ είπε ότι δεν θα ξαναπαίξει ποτέ πιάνο δημοσίως, καθώς η αριστερή πλευρά του είναι μερικώς παράλυτη. «Ημουν εντελώς παράλυτος. Σήμερα μπορώ να περπατήσω με μπαστούνι, αλλά μου πήρε έναν χρόνο να τα καταφέρω και ακόμα δεν μπορώ να κινηθώ άνετα μέσα στο σπίτι», είπε.

Αρχικά, εξηγεί ο ίδιος, δεν κατάλαβε πόσο σοβαρό είναι το επεισόδιο. Οταν τα συμπτώματα έγιναν πιο έντονα, μπήκε στο νοσοκομείο, όπου σιγά σιγά θεραπεύθηκε και πήρε εξιτήριο. Το δεύτερο και βαρύτερο εγκεφαλικό τον βρήκε σπίτι και τον έστειλε σε κέντρο αποκατάστασης, όπου και παρέμεινε για δύο χρόνια.

Ο Κιθ Τζάρετ σε συναυλία του στη Γαλλία, το 2008 (EPA/ASM)

Στο κέντρο υπήρχε πιάνο, όπου έπαιζε πού και πού κάποιες νότες με το δεξί του χέρι. «Εκανα πως ήμουν ο Μπαχ με ένα χέρι. Αλλά ήταν μόνο για παιχνίδι». Οταν πρόσφατα προσπάθησε να παίξει αγαπημένες του bebop μελωδίες, η συνειδητοποίηση ήταν οδυνηρή: τις είχε ξεχάσει.

«Δεν ξέρω πώς θα είναι το μέλλον μου, αλλά τώρα δεν αισθάνομαι πιανίστας. Μόνο αυτό μπορώ να πω. Οταν ακούω κομμάτια στο πιάνο, αισθάνομαι άσχημα σωματικά. Ακόμα και Σούμπερτ να ακούσω ή κάτι απαλό, μου είναι δύσκολο, γιατί ξέρω ότι δεν μπορώ πια να το παίξω. Και δεν πρόκειται να γίνω καλύτερα. Το πολύ πολύ να μπορώ να πιάσω ένα φλιτζάνι με το αριστερό μου χέρι, αλλά όχι να παίξω πιάνο. Στην περίπτωσή μου, δεν μπορεί κανείς να πει “μην πυροβολείτε τον πιανίστα”. Με έχουν ήδη πυροβολήσει».

Δεν πρέπει να υπάρχει χειρότερη αίσθηση για κάποιον που ήταν μουσική μεγαλοφυΐα ήδη από τα τρία του, όταν μία θεία του τού είπε να ακούσει το ρυάκι που κυλούσε και αυτός το μετέτρεψε σε μελωδία στο πιάνο.

Ο Τζάρετ ήταν μουσική μεγαλοφυΐα ήδη από πολύ νεαρή ηλικία

Ο Κιθ Τζάρετ έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό τη δεκαετία του ’60, κυρίως με το συγκρότημά του, ένα τρίο στο οποίο συμμετείχαν ο σαξοφωνίστας Τσαρλς Λόιντ και ο σπουδαίος ντράμερ του Μάιλς Ντέιβις, Τζακ Ντεζονέτ, αλλά και με τη σόλο δουλειά του.

Στις συναυλίες του, ο Τζάρετ έκανε επίδειξη της δεινότητάς του στον αυτοσχεδιασμό και το 1975, σε μία από αυτές, στην Κολωνία, την έφτασε στο απόγειό της, σύμφωνα με τους ειδικούς. Το Κονσέρτο στην Κολωνία, που κυκλοφόρησε αργότερα, παραμένει ένα από τα δημοφιλέστερα σόλο πιανιστικά άλμπουμ με τις περισσότερες πωλήσεις.

Ο Τζάρετ, επίσης, άφησε εποχή και με τις ιδιοτροπίες του στις συναυλίες του, όπου παραπονιόταν για τον ήχο του πιάνου, την ακουστική της αίθουσας ή τον βήχα του κοινού.

Συχνά αισθανόταν πολύ κουρασμένος και το 1998, αποκάλυψε ότι πάσχει από το μυστήριο σύνδρομο της χρόνιας κόπωσης.

Στη συνέχεια, επανενώθηκε με τους αγαπημένους του μουσικούς, τον Ντεζονέτ και τον βιρτουόζο μπασίστα Γκάρι Πίκοκ, με τους οποίους έδωσε πολλές συναυλίες.

Ο Κιθ Τζάρετ παραλαμβάνει το βραβείο «Donostiako Jazzaldia» για τη συμβολή του στην τζαζ μουσική, στην Ισπανία, το 2005 JEPA/JUAN HERRERO

Ο Πίκοκ και πολλοί μουσικοί συνεργάτες του Τζάρετ έχουν πλέον πεθάνει: ο ντράμερ Τζον Κρίστενσεν, ο σαξοφωνίστας Ντιούι Ρέντμαν, ο μπασίστας Τσάρλι Χέιντεν, ο ντράμερ Πολ Μόσιαν, όλοι θάνατοι που τον έχουν επηρεάσει.

Ο ίδιος ξέρει πόσο επιδραστικός είναι στον χώρο του, αλλά δεν φαίνεται να το διασκεδάζει: «Αισθάνομαι σαν να είμαι ο Τζον Κολτρέιν του πιάνου. Ολοι έπαιζαν σαξόφωνο σαν αυτόν και δεν έκρυβαν την επιρροή τους. Ομως, δεν ήταν η δική τους μουσική, αλλά μία απομίμηση».

Για κάποιον που έχτισε τη φήμη του πάνω στον αυτοσχεδιασμό, η απομίμηση ισοδυναμεί με βρισιά. «Δεν ήξερα ποτέ πριν βγω στη σκηνή τι θα παίξω. Ακόμα κι αν είχα κάποια ιδέα, έλεγα “όχι” στον εαυτό μου», λέει και εξηγεί ότι κάθε συναυλία ήταν διαφορετική: άλλη πόλη, άλλη κουλτούρα, άλλη αίθουσα, άλλο πιάνο, άλλο κοινό, άλλη η διάθεσή του. Και δεν κρύβει ότι αγαπημένη του πόλη για να παίζει ήταν η Βουδαπέστη, ίσως και λόγω καταγωγής: Η μητέρα της μητέρας του ήταν Ουγγαρέζα και έπαιζε από μικρός τη μουσική του ούγγρου συνθέτη, Μπέλα Μπάρτοκ. Αλλά πάνω από όλα, τονίζει, ήταν το κοινό, που ήταν πολύ καλά εκπαιδευμένο και εκτιμούσε τη μουσική του.

Ο Τζάρετ τονίζει ότι δεν θα μπορούσε να κάνει ό,τι έκανε χωρίς το κοινό. Και αυτή η σχέση, που ίσως χάθηκε για πάντα, είναι που του λείπει περισσότερο τώρα.

«Δεν μπορώ ούτε καν να μιλήσω για αυτό», λέει χαρακτηριστικά. «Μπορώ να παίξω μόνο με το δεξί μου χέρι, όμως δεν με πείθω πια. Βλέπω όνειρα, όπου είμαι έτσι ημιπαράλυτος και προσπαθώ να παίξω πιάνο, αλλά είναι σαν την πραγματική μου ζωή».