Στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, με τους 500.000 νεκρούς, «ξεφύτρωσαν» διάφορες ομάδες εξτρεμιστών ισλαμιστών, που για χρόνια έσπειραν τον τρόμο στην χώρα αλλά και στη Δύση.
Οι περισσότερες κατέφυγαν στις λεηλασίες και τους εκβιασμούς για να χρηματοδοτήσουν την οργάνωσή τους. Μία από αυτές όμως, με την ονομασία Nusra Front, «θυγατρική» του ISIS, δεν χρειάστηκε να καταφύγει σε τέτοιες πράξεις για να βρει χρήματα.
Και σύμφωνα με τους Times, το Ανώτερο Δικαστήριο της Βρετανίας, στο Λονδίνο, αποκάλυψε τον λόγο: Οι τζιχαντιστές έλαβαν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια από τον σεΐχη του Κατάρ, μέσω παράνομων οδών διακίνησης μαύρου χρήματος.
Δύο τράπεζες του Κατάρ, πολλές φιλανθρωπικές οργανώσεις, πλούσιοι επιχειρηματίες, γνωστοί πολιτικοί και δημόσιοι λειτουργοί είναι ανάμεσα στους εναγόμενους που κατονομάζονται στην αγωγή που κατέθεσαν εννέα Σύριοι, στο δικαστήριο του Λονδίνου.
Η οργάνωση Nusra Front ξεκίνησε ως παρακλάδι του Ισλαμικού Κράτους και ήταν από τις πιο βίαιες ομάδες τζιχαντιστών, υπεύθυνη για αμέτρητες βιαιοπραγίες κατά του πληθυσμού.
Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι όλοι όσοι κατονομάζονται στην αγωγή, έπαιξαν ρόλο στην υπόθεση, για λογαριασμό του κράτους του Κατάρ (το οποίο θα διοργανώσει του χρόνου το Μουντιάλ), σε συνεργασία με την Μουσουλμανική Αδελφότητα, την διακρατική οργάνωση των Σουνιτών Ισλαμιστών, που για λίγο διάστημα είχε ανέλθει στην εξουσία στην Αίγυπτο, αλλά θεωρείται τρομοκρατική από πολλές χώρες.
Σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα, τη συνωμοσία οργάνωσαν υψηλόβαθμα στελέχη της ηγεσίας του Κατάρ. Ετσι, στα χέρια των τζιχαντιστών δολοφόνων έφτασαν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια που χρειάζονταν για να στηρίζουν τις τρομοκρατικές τους ενέργειες και την εμπλοκή τους στον εμφύλιο της Συρίας.
Ανάμεσα στα άτομα που κατονομάζονται είναι ο πρώην πρωθυπουργός του Κατάρ, Χαμάντ μπιν Γιασίμ αλ-Θάνι και ο ιδιοκτήτης του πολυτελούς ξενοδοχείου Ριτζ στο Λονδίνο, Αμπντουλαντί Μανά αλ-Χαϊρι. Ολοι οι εναγόμενοι αρνήθηκαν τις κατηγορίες, όταν ρωτήθηκαν από τους Times.
Σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα, τα χρήματα έφταναν στους τρομοκράτες μέσω υπερβολικά «φουσκωμένων» συμβολαίων εργολαβίας κατασκευών, αγοράς ακινήτων με υπέρογκα ποσά και υπέρογκες αμοιβές σε σύριους μετανάστες εργάτες. Οι καταριανοί εμπλεκόμενοι συναντιόντουσαν με τους τζιχαντιστές στην Τουρκία.
Τα χρήματα μεταφέρονταν από τραπεζικούς λογαριασμούς εταιρειών και φιλανθρωπικών οργανώσεων του Κατάρ απευθείας στη Συρία ή σε τουρκικές τράπεζες, από όπου τα «σήκωναν» οι τρομοκράτες και τα μετέφεραν οι ίδιοι στη Συρία.
Οι εννέα Σύριοι που έχουν καταθέσει την αγωγή, αναφέρουν ότι είχαν μεγάλες οικονομικές απώλειες, βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν ή απειλήθηκαν με εκτέλεση από το Nusra Front.
Ανάμεσά τους είναι ένας επιχειρηματίας από μία γνωστή οικογένεια χριστιανών στη Συρία, που του ανατέθηκε η κατασκευή ενός μεγάλου νοσοκομείου από φιλανθρωπική οργάνωση του Κατάρ, ο οποίος κατέθεσε ότι έχασε εκατομμύρια δολάρια όταν αρνήθηκε να συμμετέχει στη συνωμοσία.
Κομβικό γραφείο της επιχείρησης ήταν η εταιρεία μηχανικών της κυβερνητικής υπηρεσίας που υπάγεται στον εμίρη του Κατάρ, Ταμίμ μπεν Χαμάντ Αλ-Θάνι, και ελέγχει τα μεγαλύτερα κατασκευαστικά συμβόλαια.
Στο στόχαστρο είναι και τράπεζες του Κατάρ, που διοχέτευαν τα κεφάλαια στους τρομοκράτες, είτε έχοντας άμεση γνώση, είτε διενεργώντας ελλειπείς ελέγχους.
Κάποιοι από τους εναγόμενους, ισχυρίζονται ότι οι κατηγορίες έχουν στόχο να βλάψουν τις σχέσεις του Κατάρ με τη Δύση.
Η άνοδος του Nusra Front
Η τζιχαντιστική οργάνωση ιδρύθηκε το 2011, όταν ο ηγέτης της αλ Κάιντα στο Ιράκ, Αμπού Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι, έστειλε συνεργάτη του στη Συρία στο ξεκίνημα του εμφυλίου, για να στήσει εκεί παρακλάδι.
Μέσα σε λίγους μήνες, ο Αμπού Μοχάμαντ αλ-Γκολάνι διοικούσε μία ομάδα τζιχαντιστών με επιθέσεις αυτοκτονίας, βομβιστικές επιθέσεις και άλλες στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Οταν οι αντάρτες κατέλαβαν το Χαλέπι, τον Ιούλιο του 2012, το Nusra Front ήταν από τις γνωστότερες ομάδες και ξεχώριζε γιατί έδινε παχυλούς μισθούς και προσέλκυε δυσαρεστημένα μέλη άλλων οργανώσεων, ενώ γινόταν ολοένα και πιο βίαιο με συχνούς αποκεφαλισμούς και απαγωγές Δυτικών. Εκτός από τον Ασαντ, πολεμούσε και άλλες αντάρτικες ομάδες, ενώ τα μέλη του φωτογραφίζονταν μπροστά σε δεκάδες εκτελεσμένα θύματά τους.
Η ομάδα αργότερα διασπάστηκε, αλλά παραμένει ενεργή και βρίσκεται στη λίστα του ΟΗΕ και των δυτικών χωρών με τις τρομοκρατικές οργανώσεις.