Ενας τίτλος που θα μπορούσε κάλλιστα να συνοδεύει την είδηση – υπενθύμιση ότι ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ γίνεται σήμερα, 27 Δεκεμβρίου, 70 ετών, θα ήταν ο εξής: «Ο Ντεπαρντιέ έγινε 70. Ο Ζεράρ πέθανε καλλιτεχνικά από το 1990».
Ο «ομορφάσχημος» άνδρας του γαλλικού σινεμά, που ανακαλύφθηκε εγκαίρως και από το Χόλιγουντ, ξεκίνησε την καριέρα του με τις καλύτερες προδιαγραφές. Δεν είχε την μεθυστική ομορφιά του Αλέν Ντελόν, ούτε και την ακαταμάχητη γοητεία του Ζαν Πολ Μπελμοντό, διέθετε όμως κάτι εντελώς δικό του. Με την πρώτη ματιά θα μπορούσες να τον χαρακτηρίσεις άσχημο, λες και ο ρόλος του «Συρανό» που υποδύθηκε με τεράστια επιτυχία το 1990 του ταίριαζε γάντι.
Με μία όμως πιο προσεκτική προσέγγιση, θα έβλεπες ότι αυτός ο παράξενος τύπος με τα διαρκώς αχτένιστα μαλλιά και τη μεγάλη μύτη, έχει κάτι που σε κάνεις να θέλεις να τον βλέπεις και να τον ξαναβλέπεις στη μεγάλη οθόνη. Από το εμβληματικό «1900» του Μπαρνάρντο Μπερτολούτσι και την «Τελευταία Γυναίκα» του Μάρκο Φερέρι , μέχρι τη «Γυναίκα της Διπλανής Πόρτας» του Φρανσουά Τριφό και το «Υπόθεση Δαντών» του Αντρέι Βάιντα, ο Ντεπαρντιέ ήταν ο αγαπημένος του σινεφίλ κοινού αλλά και των μεγάλων σκηνοθετών.
Οταν το 1990 είχαν βγει σχεδόν παράλληλα στις αίθουσες το «Συρανό» του Ζαν-Πολ Ραπενό και η «Πράσινη Κάρτα» του Πίτερ Γουίαρ, νόμιζες ότι ο Γάλλος είχε όλον τον κόσμο στα χέρια του.
Κάπου εκεί το έχασε. Ο Ντεπαρτιέ είναι ένας λαίμαργος άνθρωπος αλλά ακόμα πιο «λαίμαργος» ηθοποιός: έπαιξε σε πάνω από 200 ταινίες, συχνά όχι ποιότητας, σπαταλώντας εν πολλοίς το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του και σβήνοντας γρήγορα τη νεανική ακτινοβολία του. Στη δεκαετία του 1990 ο Ντεπαρντιέ εκφυλίστηκε, μεταλλάχθηκε από τον πρωταγωνιστή για τον οποίο γίνονταν ουρές έξω από τα σινεμά σε έναν ηθοποιο-καρικατούρα, που του εμπιστεύονταν όλο και πιο αδιάφορους ρόλους σε όλο και πιο επίπεδες ταινίες.
Ο Ντεπαρντιέ, βέβαια, θεωρείται επτάψυχος. Μέχρι στιγμής, έχει επιβιώσει από αεροπορικό ατύχημα, πενταπλό μπάι-πας και περισσότερα από δεκαπέντε ατυχήματα με την αγαπημένη του μοτοσικλέτα. Εχει επίσης επιβιώσει κι από κάτι ακόμη πιο σοβαρό: τον θάνατο του γιου του Γκιγιόμ, επίσης ηθοποιού, το 2008, τον οποίο έχασε από οξεία πνευμονία. Είχαν μάλιστα συνεργαστεί το 1991 στην ταινία «Ολα τα πρωινά του κόσμου», του Αλέν Κορνό.
Επτάψυχος και εβδομηντάχρονος πλέον, σου δίνει ωστόσο την εντύπωση ενός σταρ που έκανε πολύ κακή και επιπόλαιη διαχείριση της φήμης και του ταλέντου του. Τα τελευταία χρόνια άλλωστε, τον έχουμε συνδυάσει με τον ρόλο-καρικατούρα του «Οβελίξ» στις σαχλές κινηματογραφικές περιπέτειες του «Αστερίξ».
Από το μενίρ του δημοφιλούς καρτουνίστικου ήρωα στο ναδίρ της καλλιτεχνικής του ταυτότητας, με μία ενδιάμεση στάση στη Ρωσία, όπου το 2013, με τις ευλογίες του Πούτιν, πήρε τη ρωσική υπηκοότητα, απαρνούμενος -για λόγους φοροδιαφυγής-, τη γαλλική.
Κάνοντας τη δική της προσπάθεια ψυχανάλυσης αυτού του πολύπλοκου αντι-ήρωα που από κοσμαγάπητος «Ζεράρ» έγινε ο κυνικός «Ντεπαρντιέ», η ιταλική εφημερίδα La Repubblica φιλοξενεί συνέντευξή του. Οπως συνηθίζει, μιλάει χωρίς περιστροφές, χωρίς φόβο και με πολύ πάθος. Τους ρόλους του τους απαρνιέται με έναν υπαρξιακό μηδενισμό που μοιάζει να τον χαρακτηρίζει γενικά.
Για τον ψυχαναγκασμό των γενεθλίων
«Απεχθάνομαι τις γιορτές. Δεν μου αρέσει να πανηγυρίζω κάθε χρόνο τέτοια εποχή επειδή γεννήθηκα. Προτιμώ να μιλώ για δουλειά και να κάνω πράγματα. Αυτή την εποχή για παράδειγμα, ετοιμάζομαι να γυρίσω ένα ντοκιμαντέρ για τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής στην Αιθιοπία. Ο πατέρας και η μητέρα μου, μου έμαθαν από πολύ μικρή ηλικία, να γίνω πολίτης του κόσμου. Να ταξιδέψω, να αναμειχθώ με άλλους πολιτισμούς. Μου έμαθαν την ελευθερία του να ζεις».
Για τους πιο αγαπημένους του ρόλους
«Τους ρόλους τους ξεχνάω όταν τελειώνουν, τους αφήνω πίσω. Δεν με προσδιορίζουν, δεν με στοιχειώνουν. Αλλωστε, ο πιο δύσκολος και απαιτητικός ρόλος που παίζει ο καθένας από εμάς, είναι ο ίδιος του ο εαυτός…».
Ο Ντεπαρντιέ επιμένει ότι επιθυμεί να κάνει στροφή στην καριέρα του, προς πιο ποιοτικά πράγματα, εξωτερικεύοντας τις κοινωνικές του ευαισθησίες. Λίγο δύσκολο να το πιστέψει κάποιος, αν αναλογιστεί ότι τα χρήματα ήταν πάντα η πυξίδα του, εξ ου και η μετανάστευσή του στη φορολογικά φιλόξενη Ρωσία.
Πώς θα είναι άραγε η ζωή από εδώ και πέρα για τον 70άρη Ντεπαρντιέ; Θα καταφέρει να ξαναγίνει ο «Ζεράρ» της καρδιάς μας; Ή μήπως, ύστερα από την «Πράσινη Κάρτα» των ’90s ήρθε ο καιρός να πάρει και μία… κόκκινη;