Είναι ζήτημα βασανιστικό. Με πόνο και με απόλαυση ή ηδονή συνάμα. Και η Κέιτ Μπλάνσετ είναι έτοιμη να ενδώσει σε αυτό. Όταν μάλιστα απέναντί της έχει τον Στίβεν Ντιλέιν του τηλεοπτικού «Game of Thrones». Η δε βασανιστική, σεξουαλικά ηδονική σχέση τους κατάφερε να βγει μέχρι και σε λοταρία. Υπεύθυνο το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, στο οποίο η Αυστραλή ηθοποιός θα κάνει το ντεμπούτο της στο έργο του Μάρτιν Κριμπ «Όταν θα έχουμε βασανίσει αρκετά ο ένας τον άλλον» (σε ελεύθερη απόδοση του τίτλου «When We Have Sufficiently Tortured Each Other»), από τις 16 Ιανουαρίου. Αφήνοντας μάλιστα υπόνοιες ότι μετά θα αφήσει πλέον την υποκριτική τέχνη, που της έχει αποφέρει δύο Όσκαρ. Τι πιο γαργαλιστικό;
Ας τα πάρουμε τα πράγματα, όμως, από την αρχή. Ή, μάλλον, ας μας ξεναγήσει η ίδια η Κέιτ Μπλάνσετ μέσα από μία συνέντευξή της στον βρετανικό Guardian και στον Άντριου Ντίκσον, στον οποίο δηλώνει ότι εκείνη βλέπει το θέατρο ως μία πρόκληση. Όχι μόνον για την ίδια. Κυρίως προς τους άλλους. Με δυο λόγια ως όχημα για να προκαλεί.
Ξεκινώντας καταρχάς από το ίδιο το έργο, βασισμένο από τον Κριμπ πάνω στο σκανδαλιστικό στην εποχή του μυθιστόρημα «Πάμελα» του Σάμιουελ Ρίτσαρντσον (1740). Με την ερωτική ιστορία μιας υπηρέτριας με τον εργοδότη της, που ξεκινάει με μια σειρά από επιστολές προς τον μυστηριώδη «Mr. B», συνεχίζει με μια σεξουαλική επίθεση και υποταγή και καταλήγει με μια πρόταση γάμου. Αφού βεβαίως περνάει από όλες τις… αποχρώσεις των σαδομαζοχιστικών επιλογών, με την Πάμελα ως υποχείριο ερωτευμένο με τον αφέντη της. Το λεγόμενο «σύνδρομο της Στοκχόλμης», δηλαδή.
«Πολλά από όσα αναφέρονται στο έργο είναι πράγματα που σκεφτόμουν πολύ τελευταία ή μου έφεραν στην επιφάνεια πράγματα που σκεφτόμουν παλαιότερα», λέει η Κέιτ Μπλάνσετ, βάζοντας σε ενέργεια το θέατρο-πρόκληση για κείνην, με τις υπόνοιες ότι κάτι της θυμίζει ένα έργο με σαδομαζοχιστικές τακτικές. Με αφέντες και υποχείρια. «Μου θυμίζει τις πρωτοπόρους συγγραφείς Ρέιτσελ Κασκ και Μάγκι Νέλσον», επαναφέρει τα πράγματα η πολυβραβευμένη άτεγκτη «Ελισάβετ» της μεγάλης οθόνης. «Μου θυμίζει τα όρια μεταξύ των φύλων. Το πώς η γλώσσα αποτυγχάνει να ορίσει την αλήθεια αφενός και μας ορίζει αφετέρου. Πώς η ίδια μας κρατάει δέσμιους μέσα σε παραδείγματα και πρότυπα που προκαλούν την αντίστασή μας, την οργή ή την σύγχυση».
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος γιατί επέλεξε αυτό τον ρόλο η Κέιτ Μπλάνσετ. Όταν η πρώτη της μεγάλη επιτυχία ήρθε με την «Ελισάβετ» και το πέρασμα από την αίσθηση του τρωτού στην αίσθηση της υπεροχής στον εν λόγω ρόλο. Έτσι τον είχε κερδίσει, άλλωστε. Όπως στην πρόσφατη ταινία της «Manifesto» – στην οποία υποδύεται 13 ρόλους, ανάμεσά τους και έναν γενειοφόρο γέροντα και ένα golden boy – όλη η γκάμα της υποκριτικής της τεχνικής περνάει μπροστά από τα μάτια του θεατή μέσα σε λίγα λεπτά, έτσι και στο θεατρικό του Κριμπ συμπυκνώνει την ίδια υποκριτική δύναμη και παραλλαγή.
Πώς αποφασίζει ποιος ρόλος της κάνει; «Όταν διαβάζεις ένα έργο», λέει, «και ξέρεις από την αρχή τι ακριβώς είναι, τι λέει, δεν καταλαβαίνω καν ποιος είναι ο λόγος να το προβάρεις. Πάντα πρέπει να ρισκάρεις ακόμη και την αποτυχία. Όσο πιο αναγνωρίσιμη είσαι, τόσο πιο πολλά περιμένουν από σένα και τόσο πιο δύσκολο είναι. Όμως, πρέπει να το κάνεις». Και, ξεκαθαρίζοντας τη στάση της απέναντι στο συγκεκριμένο… σαδομαζοχιστικό έργο, διευκρινίζει: «Δεν θα κλειδωθώ μόνη μου σε ένα δωμάτιο, για την προσωπική μου απόλαυση του πόνου. Η διαδικασία είναι, που έχει σημασία».
Καθώς και η βρετανική θεατρική σκηνή είχε ταχύτατα αντανακλαστικά απέναντι στο κίνημα #MeToo (εκείνη, την τελευταία φορά σε βρετανική σκηνή είχε βρεθεί με την απόδοση του Κριμπ πάνω στο «Μεγάλο και Μικρό» του Μπότο Στράους), γεννιέται το ερώτημα πώς αντιμετωπίζουν πολιτικά, ισχυρές γυναίκες σαν εκείνη και τις συναδέλφους της, την υποταγή σε έναν ισχυρότερο αφέντη. Η ίδια άλλωστε, μαζί με την Σάλμα Χάγιεκ, την Κρίστεν Στιούαρτ και άλλες 82 γυναίκες του σινεμά, είχε απαιτήσει με μια «θεατρική» διαμαρτυρία, πάνω στο κόκκινο χαλί του Φεστιβάλ Καννών, τον περασμένο Μάιο, «ασφαλή χώρο εργασίας». Ασφαλή από κυρίαρχα αρσενικά όπως ο «πολύς» παραγωγός Χάρβι Γουαϊνστάιν. Είναι απλό για την Κέιτ Μπλάνσετ: «Κάνεις πάντα κάτι που αφορά την εποχή σου, ειδάλλως είναι άσχετο. Και ποιος είναι ο λόγος να το κάνεις;».
Εν συντομία, το «When We Have Sufficiently Tortured Each Other» είναι το πολιτικό της σχόλιο και στην εποχή της και στα θέματά της, όπως το #MeToo. «Ήταν σαν αυτό το κίνημα να αντιπροσώπευε το σημείο βρασμού. Όμως το ζήτημα κόχλαζε εδώ και καιρό», προσθέτει η ίδια. «Αν και η οργή κοχλάζει ακόμη. Σε αυτό το σημείο είμαστε».
Και το θέατρο; «Το θέατρο είναι για μένα Πρόκληση. Δεν βρίσκεσαι εκεί πάνω, στη σκηνή, κυνηγώντας μια – πολιτική – θέση. Βρίσκεσαι εκεί για να θέσεις μια σειρά από ερωτήματα. Ερωτήματα που μπορεί κάποιους να θυμώσουν, να ερεθίσουν ή να μπερδέψουν. Ελπίζω η συζήτηση, που να προκύψει, να είναι η πλέον σημαντική όλων». Κι εκείνη, θα εγκαταλείψει όπως έχει πει πλέον την υποκριτική; «Α ναι, μετράω πέντε-έξι μήνες ακόμη», λέει με σαρδόνιο γέλιο. Αν αστειεύεται, το μέλλον θα δείξει.
Info
Η παράσταση του έργου του Μάρτιν Κριμπ «When We Have Sufficiently Tortured Each Other» θα παίζεται στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, στο Λονδίνο, από τις 16 Ιανουαρίου έως και τις 2 Μαρτίου.