Είναι αλήθεια πως οι φωτογραφίες δύνανται να αγγίξουν την κοινή γνώμη η οποία μπορεί με τη σειρά της, στη συνέχεια, να πιέσει τις κυβερνήσεις να αλλάξουν τη στάση τους, λαμβάνοντας ενεργό ρόλο στις όποιες εξελίξεις.
Ας σκεφθούμε:
Θα είχαν καταστεί ξεκάθαρα τα εγκλήματα που διέπρατταν οι Αμερικανοί στο Βιετνάμ, δίχως τη φωτογραφία που τράβηξε ο Χιουν Κονγκ «Νικ» Ουτ του Associated Press την 8η Ιουνίου του 1972 με τραγικούς πρωταγωνιστές μικρά παιδιά που εγκαταλείπουν το χωριό Τρανγκ Μπανγκ μετά τον βομβαρδισμό του με βόμβες Ναπάλμ; Εάν δεν είχε δει όλος ο κόσμος τη μικρή Παν Τι Κιμ Πουκ να τρέχει γυμνή, ουρλιάζοντας από τον πόνο, οι πορείες και οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας κατά του πολέμου θα ήταν τόσο μαζικές; Και, αρκετά χρόνια νωρίτερα, θα είχε γίνει αντιληπτή η φρίκη του πολέμου χωρίς τη φωτογραφία που έβγαλε για το Life το 1966 ο βρετανός φωτορεπόρτερ Λάρι Μπάροους, απαθανατίζοντας τον λοχία Τζερεμάια Πέρντι με έναν ματωμένο επίδεσμο τυλιγμένο στο κεφάλι να προσπαθεί να συνδράμει έναν επίσης τραυματισμένο και ολότελα καλυμμένο με λάσπη σύντροφό του έπειτα από σφοδρή μάχη, σε ένα ξέφωτο που θυμίζει τα βρώμικα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου;
Για να ευαισθητοποιεί η κοινή γνώμη δεν είναι πάντα απαραίτητο τις όποιες φωτογραφίες να τις βγάζουν επαγγελματίες φωτογράφοι που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Οι φωτογραφίες με τους αμερικανούς πεζοναύτες δίπλα σε απανθρακωμένες σορούς ιρακινών στρατιωτών και εκείνες που τραβήχτηκαν στο κολαστήριο του Αμπού Γκράιμπ στη Βαγδάτη ήταν στην πραγματικότητα «αναμνηστικές» φωτογραφίες. Μέσω της διάδοσής τους, ωστόσο, συνέβαλαν στο να διεξαχθούν έρευνες κατά της κακοποιητικής συμπεριφοράς μελών των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων.
Αλλά, όπως ακριβώς το χρονικό ενός έμπειρου πολεμικού ανταποκριτή ή το ρεπορτάζ ενός τηλεοπτικού απεσταλμένου απεικονίζει πιο άμεσα και λεπτομερώς τον αντίκτυπο μιας μάχης ή ενός βομβαρδισμού, έτσι και οι φωτογραφίες των επαγγελματιών φωτογράφων μπορούν να κερδίσουν το ενδιαφέρον και την προσοχή και των πιο αποστασιοποιημένων από τους παρατηρητές ενός πολέμου.
Τον πόλεμο στο Αφγανιστάν τον θυμόμαστε χάρη και στις φωτογραφίες της Πόλα Μπρόνσταϊν, εκείνο το σπαρακτικό πορτρέτο, για παράδειγμα, μιας ασπροφορεμένης μητέρας σε απόγνωση που κάθεται οκλαδόν σε ένα κρεβάτι, κρατώντας στην αγκαλιά της το τραυματισμένο παιδί της, και κέρδισε το πρώτο βραβείο στην κατηγορία «Καθημερινή Ζωή» του World Press Photo το 2017.
Γιατί, όμως, κάποιες φωτογραφίες αποτελούν γροθιές στο στομάχι; Στο ερώτημα αποπειράται να απαντήσει η Λούσι Ντέιβις, δημοσιογράφος της Telegraph, εστιάζοντας αρχικά την προσοχή της στη φωτογραφία (ΕΠΑΝΩ) που είχε τον μεγαλύτερο αντίκτυπο όσον αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία – το πορτρέτο της 53χρονης δασκάλας Ολένα Κουρίλο που έβγαλε ο αμερικανός φωτογράφος Βόλφγκανγκ Σουάν, την 24η Φεβρουαρίου, ημέρα έναρξης του πολέμου, στο Τσουχουίβ. Ομως και η φωτογραφία με το ματωμένο χέρι της Τατιάνα Περμπέινος, της γυναίκας που έχασε τη ζωή της από ρωσικά πυρά στο Ιρπίν, μαζί με την 9χρονη κόρη της και τον 18χρονο γιο της που τράβηξε η ανεξάρτητη αμερικανίδα (και βραβευμένη με Πούλιτζερ) φωτορεπόρτερ Λίνσεϊ Αντάριο και δημοσιεύτηκε στους New York Times ήταν συγκλονιστική. Ενδεχομένως εξαιτίας της μιας βαλίτσας που στέκει άθικτη σε πρώτο πλάνο, μπροστά από τα άψυχα σώματα της μητέρας και των δύο παιδιών της.
Αλλά το πορτρέτο της Ολένα, εξηγεί η Λούσι Ντέιβις, δεν θα μας εγκαταλείψει ποτέ, γιατί οι γυναίκα με το κεφάλι μπανταρισμένο και το πρόσωπο γεμάτο αίματα, μας κοιτάζει κατάματα. Φαίνονται ξεκάθαρα ακόμα και οι κόρες των ματιών της. Η γυναίκα δείχνει έτοιμη κάτι να μας πει ή μάλλον μας λέει μία ιστορία η οποία, καλώς ή κακώς, μας αφορά όλους.
Ομως αυτό δεν αποτελεί προνόμιο αποκλειστικά της φωτογραφίας. Σίγουρα δεν είναι χαρακτηριστικό των βίντεο, τα οποία συνήθως εμπεριέχουν πληθώρα πληροφοριών που καθιστά δύσκολη της αποτύπωση μίας χειρονομίας ή ενός βλέμματος στη συνείδηση. Είναι, όμως, χαρακτηριστικό κάποιων έργων τέχνης, τα οποία κατέστησαν σαφές πως καμία επική αφήγηση δεν μπορεί να γλιτώσει τον πόλεμο από την ίδια του τη φρίκη. Μέσω της «Γκερνίκα» ο Πάμπλο Πικάσο κατάφερε να περικλείσει σε ένα τελάρο την ισοπέδωση της βασκικής πόλης την 26η Απριλίου του 1937 από αεροπορικές δυνάμεις της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας στο πλαίσιο του ισπανικού εμφύλιου πολέμου.
Επιστρέφοντας, όμως, στο αρχικό ερώτημα, πώς ορίζεται «ωραία» ή έστω «καλή» μια φωτογραφία που απεικονίζει τη φρίκη του πολέμου; Γιατί θυμόμαστε όλοι, για παράδειγμα, την απόβαση των αμερικανών στρατιωτών στην παραλία Όμαχα της Νορμανδίας την 6η Ιουνίου του 1944 (D-Day) όπως την απαθανάτισε ο περίφημος Ρόμπερτ Κάπα; Και γιατί προκάλεσε αίσθηση η απαθανάτιση της αμερικανίδας φωτογράφου και φωτορεπόρτερ Λι Μίλερ μέσα στην μπανιέρα του Χίτλερ;
«Είτε βρίσκεστε στο Κίεβο είτε στο Κρόιντον», ανέφερε ο Τζούλιαν Σίμοντς, ο οποίος αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην Ουκρανία για λογαριασμό της Telegraph, «μια καλή φωτογραφία είναι αυτή που ξεπερνά τα αποδεικτικά στοιχεία και καθίσταται κάτι που διαρκεί, και πάντα γνωρίζεις πότε το συλλαμβάνεις αυτό».
Σύμφωνα με τη Χίλαρι Ρόμπερτς, επικεφαλής επιμελήτρια φωτογραφίας στο Αυτοκρατορικό Μουσείο Πολέμου του Λονδίνου μια καλή πολεμική φωτογραφία είναι αυτή «που συνοψίζει τα βασικά στοιχεία της σύρραξης», μια καλή πολεμική φωτογραφία «περικλείει ένα συναίσθημα».
Ο καναδός Λάρι Τάουελ του πρακτορείου Magnum, οι φωτογραφίες του οποίου από τους πολέμους του Ελ Σαλβαδόρ, της Νικαράγουας και του Αφγανιστάν θεωρούνται υποδειγματικές, σημείωσε από την πλευρά του πως «μια καλή πολεμική φωτογραφία σε κάνει να νιώθεις ότι είσαι εκεί» και αυτό ισχύει σίγουρα για την φωτογραφία που έβγαλε το 2000 με πρωταγωνιστές μικρά παιδιά να βάλλουν με αυτοσχέδιες σφενδόνες κατά ισραηλινών δυνάμεων στη Δυτική Οχθη.
Ομως «καλές» πολεμικές φωτογραφίες δεν βγαίνουν μόνο στην πρώτη γραμμή. Για κάποιους φωτογραφία του ιάπωνα φωτογράφου Σομέι Τομάτσου που απεικονίζει ένα μικροσκοπικό ρολόι χειρός με τους δείκτες τους σταματημένους στις 11:02 της 9ης Αυγούστου του 1945, είναι πολύ πιο αποκαλυπτική όσον αφορά τον καταστροφικό αντίκτυπο της ρίψης της ατομικής βόμβας στο Ναγκασάκι από χίλιες φωτογραφίες του μανιταριού που υψώθηκε πάνω από τη μαρτυρική πόλη της Ιαπωνίας.
Η δημοσιογράφος της Telegraph αναφέρει στην ανάλυσή της πως η έννοια της ομορφιάς είναι σίγουρα αντιφατική στο πλαίσιο ενός πολέμου, αλλά αποτελεί γεγονός πως πολλοί φωτορεπόρτερ που καταγράφουν πολέμους, μέσα στη φρίκη αναζητούν κυρίως την ομορφιά.
Η Λίνσεϊ Αντάριο έχει βρεθεί στα μέτωπα όλων των πολέμων των τελευταίων χρόνων, από το Αφγανιστάν, το Ιράκ και το Νότιο Σουδάν έως τη Λιβύη, τη Συρία και εσχάτως την Ουκρανία, είπε πως «αναζητά και την ομορφιά γιατί, με βάση την εμπειρία μου, μια σκληρή εικόνα απωθεί τους ανθρώπους και εγώ επιδιώκω το αντίθετο».
«Δεν είναι ποτέ πολύ μακριά, ακόμη και εάν είναι το τελευταίο πράγμα που φαντάζεσαι, θα την διακρίνεις. «Εχω δει μαύρους και λευκούς άντρες να κλαίνε ο ένας για τον θάνατο του άλλου, άντρες να αγκαλιάζουν τρυφερά τους τραυματίες και να τους φροντίζουν. Αυτό είναι το νόημα της ομορφιάς. Δεν πρόκειται για δέντρα ή ηλιοβασιλέματα, αφορά το ανθρώπινο βάθος», είχε εξηγήσει πριν από λίγα χρόνια στην Telegraph o θρυλικός βρετανός φωτορεπόρτερ και πολεμικός ανταποκριτής Ντον ΜακΚάλιν.