Επικαιρότητα

Θεός σχωρέσ’ τον Αντώνη Σουρούνη

Στα γραπτά του μπορούσες να καταλάβεις πώς συνυπήρχαν η πάμπτωχη Ανω Πόλη με την πάμπλουτη Θεσσαλονίκη των καπνεμπόρων, με νοητή διαχωριστική γραμμή την Εγνατία. Από το 2012 που γύρισε στη γενέτειρα, μεταξύ καφέ και τσίπουρου (δεν ζούσε χωρίς αυτό) διηγείτο διαρκώς περιστατικά από το παρελθόν του. Δεν μιλούσε ποτέ για το μέλλον, παρά μόνο έβλεπε τη θάλασσα...
Χριστίνα Ταχιάου

Τον πρωτοείδα στη δεκαετία του ’90 μέσα από τη στήλη του στην «Ελευθεροτυπία». Τον ξανασυνάντησα στο «Μισό αιώνα άνθρωπος». «Μα, τι τύπος είναι αυτός;», αναρωτιόμουν. Ο Αντώνης Σουρούνης έγραφε απλά, καθημερινά, χωρίς ίχνος επιτήδευσης και εξωραϊσμού, βγάζοντας τις αδυναμίες του στη φόρα χωρίς όμως και να υπερβάλλει ως προς αυτές.

Αργότερα, ανακάλυψα ότι έχω έναν πολύ καλό ξεναγό στη Θεσσαλονίκη των 40’ς και των 50’ς. Τα γραπτά του με βοήθησαν να καταλάβω πώς συνυπήρχαν η πάμφτωχη Άνω Πόλη του Αντώνη Σουρούνη με την πάμπλουτη Θεσσαλονίκη των καπνεμπόρων που πετούσαν πιάνα στη θάλασσα στο τσακίρ κέφι. Η Θεσσαλονίκη πάνω από την Εγνατία κι η Θεσσαλονίκη κάτω από την Εγνατία.

Έχοντας διαβάσει αρκετά βιβλία του, κάπου γύρω στο 2004 τον αναζήτησα προκειμένου να του κάνω μια συνέντευξη για το περιοδικό της Θεσσαλονίκης στο οποίο εργαζόμουν. Έμενε τότε στο Κολωνάκι, «εκεί στα σκαλάκια», όπως έλεγε. Ήταν η εποχή που έγραφε «Το μονοπάτι στη θάλασσα», ένα βιβλίο για την παιδική του ηλικία στη Θεσσαλονίκη, στην Άνω Πόλη, στην οδό Μουσών. Μου απέκλεισε οποιαδήποτε συνάντηση την εποχή εκείνη. Ήξερα ότι όταν γράφει απομονώνεται τελείως, ξυπνάει κατά τις 3-4 το πρωί και κοιμάται κατά τις 6-7 το απόγευμα για βράδυ, ότι δεν θέλει να βλέπει άνθρωπο. Για καναδυό χρόνια, του τηλεφωνούσα κατά καιρούς για να δω πώς πάει η συγγραφή και για να του θυμίζω ότι είναι από τη Θεσσαλονίκη, το βιβλίο είναι για τη Θεσσαλονίκη κι ότι, εν πάση περιπτώσει, η πρώτη μεγάλη συνέντευξη που θα δώσει πρέπει να είναι σε έντυπο της Θεσσαλονίκης.

Απέρριπτε οποιαδήποτε συζήτηση περί πολιτικής. Όχι επειδή ένιωθε ότι δεν τον αφορούσε, αλλά επειδή ο ίδιος ζούσε σε μια άλλη διάσταση. Ζούσε σε μια θάλασσα

Μου τηλεφώνησε ο ίδιος μια μέρα του Νοεμβρίου του 2006: «Είμαι έτοιμος. Πότε θα έρθεις;» Δώσαμε ραντεβού λίγες μέρες μετά στο καφέ που σύχναζε, σε μια κάθετο της Πανεπιστημίου. Κάναμε τη συνέντευξη, πόζαρε για τη φωτογράφιση κι έκτοτε διατηρήσαμε επαφή, πίναμε πού και πού κανένα καφέ ή καμιά νταμιτζάνα τσίπουρο στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη. Μάλιστα, σε μια περίοδο που είχε αρχίσει πάλι να γράφει για την «Ελευθεροτυπία», μου είχε τηλεφωνήσει για να μου πει ότι θα αφιερώσει σε μένα το σημείωμά του το οποίο αναφερόταν στα ονόματα και στον κάτοχό τους. «Θα γράψω ότι οι Χριστίνες είναι ακόμη όμορφες, να ξέρεις ότι είναι για σένα».

Το 2012 μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη κι αρχίσαμε να συναντιόμαστε πιο τακτικά. Μιλούσε συνεχώς για το παρελθόν. Για τη Γερμανία, για τη μαμά του, για τις δυσκολίες της ζωής του, διηγούνταν περιστατικά. Δε μιλούσε ποτέ για το μέλλον, δεν έκανε κανένα σχέδιο, αρνούνταν οποιαδήποτε συζήτηση που είχε να κάνει με ανησυχία για το μέλλον. Του εξηγούσα ότι οι ζωές των ανθρώπων στη δική μου ηλικία, πλέον, έχουν αλλάξει δραματικά, ότι ζούμε μέσα στην επισφάλεια, ότι αναζητούμε διεξόδους, ότι ασφυκτιούμε, ότι έχουμε μπει στο pause. Δεν εννοούσε να με καταλάβει. «Όποτε είχα πρόβλημα, εμφανιζόταν κάτι και με έσωζε. Όταν δεν είχα λεφτά, από κάπου μου ερχόντουσαν», μου έλεγε. Απέρριπτε οποιαδήποτε συζήτηση περί πολιτικής. Όχι επειδή ένιωθε ότι δεν τον αφορούσε, αλλά επειδή ο ίδιος ζούσε σε μια άλλη διάσταση. Ζούσε σε μια θάλασσα. «Η ζωή μου είναι ανάσκελα στο κύμα, που γράφω στον Γκας. Έτσι πρέπει να ‘ναι η ζωή, ανάσκελα στο κύμα. Και κάπου κάπου να κουνάς το πόδι σου για να μη σπάσεις το κεφάλι σε κανά βράχο», είχε πει σε συνέντευξή του.

Δεν κουτσομπόλευε ποτέ. Διατηρούσε τους παλιούς του φίλους από τα παιδικά του χρόνια, από την οδό Μουσών, κι όταν ήταν μαζί έκαναν σαν παιδιά

Ποια ήταν η ζωή του Αντώνη Σουρούνη; «Γεννήθηκε το 1942 στη Θεσσαλονίκη. Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο έφυγε για τη Γερμανία, όπου είχαν ήδη μεταναστεύσει όλοι του οι συγγενείς. Επειτα από μερικά εξάμηνα σε γερμανικά και αυστριακά πανεπιστήμια, ο συγγραφέας διακόπτει τη φοίτηση και ταξιδεύει δουλεύοντας. Εργάστηκε από τραπεζικός υπάλληλος μέχρι ναυτικός κι από hotel boy μέχρι επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας». Αυτό ήταν το επίσημο βιογραφικό του, αυτά ήθελε να γνωρίζουν οι άλλοι για εκείνον. Αποκάλυπτε μόνο όσα επέλεγε ο ίδιος. Τον ρωτούσα για το «Χορό των Ρόδων» και την πρωταγωνίστριά του την Ιρίνα και το γυρνούσε άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. Του ζητούσα να μου μιλήσει για το ατύχημα που είχε στο γκαζάδικο και μ’ έκοβε. «Αφού τα έχω γράψει». Έγραφε τη ζωή του και μετά έκλεινε τα συρτάρια, δεν τα ξανάνοιγε. Ίσως να μην τα ξανάνοιγε για τους άλλους παρά μόνο για τον εαυτό του, ποιος ξέρει;

Δεν κουτσομπόλευε ποτέ. Διατηρούσε τους παλιούς του φίλους από τα παιδικά του χρόνια, από την οδό Μουσών, κι όταν ήταν μαζί έκαναν σαν παιδιά. Είχαν θεσμοθετήσει μια συνάντηση στις αρχές του φθινοπώρου στο κτήμα του ενός από αυτούς, παλιού αθλητή, όπου έβγαζαν όλα τα απωθημένα τους. Ήθελα πολύ να παρευρεθώ μια φορά σε αυτήν τη συνάντηση και να την καταγράψω, αλλά δεν με δέχτηκαν.

Είχε νοικιάσει κι έμενε σ’ ένα μικρό σπίτι με μοναδικό κριτήριο το ότι ήταν δίπλα στην παραλία κι είχε θέα θάλασσα. Με κάλεσε ένα μεσημέρι να μου κάνει το τραπέζι. «Ψώνισα από τη Μοδιάνο», είπε όλο χαρά, κι αράδιασε ελιές, παστά, τυρί. Και φυσικά τσίπουρο, χωρίς τσίπουρο δεν ζούσε. Λιτό, απλό, γεμάτο βιβλία το σπίτι του. Για τον Αντώνη η ύλη δεν είχε κάποια αξία. Το χρήμα δεν υπήρχε παρά μόνο για να τον βοηθά να καλύπτει τις ανάγκες του, να μπορεί να πληρώνει το εισιτήριο στο ΚΤΕΛ για να πηγαίνει να κάνει μπάνιο ακόμα και το χειμώνα στη θάλασσα, να μπορεί να ζει στη θάλασσα και να κάνει βόλτα χαράματα στην παραλία, να μπορεί να επιπλέει ανάσκελα στο κύμα της θάλασσας. Θάλασσα, θάλασσα, θάλασσα, αυτή ήταν η ζωή του.

Το μυαλό του έφευγε μακριά, ήταν μονίμως στη θάλασσα. Μέχρι που κάποια στιγμή δεν μπορούσε να τον κρατήσει πια στο μικρό σπίτι στην οδό Αργοναυτών στη Θεσσαλονίκη. Φιλοξενήθηκε για λίγο σε κάποιο χώρο όπου τον φρόντιζαν και μετά έφυγε για τα καλά. Να πάει στη θάλασσα για πάντα.

Είμαι σίγουρη ότι ούτε που τον ένοιαζε τι θα έλεγαν οι άνθρωποι για εκείνον μετά το θάνατό του. Νομίζω ότι ένα απλό «Θεός σχωρέστον» θα του ήταν αρκετό.