Στη βιβλιοθήκη ψηλά υπάρχει ένα παλιό αναγνωστικό της δεκαετίας του ’70. Κάποιες από τις σελίδες του ξεκόλλησαν κι εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς. Ποτέ δεν επέστρεψαν. Ούτε τις αναζήτησε κανείς. Ο λόγος, άλλωστε, που αυτό -το αγορασμένο από παλαιοπωλείο- βιβλίο κατοίκησε εξ’ αρχής στο ράφι είναι το εξώφυλλό του: ένας αρχαίος Έλληνας πολεμιστής, με ασπίδα και ξίφος φιλοτεχνημένος από το χαράκτη Τάσσο.
Δεν πρόκειται για κάποιο από τα μεγαλειώδη εικαστικά κειμήλια του, όπως αυτά, για παράδειγμα, που κοσμούν τον Επιτάφιο του Ρίτσου στην έκδοση του Κέδρου του 1979. Μα έχει κάτι από τη δωρικότητα που αναβλύζει από το σύνολο των έργων του. Συλλαμβάνει, με απίστευτο ρεαλισμό, την αύρα της έντονης αποφασιστικότητας ενός άνδρα, ο οποίος βαδίζει σε μάχη τόσο αλύγιστος, ώστε ψυχανεμίζεσαι ότι θα μείνει όρθιος ακόμη κι όταν «πέσει» από το χέρι του εχθρού.
Το αναζητούσα επίμονα αυτό το στραπατσαρισμένο εξώφυλλο, για κάμποση ώρα. Ετοιμαζόμουν, βιαστικά, για τα εγκαίνια της μεγάλης αναδρομικής έκθεσης προς τιμή του άφταστου χαράκτη στο Μουσείο Μπενάκη, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του και 30 χρόνων από τον θάνατό του. Κι ήθελα, πριν φύγω από το σπίτι, να δω κάτι δικό του.
Οι διοργανωτές, από ό,τι είχα ήδη διαβάσει, ισχυρίστηκαν ότι θα είναι ένα ξεχωριστό αφιέρωμα, καθώς αυτή τη φορά θα συμπεριλαμβάνει νέες πτυχές (γνωστές μόνο από τη βιβλιογραφία), καθώς και επιλεγμένο υλικό από τη δουλειά του Τάσσου στις γραφικές τέχνες: βιβλία και λευκώματα εικονογραφημένα με πρωτότυπα χαρακτικά (όπως αυτό που κρατούσα κυριολεκτικά με ευλάβεια), γραμματόσημα, εξώφυλλα δίσκων και αφίσες.
Διότι, ο Τάσσος, αγάπησε αυτό το κομμάτι και μάλιστα από πολύ νωρίς. Μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές στην ΑΣΚΤ, μαθητεύοντας δίπλα σε δασκάλους όπως ο Κωρτσάκης, ο Θωμόπουλος, ο Αργυρός και ο Παρθένης, όταν ξεκίνησε να σχεδιάζει εξώφυλλα και κοσμήματα για το λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Εστία. Το αναμφισβήτητο ταλέντο του τον οδήγησε, αργότερα, σε δύο μεγάλες συνεργασίες: με τον Οργανισμό Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων το 1948, για την εικονογράφηση σχολικών βιβλίων και με τα Ελληνικά Ταχυδρομεία, προκειμένου να φιλοτεχνήσει γραμματόσημα.
Φυσικά, είχαν προηγηθεί ο Ελληνοιταλικός Πόλεμος, η Κατοχή και η Αντίσταση. Ο Τάσσος δόθηκε ολόψυχα στον αγώνα αρχικά ασχολούμενος με προπαγανδιστικές αφίσες, προκειμένου να αναπτερωθεί το ηθικό του λαού και αργότερα δημιουργώντας προπαγανδιστικό υλικό ενάντια στον κατακτητή. Οργανωμένος στην ΟΚΝΕ και στο ΚΚΕ έδωσε όλες του τις δυνάμεις για να κρατήσει ζωντανό τον αντιστασιακό τύπο, ακόμη κι όταν αυτός έγινε παράνομος. Νομίζω, όμως, πως η στράτευση δε λειτούργησε αρνητικά στο, σχεδόν, τρυφερό τρόπο που αντιμετωπίζει ο Τάσσος τον άνθρωπο στα χαρακτικά του. Κοιτά κανείς τη δουλειά του και διαπιστώνει ότι τα πάθη του λαού είναι και δικά του πάθη. Πόνος κι αγώνας. Και κάπου, σαν ηλιαχτίδα που σκίζει τα σύννεφα: η ελπίδα – με τη μορφή ενός περιστεριού ή ενός λαμπερού εφήβου.
Το 1964 αποφασίζει ότι όλα όσα είχε να πει, τα έχει ήδη καταθέσει. Καιρός είναι πια να αφήσει την πίκρα πίσω και να γυρίσει σελίδα. Τον προλαβαίνει όμως η δικτατορία. Το βουτά με τα μαύρα της χέρια και τον γυρίζει στα παλιά λημέρια. Από τούτο το νέο μαρτυρικό ταξίδι προκύπτουν 125 νέα έργα. Τα περισσότερα από αυτά παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στη μεγάλη έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη, τον Ιανουάριο του 1975. Τα ίδια έργα ταξίδεψαν στη συνέχεια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό ενθουσιάζοντας τους κριτικούς και κυρίως το κοινό. Είναι αφιερώματα στην Ηλέκτρα Αποστόλου, στους Βάσω Κατράκη, Μίκη Θεοδωράκη, Γιάννη Ρίτσο, Σπύρο Μουστακλή, αλλά και στον Τσε Γκεβάρα, στην Κύπρο και στον πόλεμο του Βιετνάμ. Ανάμεσά τους και το περίφημο χαρακτικό, το εμπνευσμένο από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, με τις τεράστιες διαστάσεις: έξι μέτρα μήκος.
Δεν ξέρω τι έχει να μου πει η δουλειά του Τάσσου σήμερα. Αν θα με συγκινήσουν ο ανθρωπισμός του, οι βυζαντινές τεχνοτροπίες και οι αρχαιοελληνικές αναφορές του. Τα στοιχεία, δηλαδή, που τον έκαναν τόσο ξεχωριστό και αναγνωρίσιμο. Αλλά θέλω να πιστεύω ότι η νέα αυτή έκθεση, η εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στον καλλιτέχνη, θα μου δείξει την εξέλιξή του και θα προβάλει την αξία της χαρακτικής (στέκει κάπως παραγκωνισμένη σε σχέση με τις άλλες τέχνες, αν και είναι βαθιά πιο δημοκρατική από εκείνες). Ελπίζω στην απελευθέρωση εκείνης της αποστομωτικής δύναμης που χρειάζεται ο βασανισμένος άνθρωπος σήμερα, σαν βάλσαμο, για να ανακουφιστεί. Είμαστε διαφορετικό κοινό σε σχέση με τη δεκαετία του ’70, μα πιθανόν περισσότερο τραυματισμένο.
Με τα μάτια γεμάτα εικόνες από τις σκούρες, λιτές μορφές του Τάσσου, με τα φαρδιά περιγράμματα και τα μνημειώδη χαρακτηριστικά, κλείνω δυνατά την πόρτα πίσω μου. Στο μυαλό μου έρχεται μια ρήση του Picasso «ο πίνακας είναι εργαλείο πολέμου για επίθεση, αλλά και για άμυνα εναντίον του εχθρού». Βγαίνω στο δρόμο. Πάω να ανταμώσω το χάδι και την κραυγή.
Μουσείο Μπενάκη (Κτίριο οδού Πειραιώς)
«Α. Τάσσος 1914-1985»
Επιμέλεια έκθεσης: Ειρήνη Οράτη
Αρχιτεκτονικός σχεδιασμός: Παύλος Θανόπουλος.
Την έκθεση συνοδεύει έκδοση με κείμενα των:
Κωνσταντίνου Παπαχρίστου, Ειρήνης Οράτη, Δημήτρη Παυλόπουλου και Δέσποινας Τσούργιαννη.
Διάρκεια
03/12/2015 – 31/01/2016 (Εγκαίνια: 30/11/2015, 20:00)