Παρά τα πυρά που δέχεται στο εσωτερικό ο Αλέξης Τσίπρας για το περιεχόμενό της (βλ. παραχωρήσεις), η είδηση της ιστορικής συμφωνίας με την κυβέρνηση Ζάεφ έγινε δεκτή σε ενθουσιώδες και αναπάντεχα πανηγυρικό κλίμα από τον διεθνή Τύπο (ειδικά τον ευρωπαϊκό).
Ενδεικτική του κλίματος αυτού ήταν η αντίδραση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, κορυφαίων παραγόντων της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, των μεγαλύτερων διεθνών πρακτορείων και οργανισμών όπως το Brookings Institution που μίλησε για «θρίαμβο της διπλωματίας».
Η ανακοίνωση του αμερικανικού ΥΠΕΞ
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες συγχαίρουν τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και Ζόραν Ζάεφ και χαιρετίζουν την ιστορική συμφωνία για την επίλυση της διαφωνίας του ονοματολογικού. Αυτή η επίλυση θα ωφελήσει τις δύο χώρες και θα ενισχύσει την περιφερειακή ασφάλεια και ευημερία. Οι πρωθυπουργοί Ζάεφ και Τσίπρας επέδειξαν όραμα, θάρρος και επιμονή στην προσπάθειά τους για μια αμοιβαία αποδεκτή λύση. Χαιρετίζουμε επίσης την αφοσίωση του διαμεσολαβητή του ΟΗΕ Μάθιου Νίμιτς για τις συνεχείς προσπάθειές που κατέβαλε για περισσότερες από δύο δεκαετίες για να τερματιστεί αυτή η διένεξη. Είμαστε έτοιμοι να στηρίξουμε αυτή τη συμφωνία, όπως ζήτησαν οι δύο χώρες»
U.S. DEPARTMENT OF STATE – Office of the Spokesperson
STATEMENT BY HEATHER NAUERT, SPOKESPERSON June 12, 2018
Agreement on Macedonia Name Issue
The United States congratulates Prime Ministers Alexis Tsipras and Zoran Zaev and welcomes the historic agreement to resolve the name dispute. This resolution will benefit both countries and bolster regional security and prosperity. Prime Ministers Zaev and Tsipras demonstrated vision, courage, and persistence in their pursuit of a mutually acceptable solution. We also commend the commitment of UN mediator Matthew Nimetz for his steadfast efforts over more than two decades to end this dispute. We stand ready to support this agreement, as requested by the two countries.
Στην Ελλάδα ωστόσο η αντιπολίτευση δεν φαίνεται να συμμερίζεται την κατάσταση ευδαιμονίας που επικρατεί και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και ήδη ο πρόεδρος της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε λόγο ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας για μία προβληματική συμφωνία «όχι μόνο επειδή βρίσκεται αντίθετη στη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού Λαού», αλλά και «διότι εκχωρεί τη μακεδονική γλώσσα και τη μακεδονική εθνότητα, που είναι μια εθνική υποχώρηση μη αποδεκτή», χωρίς μάλιστα να έχει οιαδήποτε νομιμοποίηση ο Αλέξης Τσίπρας για την υπογραφή της.
Στα social media και στις πρώτες αντιδράσεις για τα «δύσκολα» σημεία «εθνικής εκχώρησης» στο κείμενο της συμφωνίας, το θέμα της γλώσσας και της υπηκοότητας των κατοικών της γειτονικής χώρας βρέθηκε στην κορυφή της αγανάκτησης των επικριτών του Πρωθυπουργού και του υπουργού Εξωτερικών που «έδωσαν τα πάντα στους Σκοπιανούς».
Την ίδια ώρα το θερμό χειροκρότημα Αμερικανών και Ευρωπαίων για το κλείσιμο της συμφωνίας μεταφράζεται από ορισμένους ως καθοδηγούμενη ένταξη της Ελλάδας σε ένα συγκεκριμένο σύστημα συμφερόντων που επιδιώκει να θέσει υπό τον πλήρη έλεγχό του την ευρύτερη περιοχή των Δυτικών -και όχι μόνο- Βαλκανίων. Στον αντίποδα το επιχείρημα που προβάλλεται είναι ότι η χώρα μας επανέρχεται δυναμικά ως δύναμη σταθεροποίησης στην περιοχή αναλαμβάνοντας ηγετικό ρόλο.
H αντιπαράθεση επιχειρημάτων για τον αν τελικά είναι καλή (έστω και τηρουμένων των συνθηκών) ή κακή και εθνικά επιζήμια η συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ έχει ανάψει για τα καλά και δείχνει ατέρμονη.
Στα θετικά, το γεγονός ότι η Αθήνα ναι μεν έδωσε στα Σκόπια την ονομασία (Βόρεια Μακεδονία), αλλά εξασφάλισε την ισχύ του ονόματος έναντι όλων, με συνταγματική αναθεώρηση, το περιβόητο δηλαδή «erga omnes» που αποτελούσε το πιο δύσκολο εμπόδιο στον συμβιβασμό των δύο πλευρών.
Αντίστοιχα από το Μαξίμου προβάλλεται ως μεγάλη επιτυχία η εγκατάλειψη κάθε ιστορικής διεκδίκησης εκ μέρους των γειτόνων για τον Μεγαλέξανδρο και τους αρχαίους Μακεδόνες.
Στα θετικά της συμφωνίας συγκαταλέγεται εξάλλου, δίχως αμφισβήτηση, ο αναβαθμισμένος γεωστρατηγικός ρόλος της Ελλάδας στην περιοχή (έστω και όπως πολλοί μπορεί να σπεύσουν να σημειώσουν, υπό τη σκέπη των ΗΠΑ) και η εικόνα αποφασιστικότητας που εξέπεμψε η ελληνική κυβέρνηση ώστε να ξεπεραστεί μία χρονίζουσα διαφορά που λειτουργούσε ανασταλτικά για την ευρωατλαντική πορεία των Βαλκανίων συνολικά.
Εξ ου και τα εγκωμιαστικά σχόλια του διεθνούς Τύπου που δεν δείχνει να κατανοεί ή να αφουγκράζεται -όπως και πολλοί από τους εταίρους της χώρας μας την τελευταία 25ετία- τις εθνικές μας ανησυχίες για το ζήτημα της ΠΓΔΜ.
Αντίστοιχα και η κυβέρνηση του βόρειου γείτονα δείχνει επιτέλους να έχει συνειδητοποιήσει πια ότι το μέλλον της διασφαλίζεται μέσα στους ευρωατλαντικούς θεσμούς και όχι με ιδεοληπτικές και αλυτρωτικές φαντασιώσεις. Και με τη στάση της κυβέρνησης Ζάεφ αφενός σβήνουν οι ανιστόρητες φωνές περί καταγωγής των πολιτών της γειτονικής χώρας από τον Μεγαλέξανδρο, αφετέρου αφαιρείται ένα από τα χιλιοειπωμένα επιχειρήματα των «πατριωτών» στην Ελλάδα που προειδοποιούσαν για την επικείμενη κάθοδο των Σκοπιανών μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Οι απόψεις αυτές βέβαια και στις δύο πλευρές των συνόρων δεν ξεπερνιώνται μέσα σε μία ημέρα χάρη σε μία υπογραφή, περιορίζονται ωστόσο σε μικρές μειοψηφίες.
Την ίδια στιγμή η Αθήνα πετυχαίνει τόσο την ανάσχεση της τουρκικής επιρροής στη γείτονα (που εντεινόταν ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια) όσο και τη διάλυση των σεναρίων – σχεδίων διάλυσης του κρατιδίου με ανυπολόγιστες και απρόβλεπτες συνέπειες (βλ. Μεγάλη Αλβανία κτλ) . Σε κάθε περίπτωση είναι ξεκάθαρα προς το συμφέρον της Ελλάδας να εξαρτώνται τα Σκόπια από τους δυτικούς οικονομικούς και στρατιωτικούς οργανισμούς, αντί να πέσουν στην «αγκαλιά» της Τουρκίας ή της οπορτουνιστικής Ρωσίας.
Στα θετικά της συμφωνίας αξίζει επίσης να αναφερθεί -όσο και αν ενοχλεί κάποιους- η αυγή μίας νέας εποχής στενής συνεργασίας μεταξύ των χωρών που δεν θα περιορίζεται στην κάθοδο μερικών χιλιάδων τουριστών από τη γείτονα στις παραλίες της Χαλκιδικής ή την ήδη ισχυρή ελληνική επιχειρηματική παρουσία στα Σκόπια. Και αυτό διότι η συνεργασία αυτή θα είναι διαρκής τα αμέσως επόμενα χρόνια ώστε να εφαρμοστούν οι παράμετροι της συμφωνίας ακόμα και στα λεγόμενα ζητήματα χαμηλής πολιτικής.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και το (επίσης δύσκολο) θέμα των συντομογραφιών (ΜΚD κτλ) ή ακόμα και των πινακίδων στη γειτονική χώρα για τα οποία υπάρχουν σαφείς προβλέψεις στο κείμενο της συμφωνίας.
Εν κατακλείδι στα συμπεράσματα της διαπράγματευσης (αναφορικά δηλ. με τους όρους που είχε θέσει εξαρχής η ελληνική πλευρά κατά τη διάρκεια των εξάμηνων συνομιλιών), με τη τελική διατύπωση του κειμένου της συμφωνίας (τουλάχιστον στην έκταση που έχει διαρρεύσει στον Τύπο) πληρούνται οι τρεις βασικοί όροι: σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, έναντι όλων, αλλαγές στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας για την απάλειψη των αλυτρωτικών υπολειμμάτων, σταδιακή μετάβαση στο νέο καθεστώς – όνομα και διαρκής έλεγχος τήρησης των συμφωνηθέντων μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας ένταξης στους ευρωαταλαντικούς θεσμούς.
Στα αρνητικά, ο ίδιος αυτός σπονδυλωτός χαρακτήρας της συμφωνίας και η πολύμηνη διαδικασία σταδιακής εφαρμογής της.
Γιατί δεν πρέπει να αγνοηθεί η επισήμανση πολλών διεθνολόγων και καθηγητών του Διεθνούς Δικαίου, ότι μία τέτοια συμφωνία εκτός από έννομα αποτελέσματα (βάσει της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών) παράγει και de facto καταστάσεις που είναι δύσκολο να αναστραφούν αν τελικά κάτι δεν πάει καλά με την τήρηση των συμφωνηθέντων.
Ενδεικτική ήταν η τοποθέτηση του Βαγγέλη Βενιζέλου που επέστησε την προσοχή των κυβέρνωντων στα έννομα αποτελέσματα και τις νομικές δεσμεύσεις που πιθανώς προκύψουν από τη διακρατική συμφωνία, καλώντας μάλιστα τους συμβούλους του Πρωθυπουργού να μελετήσουν ξανά πολύ προσεκτικά τη Σύμβαση της Βιέννης.
Εξου και η ανησυχία για τις διαδικαστικές ασάφειες, όπως για παράδειγμα με ποιον τρόπο το ΝΑΤΟ και η ΕΕ δεσμεύονται ότι θα τηρήσουν την αίρεση ότι αν δεν υπάρξει τελικά συμφωνία, δεν θα ισχύσει η επιστολή που θα τους έχει απευθύνει η Αθήνα για το «ξεμπλοκάρισμα» της ένταξης των Σκοπίων.
Το σίγουρο είναι ότι η Ελλάδα συμφωνεί στην πρόσκληση της ΠΓΔΜ για ένταξη στους δύο οργανισμούς, με όλες τις εκκρεμότητες ανοιχτές. Και οι διαδικασίες θα δρομολογηθούν αλλά με την πάροδο του χρόνου η διακοπή ή η αναστροφή τους θα είναι δύσκολη έως και αδύνατη.
Με άλλα λόγια ελλοχεύει ο κίνδυνος (σε περίπτωση μεγάλης καθυστέρησης για να τεθεί σε εφαρμογή η συμφωνία) για τη δημιουργία «τετελεσμένων» σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, με αποτέλεσμα οι «κόκκινες κάρτες» της Αθήνας που προβλέπονται στο κείμενο να είναι τελικά χωρίς αντίκρισμα.
Από την άλλη, η ίδια αυτή πτυχή της συμφωνίας μπορεί και βγάλει από τη δύσκολη θέση την κυβέρνηση Τσίπρα, καθώς όπως προεξόφλησε και ο ελάσσων εταίρος Πάνος Καμμένος, δεν αποκλείεται να έρθει προς κύρωση στο ελληνικό κοινοβούλιο «από χείμωνα και βλέπουμε» ή ακόμα και από την επόμενη Βουλή!
Τότε όμως ενδέχεται να βρεθεί ενώπιον των ευθυνών του και ο Κυριάκος Μητσοτάκης για μία συμφωνία που δεν θα έχει υπογράψει ο ίδιος, αλλά θα πρέπει να διαχειριστεί ως ο επόμενος Πρωθυπουργός.
Στα αρνητικά επίσης, ο κίνδυνος να χαθούν στο περάσμα του χρόνου όλοι οι αστερίσκοι. Τόσο αυτός για το ότι η «μακεδονική» γλώσσα είναι σλαβικής προέλευσης και η διευκρίνιση ότι η εθνότητα των «μακεδόνων πολιτών» της γειτονικής χώρας δεν έχει καμία σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τον Μεγα Αλέξανδρο.
Γιατι μπορεί η υπηκοότητα να ορίζεται ως «πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας» («citizen of the Republic of North Macedonia»), κατά το παράδειγμα των ΗΠΑ όμως όπου οι πολίτες λέγονται Αμερικανοί, είναι πασιφανές ότι οι πολίτες της γειτονικής χώρας λέγονταν, λέγονται και θα λέγονται Μακεδόνες.
Ομοίως μπορεί να υπάρχει σαφής διατύπωση ότι η γλώσσα ανήκει στην οικογένεια των Νότιων Σλαβικών γλωσσών, καθώς και η ρητή καταγραφή ότι η γλώσσα αυτή διαχωρίζεται από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική-μακεδονική γλωσσική κληρονομιά, στην πορεία του χρόνου ωστόσο θα μείνει απλά ότι στη «Βόρεια Μακεδονικά μιλούν μακεδονικά» (όπως άλλωστε ήδη αναγράφεται στις σχετικές καταχωρήσεις για την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας).
Ανοιχτό προς διευθέτηση παραμένει τέλος, το θέμα των εμπορικών σημάτων καθώς όπως προβλέπεται στο κείμενο, καθιερώνεται ομάδα εργασίας ειδικών η οποία από το 2019 και μέσα σε τρία χρόνια θα πρέπει να διευθετήσει θέματα εμπορικών σημάτων. Μέχρι τότε όμως παραμένει αβέβαιο τι θα ισχύει για τα προϊόντα της Μακεδονίας.
Τέλος στα αρνητικά -όχι του κειμένου της συμφωνίας αλλά της συνολικής διαδικασίας υπογραφής και έγκρισής της- πρέπει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι σε αντίθεση με τα βήματα που προβλέπονται στη γείτονα, στην Ελλάδα δεν έγινε ούτε καν κουβέντα για δημοψήφισμα.
Σίγουρα η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα που εξελέγη (δις) από τον ελληνικό λαό για να κυβερνήσει τη χώρα, έχει το δικαίωμα να διαπραγματεύεται και για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Σε μία όμως δύσκολη περίοδο για τη χώρα με την τουρκική προκλητικότητα να έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο και την ανάγκη εθνικής ενότητας πιο επιτακτική από ποτέ, η κυβέρνηση φαίνεται πως δεν μέτρησε -ή ακόμα χειρότερα προσπάθησε να αποφύγει- την αντίδραση του λαού.
Και μπορεί το περίφημο λαϊκό αίσθημα να έχει μπλέξει ιστορικά τη χώρα σε επικίνδυνες ατραπούς, η αλήθεια όμως είναι ότι για ένα τέτοιο θέμα θα έπρεπε ίσως ο Πρωθυπουργός να δώσει την ευκαιρία στους πολίτες να εκφράσουν την άποψή τους…