Τι έχει απομείνει από το Τείχος στο μυαλό και την ψυχή των Βερολινέζων; Εξακολουθεί να έχει ακόμα κάποια σημασία για τους κατοίκους της πρωτεύουσας της Γερμανίας; – διερωτάτο χθες σε κεντρικό άρθρο της η Berliner Zeitung. Η σημερινή ημέρα, 5η του Φλεβάρη του 2018, είναι μια σημαντική ημέρα για το Βερολίνο και τους πολίτες του καθώς τα μεσάνυχτα συμπληρώνονται 10.315 ημέρες από εκείνη την ιστορική 9η Νοεμβρίου του 1989, όταν μια απλή λέξη –«unverzueglich», «αμέσως» στα ελληνικά, που βγήκε από το στόμα του Γκίντερ Σαμπόβσκι, εκπροσώπου Τύπου της κυβέρνησης της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας– είχε ως αποτέλεσμα να ανοίξουν, έπειτα, από δεκαετίες αναμονής και υπομονής, οι πύλες του Τείχους, το οποίο στη συνέχεια θα κατέρρεε οριστικά. Αλλά αυτά τα 28 χρόνια, οι δύο μήνες και οι 26 ημέρες, είναι ακριβώς το ίδιο διάστημα κατά το οποίο η γερμανική μητρόπολη παρέμεινε διαιρεμένη. Με άλλα λόγια, σήμερα, ένα λεπτό μετά τα μεσάνυχτα το μεταπολεμικό Βερολίνο θα έχει υπάρξει (ελάχιστα) περισσότερο χωρίς το Τείχος παρά υπό τη σκιά του.
Πρόκειται για την Zirkeltag, όπως κατέληξε να αποκαλείται από τα γερμανικά Μέσα η σημερινή ημέρα, την οποία οι Βερολινέζοι και οι υπόλοιποι Γερμανοί έχουν ξεκινήσει εδώ και καιρό να τιμούν και να μνημονεύουν με πλήθος εκδηλώσεων, εκθέσεων και σχετικών αφιερωμάτων. Ούτως ώστε να αναλογιστούν και να επανεξετάσουν, δύο εντελώς διαφορετικές περιόδους της σύγχρονης ιστορίας τους που είχαν, όμως, ένα κοινό σημείο αναφοράς: το Τείχος του Βερολίνου, επιβλητικό σύμβολο της πόλωσης που κυριάρχησε στην Ευρώπη και στον πλανήτη τις δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και τα ερωτήματα παραμένουν πολλά. Πώς και πόσο μεταλλάχτηκαν το Βερολίνο και η Γερμανία από εκείνη την νύχτα που οι πολίτες του Ανατολικού Βερολίνου περνούσαν το Check Point Charlie οδηγώντας τα Trabant τους ή πεζοί άφηναν πίσω τους το πέρασμα της Bornholmer Strasse, αντικρίζοντας τους Βερολινέζους της Δύσης να τους υποδέχονται με χειροκροτήματα; Επιβεβαιώθηκε ο Βίλι Μπραντ, ο οποίος μετά την πτώση του Τείχους είχε δηλώσει πως πλέον οι δύο Γερμανίες μπορούν να αναπτυχθούν επιτέλους μαζί;
Η απάντηση, σίγουρα, δεν είναι απλή. Την ώρα που αντικείμενο των συνομιλιών για το σχηματισμό μιας ακόμα Μεγάλης Συμμαχίας μεταξύ της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης της Άνγκελα Μέρκελ και των Σοσιαλδημοκρατών αποτελεί και το ενδεχόμενο μερικής κατάργησης του «Solidaritaetzuschlag», του φόρου που επιβλήθηκε στους Δυτικογερμανούς με στόχο τη χρηματοδότηση της επανένωσης, νέες μελέτες και έρευνες αποκαλύπτουν πως ο δρόμος για την αναγέννηση της πρώην Ανατολικής Γερμανίας είναι ακόμα μακρύς. «Είτε πρόκειται για τις περιουσίες, είτε για το ποσοστό ανεργίας, είτε για την ανάπτυξη του γενικού πληθυσμού ή για τη θρησκεία, τα παλιά σύνορα ανάμεσα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία και τη Λαοκρατική Δημοκρατία είναι ακόμα εμφανή: θα χρειαστεί ακόμα μία γενιά ούτως ώστε η Ανατολή και η Δύση να αναπτυχθούν πραγματικά μαζί», υποστηρίζει ο Ράινερ Κλίνγκχολζ, διευθυντής του Ινστιτούτου Πληθυσμού και Ανάπτυξης του Βερολίνου.
Αλλά δεν είναι μόνον το μέσο ακαθάριστο μηνιαίο εισόδημα που κυμαίνεται γύρω στις 3.600 ευρώ για τους Δυτικογερμανούς ενώ για τους Ανατολικογερμανούς δεν ξεπερνά τα 2.700 ευρώ. Ούτε το γεγονός ότι οι συνταξιούχοι της Δυτικής Γερμανίας λαμβάνουν ποσό κατά 30% υψηλότερο από εκείνο των συνομηλίκων τους στις ανατολικές επικράτειες της χώρας. Ούτε η ανεργία η οποία στην Ανατολική Γερμανία ανέρχεται στο 8% ενώ στη Δύση μόλις που ξεπερνά το 5%. Κάτι βαθύτερο φαίνεται να κρατά ακόμα διαιρεμένη τη Γερμανία παρά τα τεράστια, αναμφίβολα, βήματα που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία 28 χρόνια. Ενδεικτικό παράδειγμα της απόστασης που εξακολουθεί να χωρίζει τις δύο Γερμανίες του παρελθόντος είναι το ποδόσφαιρο, απόλυτο πάθος όλων των Γερμανών: σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά την πτώση του Τείχους, μόνον μία ομάδα της ανατολικής Γερμανίας, η Λειψία, συμμετέχει στη Μπουντεσλίγκα.
Σίγουρα το Τείχος δεν υπάρχει πια στις κρεβατοκάμαρες των Βερολινέζων. Από τους περισσότερους από τους 15.000 γάμους που πραγματοποιήθηκαν στο Δημαρχείο του Βερολίνου το 1999, μας πληροφορεί η Corriere della Sera, «μεικτοί» ήταν μόλις οι 348. Τρεις δεκαετίες μετά, η αναλογία αυτή ανήκει σίγουρα στο παρελθόν αλλά ακόμα και σήμερα μόλις ένας στους δέκα γάμους αποτελεί μια ένωση Δύσης και Ανατολής. Συμπεραίνεται, οπότε, ότι ακόμα και το ποσοστό της «συναισθηματικής ενοποίησης» μεταξύ των δύο πρώην Γερμανιών παραμένει σχετικά χαμηλό, με τα εν λόγω ζευγάρια να έχουν περισσότερες πιθανότητες να χωρίσουν.
«Οταν βγαίνω το βράδυ, καταλαβαίνω αμέσως ποιος προέρχεται από την Ανατολή και ποιος από τη Δύση», υποστήριξε η Νάνσι Πέτερμαν, ηλικίας 26 ετών, που γεννήθηκε στην ανατολική συνοικία του Κέπνικ, δύο χρόνια μετά την πτώση του Τείχους. «Οι Δυτικοί είναι πιο προκλητικοί και ντύνονται πάντα με ακριβές μάρκες. Οι Ανατολικοί είναι πιο διακριτικοί και δεν ενδιαφέρονται πολύ για την εμφάνιση», πρόσθεσε.
Ενδεικτική της κατάστασης είναι και η γνώμη των μεν για τους δε. Το 34% των Ανατολικογερμανών θεωρεί πως οι Δυτικογερμανοί είναι αλαζόνες και υπερόπτες. Την ίδια ώρα περισσότεροι από τους μισούς Δυτικογερμανούς κάνουν λόγο για σημαντικές διαφορές νοοτροπίας που τους κρατούν σε απόσταση από τους συμπατριώτες τους στην Ανατολική Γερμανία. Όσον αφορά την εσωτερική μετανάστευση, από το 1989 έως σήμερα, τουλάχιστον δύο εκατομμύρια άνθρωποι εγκατέλειψαν την πρώην επικράτεια της Λαοκρατικής Δημοκρατίας για να ζήσουν στη Δύση ενώ οι Δυτικογερμανοί που ακολούθησαν αντίθετη πορεία ανέρχονται σε μερικές δεκάδες χιλιάδες. Ακόμα και οι επιλογές για τις καλοκαιρινές διακοπές διαφέρουν μεταξύ των δύο πρώην Γερμανιών. Οι Δυτικοί επιλέγουν συνήθως προορισμούς στο εξωτερικό, την Ελλάδα, την Ισπανία και την Ιταλία, ενώ σχεδόν το 50% των Ανατολικογερμανών προτιμούν να ξεκουραστούν και να χαλαρώσουν στις δικές τους ακτές της Βόρειας Θάλασσας. Στο Βερολίνο, ωστόσο, η αισιοδοξία για το μέλλον είναι εμφανής, με το 62% των πολιτών του να δηλώνει πως οι όποιες διαφορές μεταξύ Δύσης και Ανατολής, αργά ή γρήγορα, θα εκλείψουν. Όπως ακριβώς συνέβη και με το Τείχος.