Αν έβλεπες τον Μαρκ Ρούτε τα ξημερώματα στις Βρυξέλλες, μετά από τόσα αλλεπάλληλα ξενύχτια, δεν θα μπορούσες να δεις πιο χαρούμενο ευρωπαίο πολιτικό. Μια παράδοξη εικόνα αν σκεφτόσουν ότι η Ολλανδία και οι άλλοι «φειδωλοί» της Ευρωπαϊκής Ενωσης είχαν μόλις αποδεχτεί κάτι που γι’ αυτούς αποτελούσε διαχρονικά «κόκκινη γραμμή»: στο πλαίσιο της συμφωνίας για το Ταμείο Ανάκαμψης και των κοινοτικό προϋπολογισμό η ΕΕ είχε δεχτεί να αναλάβει χρέος εξ ονόματος των 27 κρατών-μελών. Ομως ο Ολλανδός είχε κάθε λόγο να είναι ευτυχισμένος –θεωρείται ο νικητής αυτής της σκληρής διαπραγμάτευσης που κράτησε 91 ώρες και 45 λεπτά.
Δεν είναι μόνο ότι η Ολλανδία άντεξε στο μπρα ντε φερ με τον γαλλογερμανικό άξονα και αναβαπτίστηκε πολιτικά μέσα από αυτή τη μαραθώνια διαδικασία –πλέον σε κάθε Σύνοδο Κορυφής, σε κάθε ζήτημα λειτουργίας της ΕΕ θα πρέπει να λαμβάνεται πολύ σοβαρά η γνώμη και η στάση της ως αυτές ενός «μεγάλου παίκτη» και όχι ως δορυφόρου του Βερολίνου, σχολίασαν αναλυτές– είναι και ότι τα οικονομικά οφέλη της αποδεικνύονται τελικά μεγάλα.
Κατ’ αρχάς αυτά που φαίνονται με την πρώτη ματιά: από την αρχική πρόταση της Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, για 500 δισ. ευρώ επιχορηγήσεις και 250 δισ. ευρώ δανείων (η οποία ήταν η αρχική πρόταση της Ανγκελα Μέρκελ και του Εμανουέλ Μακρόν) καταλήξαμε σε 390 δισ. ευρώ επιχορηγήσεων και 360 δισ. ευρώ δανείων. Ούτως ή άλλως αυτή η μείωση των επιχορηγήσεων πιστώνεται ως επιτυχία των «φειδωλών» (Ολλανδία, Αυστρία, Σουηδία, Δανία και Φινλανδία). Οι πέντε αυτές χώρες απαίτησαν το «μείγμα» να είναι ισόποσο (δύο «πακέτα» των 375 δισ. ευρώ), ενώ ο άξονας Μερκελ – Μακρόν επέμενε ότι δεν δεχόταν καμία συζήτηση κάτω από τα 400 δισ. ευρώ. Τελικά, παρά τις απειλές του Μακρόν ότι θα σηκωθεί να φύγει από τη Σύνοδο, η πρόταση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ ήταν 390 δισ. ευρώ και έγινε αποδεκτή.
Οχι όμως χωρίς αντίτιμο. Οι «φειδωλοί» πέρα από το περιορισμένο εύρος των κονδυλίων που θα μεταφερθούν προς τις πληττόμενες από τον κορονοϊό χώρες –κυρίως αυτές του Νότου– κατάφεραν επίσης να κερδίσουν και χρήμα για τις οικονομίες τους καθώς η πολιτική των rebates που είχε εισάγει για πρώτη φορά και για λογαριασμό της Βρετανίας τη δεκαετία του 1980 η Μάργκαρετ Θάτσερ, αναβιώνει.
- Διαβάστε: Habemus «καλή» συμφωνία
Οπως παρατηρούν οι Financial Times, ο Μακρόν ήλπιζε ότι με το Brexit θα τελείωνε η τρόπον τινά ντροπιαστική για τη συνοχή της ΕΕ πολιτική των rebates, αλλά τελικά όχι μόνο δεν τερματίστηκε αλλά τα ποσά επιστροφών προς τις πλούσιες χώρες αυξάνονται θεαματικά, περισσότερο ακόμα και από την αρχική συμβιβαστική πρόταση του Σαρλ Μισέλ.
Η Δανία θα λαμβάνει στο εξής 322 εκατ. ευρώ ετησίως, η Αυστρία υπερδιπλασιάζει το σχετικό ποσό σε 565 εκατ. ευρώ η Σουηδία θα δει τα οφέλη της να φτάνουν σε 1,069 δισ. ευρώ τον χρόνο, ενώ η Ολλανδία από το 1,576 δισ. ευρώ που ήταν η πρώτη πρόταση Μισέλ θα φτάσει σε 1,921 δισ. ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό ότι για τη Γερμανία το ποσό μένει το ίδιο…
Επιπλέον, ο Ρούτε ζητούσε έλεγχο για το πώς και πού χρησιμοποιούνται τα κονδύλια και αυτό επίσης το πήρε. Σύμφωνα πάλι με τους Financial Times, οι «φειδωλοί» επέβαλαν τους όρους τους για τις εκταμιεύσεις των ποσών, με τη σκέψη προς τις μέχρι πρότινος αφερέγγυες χώρες του Νότου: με βάση το σχέδιο, ένα κράτος-μέλος θα μπορεί να προβάλλει ενστάσεις αν ένα άλλο κράτος-μέλος δεν υλοποιεί τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και να μπλοκάρει έτσι, για τρεις μήνες και μέχρι να επιληφθεί του θέματος η Κομισιόν, τη χρηματοδοτική ροή. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, την τελευταία λέξη θα την έχει η Επιτροπή.
«Είμαστε όλοι μας επαγγελματίες, αντέχουμε μερικές γροθιές», είπε χαρακτηριστικά ο Ρούτε σε δημοσιογράφους μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας στις Βρυξέλλες για το σχέδιο ανάκαμψης. «Είμαι ικανοποιημένος με τη συμφωνία αυτή, δεν έχω καμία διαφωνία».
Σύμφωνα με την άποψη του Ρούτε, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μετατρέπεται σε ένωση αναδιανομής κεφαλαίων, καθώς το σχέδιο ανάκαμψης αποτελεί έκτακτο μέτρο, που δεν θα επαναληφθεί.
Τα κονδύλια για την Ελλάδα
Η Ελλάδα προβλέπεται να λάβει 32,1 δισ. (περισσότερα από ό,τι με την αρχική πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), αλλά με μεγαλύτερη αναλογία δανείων προς επιχορηγήσεις σε σχέση με πριν (ως 12,5 δισ. δάνεια και λίγο πάνω από 19,5 δισ. επιχορηγήσεις). «Ηταν ένας εύλογος και δίκαιος συμβιβασμός. Καταλήξαμε σε μια ιστορική συμφωνία», δήλωσε από την πλευρά του ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνέντευξη Τύπου μετά την επίτευξη συμφωνίας για το σχέδιο ανάκαμψης στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. «Γυρίζουμε στην Αθήνα με πακέτο που ξεπερνά τα 70 δισ. ευρώ, τα οποία θα τα διαχειριστούμε με ευθύνη και σύνεση για την παραγωγική ανασυγκρότηση». Στο πακέτο των 70 δισ. ευρώ, ο κ. Μητσοτάκης, προφανώς συμπεριλαμβάνει και τα κονδύλια από τον εξαετή προϋπολογισμό της ΕΕ, πέραν αυτών του Ταμείου Ανάκαμψης.