Ενα γκρίζο σύννεφο καπνού και στάχτης σκιάζει τις παραγκουπόλεις του Πάστσιμ Πούρι στο δυτικό Νέο Δελχί, όπου πλέον κυριαρχούν η μυρωδιά των πτωμάτων και η οσμή καμένης ανθρώπινης σάρκας.
Ο Σαμπάθ γεννήθηκε και μεγάλωσε δίπλα στο κεντρικό κρεματόριο της ευρύτερης περιοχής, το οποίο εδώ και μία εβδομάδα λειτουργεί 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, ούτως ώστε να αποτεφρώνονται τουλάχιστον διακόσιοι σοροί καθημερινά, ενώ πριν από την πανδημία αποτεφρώνονταν τρεις – τέσσερις το πολύ την ημέρα.
Παρότι είναι μόλις δώδεκα χρονών, αντιμετωπίζει ήδη με τρομακτική στωικότητα τη ζωή. «Επιστρέφουν όλοι στις ιδιαίτερες πατρίδες τους αλλά εγώ δεν έχω πού να πάω. Η οικογένειά μου ζει εδώ επί δεκαετίες. Εδώ είναι η δουλειά μου», εξήγησε.
Εως το ξέσπασμα της πανδημίας ο Σαμπάθ εξασφάλιζε τα προς το ζην κάνοντας διάφορα θελήματα. Οι μήνες που ακολούθησαν ήταν ιδιαίτερα δύσκολοι καθώς δεν υπήρχε δουλειά. Τώρα, όμως, δουλεύει και πάλι σκληρά, καθώς δεν σταματά να μεταφέρει στο κρεματόριο της γειτονιάς του πτώματα θυμάτων του κορονοïού, δίχως, όμως, να φορά κάποια προστατευτική στολή και αγνοώντας τον κίνδυνο να προσβληθεί.
Επίσημα στο Νέο Δελχί τις τελευταίες ημέρες χάνουν καθημερινά τη ζωή τους περισσότεροι από 300 άνθρωποι, «αλλά είναι προφανές ότι οι θάνατοι είναι πολύ περισσότεροι. Στην Ινδία, μόνον το ένα τέταρτο των θανάτων πιστοποιείται από γιατρό. Τα κρούσματα είναι έντεκα φορές περισσότερα, οι θάνατοι από διπλάσιοι έως πενταπλάσιοι σε σχέση με τα αμφιβόλου εγκυρότητας επίσημα στοιχεία, σύμφωνα με μία μελέτη του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν», αναφέρει σε ρεπορτάζ του ο Κάρλο Πιτσάτι, συγγραφέας, πανεπιστημιακός και δημοσιογράφος της La Repubblica που ζει και εργάζεται μόνιμα στην πόλη Τσενάι (πρώην Μαντράς) της νοτιοανατολικής Ινδίας.
Ενδεικτική του χάους που επέφερε το δεύτερο κύμα της πανδημίας στη χώρα όπου ζουν σχεδόν 1,4 δισ. άνθρωποι, είναι η τραγική κατάσταση που επικρατεί στα κρεματόρια της πρωτεύουσας της Ινδίας και στα πέριξ.
Το κρεματόριο του Πάστσιμ Πούρι, όπου δουλεύει εκτάκτως ο μικρός Σαμπάθ, βρίσκεται δίπλα στην παραγκούπολη του Σαχίντ Μπαγκάτ Σινγκ. Πρόκειται για ένα σύμπλεγμα 900 παραγκών στις οποίες ζουν τουλάχιστον 1.500 άνθρωποι κάτω από συνθήκες που καθίστανται μέρα με τη μέρα ολοένα πιο άθλιες και τραγικές.
«Ξυπνάμε και πέφτουμε για ύπνο με αυτήν την μυρωδιά των πτωμάτων που καίγονται, είναι σαν αυτή η οσμή του θανάτου να εισέρχεται στους πόρους του δέρματος. Μυρίζουμε και βλέπουμε μόνον καπνό, έρχονται ασθενοφόρα νυχθημερόν», ανέφερε ο 35χρονος Κακόλι Ντέβι, σημειώνοντας πως μόνον την προηγούμενη Πέμπτη αποτεφρώθηκαν τουλάχιστον 300 σοροί.
«Κάποιες μέρες πίνουμε μόνο νερό, αλλά ενίοτε κάποια ΜΚΟ μας φέρνει και φαγητό», σημείωσε από την πλευρά του ο Σαρότζ, ένας νεαρός ρακοσυλλέκτης ο οποίος, πριν από δύο εβδομάδες, είδε την παράγκα του να γίνεται στάχτη, μαζί με άλλες τριάντα, εξαιτίας μίας πυρκαγιάς που ξέσπασε στην παραγκούπολή του, λίγο πριν από την επιβολή του τελευταίου λοκντάουν στο Νέο Δελχί.
Ο Κακόλι Ντέβι έχει ήδη ετοιμάσει τις βαλίτσες του. «Εξασφαλίσαμε τη μεταφορά μας με ένα φορτηγό, θα επιστρέψουμε στο χωριό μας στο Ούταρ Πραντές. Τουλάχιστον εκεί δεν θα έχουμε αυτήν την διαρκή αίσθηση του θανάτου». είπε.
Αντιθέτως μία χήρα και μητέρα τριών μικρών παιδιών δεν τολμά να ξεμυτίσει από την παράγκα της. «Είμαστε όλη την ημέρα μέσα. Τρομαγμένοι. Δεν ανάβουμε ούτε τους ανεμιστήρες γιατί φοβόμαστε μην μολυνθούμε μέσω του αέρα», εξήγησε.
Δυστυχώς αποτελεί γεγονός πως στο Νέο Δελχί της πανδημίας δεν υπάρχουν δουλειές για τους απόκληρους. Ανήλικα κορίτσια των παραγκουπόλεων που κατάφερναν να κερδίζουν ελάχιστα χρήματα, εργαζόμενα ως καθαρίστριες κυρίως, πλέον δεν έχουν κυριολεκτικά στον ήλιο μοίρα. «Μας φοβούνται, μην τυχόν τους μεταδώσουμε τον κορονοïό, επειδή ζούμε δίπλα στο κρεματόριο. Θέλουμε να επιστρέψουμε στα χωριά μας. Αλλά το ταξίδι κοστίζει», εξήγησε ένα από αυτά.
«Κανένας στο Δελχί δεν πίστευε ότι θα βλέπαμε παρόμοιες εικόνες. Πεντάχρονα, δεκαπεντάχρονα, νέοι άνθρωποι ηλικίας 25 χρονών, νεόνυμφοι αποτεφρωμένοι. Είναι δύσκολο να βλέπει κανείς όλα αυτά», ανέφερε από την πλευρά του ένας τοπικός γιατρός.
Σύμφωνα με τον Κάρλο Πιτσάτι στα κρεματόρια της πρωτεύουσας της Ινδίας παίζεται η τελευταία πράξη του ανείπωτου δράματος που εκτυλίσσεται στη χώρα από την περασμένη εβδομάδα, καθώς τις τελευταίες ημέρες καταγράφονται καθημερινά περισσότερα από 300.000 νέα κρούσματα.
Πλέον στην Ινδία οι άνθρωποι αναγκάζονται να σχηματίζουν ουρές όχι μόνον έξω από τα νοσοκομεία, εκλιπαρώντας να νοσηλευτούν, ή για να προμηθευτούν οξυγόνο. «Υποχρεούνται να στέκονται στην ουρά ακόμη και ως πτώματα, αναμένοντας να βρεθεί μία θέση στην πυρά», αναφέρει χαρακτηριστικά ο ιταλός ανταποκριτής.
«Πλέον δεν μπορείς να ζήσεις στο Δελχί αλλά στο Δελχί δεν μπορείς ούτε να πεθάνεις γαλήνια», σχολίασε η Σιβάνγκι, μία νοσοκόμα, περιμένοντας τη σειρά της σε ένα από τα πιο παλιά κρεματόρια της ινδικής πρωτεύουσας για να αποθέσει τη σορό του παππού της στην πυρά. «Δεν ξέρω εάν η κυβέρνηση αποκοιμήθηκε. Είμαι απαρηγόρητη. Απέτυχαν κυριολεκτικά», πρόσθεσε, μιλώντας, συγχρόνως στο τηλέφωνο για να βρει οξυγόνο για το νοσοκομείο όπου εργάζεται.
«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι βρισκόμαστε στο Δελχί, την πρωτεύουσα της Ινδίας. Δεν υπάρχει οξυγόνο και οι άνθρωποι πεθαίνουν σαν τα ζώα. Πλέον δεν υπάρχουν ούτε ξύλα για να τους αποτεφρώσουμε», δήλωσε ο υπεύθυνος του κρεματορίου. «Είχαμε προμήθειες για δύο μήνες. Τελείωσαν όλα μέσα σε δέκα ημέρες. Αναγκάστηκα να κλείσω τις πύλες μπροστά από μια ουρά ανθρώπων που περίμεναν με τις σορούς των δικών τους», παραδέχτηκε.
Εννοείται πως υπάρχουν και εκείνοι που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την χαοτική κατάσταση που επικρατεί, ζητώντας έως και είκοσι φορές περισσότερα χρήματα για την αποτέφρωση ενός νεκρού. Οσοι, όμως, δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα, καλούνται να φυλάξουν τις σορούς των δικών τους με τον κίνδυνο να αρχίσουν να αποσυντίθεται.
Σε μία γωνία του κρεματορίου, ένας σύζυγος έκλαιγε γοερά πίσω από την μάσκα του. Πήγε σε είκοσι νοσοκομεία αλλά σε κανένα δεν βρήκε οξυγόνο. «Εάν υπήρχε, η σύζυγός μου θα είχε θεραπευτεί», είπε. Ομως στο καιρό της πανδημίας και του δεύτερου σφοδρού κύματος που σαρώνει την αχανή χώρα, κάποιοι εξακολουθούν να χάνουν τη ζωή τους και από τη γραφειοκρατία. «Στην κλινική της παρείχαν οξυγόνο και επανήλθε. Μας παρέπεμψαν σε ένα δημόσιο νοσοκομείο επειδή δεν είχαμε αλλά λεφτά. Φτάνοντας εκεί, μας είπαν πως χωρίς τεστ δεν μπορούσαμε να εισέλθουμε. Αλλά τεστ δεν μπορούσαμε να κάνουμε πουθενά. Και κάπως έτσι πέθανε. Περιμένω εδώ και πέντε ώρες για να την αποτεφρώσω», αφηγήθηκε ένας άλλος χήρος.
Την περασμένη Τρίτη καταγράφηκαν 350.000 νέα κρούσματα στην Ινδία ενώ τις επόμενες είκοσι τέσσερις ώρες περισσότερα από 360.000. Πλέον στη χώρα από Covid έχουν χάσει της ζωή τους περισσότεροι από 200.000 άνθρωποι.