Στα 17 του χρόνια στην πρώτη ομάδα της Λίβερπουλ δεν ευτύχησε να κατακτήσει το Πρωτάθλημα. Πέτυχε 180 γκολ σε 710 αγώνες. Αρκετά, όμως πολύ λιγότερα από άλλους. Ιδιαίτερες ατομικές διακρίσεις δεν κέρδισε, ούτε «τρελά» εκατομμύρια. Δεν έχει να παρουσιάσει ρεκόρ και στατιστικές που σ’ αφήνουν με το στόμα ανοιχτό. Ποτέ δεν έγινε πρωτοσέλιδο για το lifestyle του – το απεχθανόταν.
Κι όμως, στην ψηφοφορία για τους «100 παίκτες που συγκλόνισαν το Kop (την κερκίδα των φανατικών οπαδών)» -το 2013- ο 36χρονος Στίβεν Τζέραρντ, ο οποίος την Πέμπτη ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει τα γήπεδα, ήρθε πρώτος. Πάνω και από τον Κένι Νταλγκλίς.
Στον σύλλογο των 18 τίτλων στο αγγλικό πρωτάθλημα, των ευρωπαϊκών θριάμβων και των δεκάδων «παιχταράδων» που φόρεσαν τη φανέλα του, ένας «ταπεινός» ποδοσφαιριστής κέρδισε τη διαχρονική λατρεία και τον θαυμασμό των «Reds». Δεν το κατόρθωσε με τα πόδια, αλλά με την ψυχή του. Πάνω απ’ όλα, ήταν ένας παθιασμένος μαχητής. Ενας αρχηγός – ηγέτης που κάθε ομάδα θα ήθελε να έχει. Σύμβολο πίστης και αφοσίωσης. Ενας ρομαντικός σε κυνικούς καιρούς. Ο Τζέραρντ αγαπήθηκε τόσο, επειδή υπήρξε η προσωποποίηση των αξιών που πρεσβεύει η ίδια η Λίβερπουλ.
Η καριέρα του «Stevie G» ήταν ένα ποδοσφαιρικό μυθιστόρημα βγαλμένο από παλιές, μακρινές εποχές. Από εκείνα τα χρόνια που παίκτες και σύλλογοι μοιράζονταν την ίδια μοίρα, «για πάντα». Φόρεσε την κόκκινη φανέλα στα οκτώ του, το 1988. Την έβγαλε πέρυσι, στα 35 του. Για πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα, το «Ανφιλντ» υπήρξε το δεύτερο σπίτι του. Εκεί μεγάλωσε, ονειρεύτηκε, πόνεσε, πανηγύρισε και έκλαψε. Εκεί έζησε τη μεγαλύτερη δόξα αλλά και τη μεγαλύτερη τραγωδία που μπορεί να βιώσει ένας ποδοσφαιριστής.
Η κορυφαία δόξα ήταν η κατάκτηση του Champions League το 2005, στην Κωνσταντινούπολη, με την επική ανατροπή απέναντι στη Μίλαν (που είχε προηγηθεί με 3-0 στο ημίχρονο). Μια δική του κεφαλιά, στο 54′, έδωσε το σύνθημα για την πιο μεγάλη αντεπίθεση στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Γι’ αυτόν τον τίτλο θα έδινε πίσω -ευχαρίστως- όλους τους άλλους που κατέκτησε: δυο Κύπελλα Αγγλίας, τρία Λιγκ Καπ, ένα Κύπελλο UEFA, και ένα Charity Shield.
Η κορυφαία τραγωδία ήρθε σχεδόν δέκα χρόνια μετά. Εκείνο το καταραμένο απόγευμα της 27ης Απριλίου 2014, που η Λίβερπουλ «άγγιξε» το πρώτο της Πρωτάθλημα μετά το 1990, τον στοιχειώνει ακόμα και σήμερα. Γράφει, στην αυτοβιογραφία του: «Κάθισα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και ένιωσα τα δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό μου. Είχα πολλά χρόνια να κλάψω, όμως στον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι δεν μπορούσα να σταματήσω. Δεν μπορώ, καν, να σας πω αν οι δρόμοι ήταν γεμάτοι ή άδειοι την ώρα που βρισκόμουν στο αυτοκίνητο. Ημουν χαμένος, σαν να είχα χάσει κάποιον δικό μου άνθρωπο. Ενιωθα να χάνεται από μέσα μου το ένα τέταρτο αιώνα που είχα ζήσει σε αυτόν τον σύλλογο. Σκεφτόμουν τη φάση ξανά και ξανά…
Το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα της Λίβερπουλ το έκανε μόλις στα 18 του, στις 29 Νοεμβρίου 1998. Μπήκε στο 90′, ως αλλαγή, σε ένα ματς με την Μπλάκμπερν
… Μία συνηθισμένη πάσα έστειλε την μπάλα προς το μέρος μου, στη μεσαία γραμμή. Ηταν η στιγμή μηδέν. Η μπάλα γλίστρησε κάτω από το πόδι μου, κι έπεσα στο έδαφος. Η Τσέλσι έβγαινε στην αντεπίθεση. Σηκώθηκα γρήγορα για να κυνηγήσω τον Ντεμπά Μπα, λες και η ζωή μου εξαρτιόταν απ’ αυτό. Ηξερα τι θα συνέβαινε, αν δεν τον προλάβαινα. Αλλά, ήταν μάταιο. Δεν μπορούσα να τον σταματήσω. Ο Ντεμπά Μπα σκόραρε, και όλα τέλειωσαν. Χάσαμε 2-0. Επειτα, η Μάντσεστερ Σίτι πήρε τον τίτλο. Τον τίτλο που περίμενα τόσα χρόνια. Ολο το «Ανφιλντ» τραγουδούσε το «You’ll Never Walk Alone», όμως εγώ ένιωθα μόνος. Ο ύμνος της Λίβερπουλ σού θυμίζει να κρατάς το κεφάλι ψηλά, όταν περνάς μέσα από την καταιγίδα. Να μη φοβάσαι το σκοτάδι. Να περπατάς με ελπίδα στην καρδιά. Εμένα, όμως, δεν μου είχε μείνει ελπίδα. Αναζητούσα έναν τρόπο για να κρατηθώ στη ζωή, να μην αυτοκτονήσω».
Το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα της Λίβερπουλ το έκανε μόλις στα 18 του, στις 29 Νοεμβρίου 1998. Μπήκε στο 90′, ως αλλαγή, σε ένα ματς με την Μπλάκμπερν. Αν και δεν πρόλαβε να ακουμπήσει την μπάλα, εκείνα τα ελάχιστα λεπτά έμειναν χαραγμένα στη μνήμη του: «Την πρώτη φορά που έτρεξα εκεί έξω (στο γήπεδο), δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Η πρώτη φορά που παίζεις για τη Λίβερπουλ, είναι ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα».
Γι’ αυτή τη στιγμή είχε γράψει, στην οικογένειά του, όταν ήταν 15 ετών: «Προσπαθώ να τα πηγαίνω καλά με όλους. Οι προπονητές μου λένε ότι δεν αμφιβάλλουν για τις ποδοσφαιρικές μου ικανότητες, όμως πρέπει να συγκρατώ τα νεύρα μου στον αγωνιστικό χώρο. Ελπίζω να πιστεύουν ότι είμαι καλό παιδί και εκτός γηπέδου. Σε πέντε χρόνια από τώρα ελπίζω να παίζω στην πρώτη ομάδα, να είμαι με μία κοπέλα και να κάνω σχέδια για οικογένεια».
Σε πέντε χρόνια από τότε, όχι απλώς έπαιζε στην πρώτη ομάδα, αλλά και είχε προλάβει να κατακτήσει ένα Λιγκ Καπ, ένα Κύπελλο Αγγλίας και ένα Κύπελλο UEFA. Στα 22 του πήρε -από τον Σάμι Χίπια- και το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Που το τίμησε, όσο λίγοι.
Μακριά από κάθε λογής εντυπωσιασμούς, ο Τζέραρντ ήταν ένας από τους πληρέστερους ποδοσφαιριστές της σύγχρονης εποχής. Ετρεχε, μάρκαρε, πάσαρε, ντρίμπλαρε, σκόραρε. Μπορούσε να παίξει σε όλες τις θέσεις της ενδεκάδας. Είχε αστείρευτη αντοχή, φοβερό δεξί σουτ και -πάνω απ’ όλα- ήταν γεννημένος για ηγέτης.
Το καλοκαίρι του 2005, στα… ντουζένια του (λίγο προτού ανακηρυχθεί «παίκτης της χρονιάς» στην Αγγλία), η Ρεάλ και η Τσέλσι τού πρόσφεραν «τον ουρανό με τ’ άστρα» για να φορέσει τη φανέλα τους. Δεν τα είχε βρει με τη Λίβερπουλ, για την ανανέωση του συμβολαίου του, και -κυρίως- ήταν πολύ θυμωμένος με τη διοίκηση, που αδυνατούσε να κρατήσει τους καλύτερους παίκτες της ή να αγοράσει άλλους, σπουδαίους, ώστε να ξαναγίνει ανταγωνιστική. Πέρασε ένα ολόκληρο διήμερο απομονωμένος στο σπίτι του, προκειμένου να πάρει τη σωστή απόφαση. Αποφάσισε να μείνει. Η λογική του -το συμφέρον του- νικήθηκε από τα συναισθήματά του. Εμεινε για να συνεχίσει να ακουμπά τη θρυλική πινακίδα «THIS IS ANFIELD» πριν από κάθε εντός έδρας αγώνα.
Εμεινε για τη Λίβερπουλ. Οταν έφυγε, δέκα χρόνια αργότερα, το έκανε -πάλι- για χάρη της. Ενιωσε ότι, πλέον, η διοίκηση τον θεωρούσε βάρος αλλά δίσταζε να τον διώξει. Θα ήταν ένα στίγμα για τον σύλλογο, να κατεβάσει τη σημαία του από τον ιστό της. Ετσι, με την αξιοπρέπεια που πάντοτε τον χαρακτήριζε, ανακοίνωσε ότι φεύγει για τις ΗΠΑ. Εκεί, έπειτα από 34 εμφανίσεις με τους Λος Αντζελες Γκάλαξι, ολοκλήρωσε το συναρπαστικό ταξίδι του στα γήπεδα.
Στην πραγματικότητα, όλα τέλειωσαν στις 16 Μαΐου 2015, όταν ο εμβληματικός αρχηγός πάτησε το γρασίδι του «Ανφιλντ» για τελευταία φορά με την ιδιότητα του ποδοσφαιριστή της ομάδας. Με τις τρεις του κόρες -με τη μικρότερη στην αγκαλιά του- με τις εξέδρες να έχουν καλυφθεί από κορεό, κι εκείνον να προσπαθεί να μη βουρκώσει. Ελάχιστοι ποδοσφαιριστές ευτύχησαν να ζήσουν τέτοιον αποχαιρετισμό.
«Αν η αξία ενός ποδοσφαιριστή κρίνεται από το κενό που αφήνει πίσω του, τότε δεν υπάρχει αντικαταστάτης για τον Τζέραρντ», έγραψε η Independent. «Ηταν ένα κράμα όλων των χαρακτηριστικών που πρέπει να έχουν οι κορυφαίοι παίκτες. Τέσσερις καλοί παίκτες σε έναν».
Σωστό. Μόνο που, αυτός ο υπέροχος τύπος που πανηγύριζε κάθε γκολ του σαν να είναι το πρώτο, γλιστρώντας στα σημαιάκια του κόρνερ, δεν θα μας λείψει για τις ποδοσφαιρικές του αρετές, αλλά -κυρίως- για τον τρόπο με τον οποίο υπηρέτησε το ποδόσφαιρο. Υπήρξε ο ιδανικός επαγγελματίας ερασιτέχνης της μπάλας. Αυτή η αντίφαση ήταν, που τον έκανε μοναδικό.