«Τον μαχαίρωσα έξι φορές πάνω στη στιγμή, ασυναίσθητα. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω. Αν το ήθελα, θα το είχα κάνει. Ηταν μία παρεξήγηση που κατέληξε όπως κατέληξε».
Με τα λόγια αυτά ο κατηγορούμενος στη δίκη της Χρυσής Αυγής, Χρήστος Στεργιόπουλος, απάντησε στις ερωτήσεις της έδρας για την εν ψυχρώ δολοφονία του πακιστανού εργάτη Σαχζάτ Λουκμάν το 2013 στα Πετράλωνα.
Πρωτόδικα, στη δίκη που είχε γίνει για τη δολοφονία, ο Στεργιόπουλος, μαζί με τον συγκατηγορούμενό του, Διονύση Λιακόπουλο, είχαν καταδικαστεί σε ισόβια. Το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών ωστόσο έριξε την ποινή σε κάθειρξη 21 ετών και πέντε μηνών, αναγνωρίζοντας κατά πλειοψηφία (6-1) το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη! (περισσότερα εδώ)
Σήμερα, ο Στεργιόπουλος κυκλοφορεί και πάλι ελεύθερος, καθώς όπως δήλωσε και ο ίδιος ενώπιον του δικαστηρίου, αποφυλακίστηκε πριν από δύο μήνες, έχοντας εκτίσει έξι χρόνια και τέσσερις μήνες από την ποινή του.
«Ηταν να περιστατικό της στιγμής μια παρεξήγηση που δυστυχώς κατέληξε όπως κατέληξε. Ηταν της στιγμής, πάνω στη στιγμή», δικαιολογήθηκε ο νυν ιδιωτικός υπάλληλος σε εταρεία χαρτικών και πρώην πυροσβέστης, απαντώντας στις ερωτήσεις της προέδρου του δικαστηρίου στην αίθουσα τελετών του Εφετείου Αθηνών.
Παρών στο δικαστήριο ήταν και ο πατέρας του δολοφονηθέντος Σαχζάτ Λουκμάν
«Τον χτυπησα έξι φορές, αλλά ήταν αδύναμα και αβαθή χτυπήματα. Δεν ηθελα να γίνει αυτό που συνεβη. Αν ήθελα να τον σκοτώσω θα το είχα κανει», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κατηγορούμενος, απαντώντας σε ερώτηση της έδρας, ενώ ισχυρίστηκε πως δεν είχε μπει ποτέ σε καμία Τοπική Οργάνωση της Χρυσής Αυγής, ούτε και είχε καμία σχέση με το κόμμα των νεοναζί.
«Εξι χτυπήματα. Γιατί αυτή η μανία;» ρωτήθηκε εκ νέου ο κατηγορούμενος για να επαναλάβει, προκαλώντας την αντίδραση του κοινού που φώναξε «τον σκότωσες»!
«Μανία δεν είναι, τα χτυπήματα είναι είναι αβαθή και αδύναμα, το έδειξαν και ιατροδικαστικές. Αν ήθελα να κάνω κατι παραπάνω θα έβαζα δύναμη».
«Τα 6 διαδοχικά πώς τα δικαιολογείτε; Τι θέλατε να κάνετε με αυτά τα έξι ‘αδύναμα’ όπως τα λέτε χτυπήματα;» ρωτήθηκε ξανά.
«Τίποτα δεν ήθελα να κάνω γι’ αυτό και δεν έκανα κάτι», επέμεινε εκείνος προκαλώντας την αντίδραση του ακροατηρίου.
«Εκείνη την ώρα είχατε έλλειψη ψυχραιμίας και κάνατε ό,τι κάνατε. Πώς γίνεται μετά, αφού μαχαιρώσατε έναν άνθρωπο να πάτε για σουβλάκια;» τον ρώτησαν από την έδρα και τότε εκείνος ατάραχος απάντησε:
«Πριν τα φάγαμε. Αν ήθελα να κάνω κάτι θα το έκανα, τίποτα δεν έκανα , θα μπορούσαμε να έχουμε πετάξει τα μαχαίρια και να μην ήμασταν εδώ τώρα».
«Για να καταλάβουμε, τι είναι αυτό που σας ώθησε να δείτε έναν άνθρωπο στο δρόμο και να γίνει αυτό που έγινε;» τον ρώτησε η πρόεδρος του δικαστηρίου.
Ο Στεργιόπουλος επέμεινε πως τα τραύματα που προκάλεσε στον Λουκμάν ήταν τελείως επιπόλαια. «Τα έκανα για να απεγκλωβίσω τον συγκατηγορούμενο, θεώρησα ότι κινδυνεύει. Τον είχε πιάσει και τον είχε βάλει κάτω. Ήταν ψηλός 1.90 και γεροδεμένος», ισχυρίστηκε, όπως και κατά την απολογία του στην προηγούμενη δίκη.
«Είδα ότι τον είχε πιάσει και έτσι έβγαλακαι εγώ ενα μαχαίρι που είχα από τη δουλειά μου, την Πυροσβεστική», ανέφερε για το όπλο του φόνου.
«Και γιατί να κυκλοφορείτε με ένα μαχαίρι και με μία μηχανή χωρίς πινακίδες;» τον ρώτησαν στο σημείο εκείνο από το προεδρείο
«Ήταν λάθος μου. Το είχα μαζί μου γιατί δούλευα εκείνη την ημέρα και δεν το είχα αφήσει», ήταν η απάντηση που έδωσε.
Οταν, τέλος, η πρόεδρος τον ρώτησε τέλος γιατί δεν περιορίστηκε σε κάποιες βρισιές (την ώρα του επεισοδίου), ο Στεργιόπουλος απάντησε προκαλώντας εκ νέου έντονες αντιδράσεις στο ακροατήριο:
«Γιατι αυτόματα, μεσ’ στη μέση του δρόμου πετάει το ποδήλατο και έρχεται κατά πάνω μας».
Κατά δήλωσή του κατηγορουμένου, μόνο όταν τον χτύπησε με το μαχαίρι ο πακιστανός εργάτης άφησε τον (έτερο χρυσαυγίτη και πρωταγωνιστή του αιματηρού επεισοδίου) Λιακόπουλο, προχώρησε και έφυγε. «Μετά θεωρήσαμε ότι είναι καλά και φύγαμε», είπε και σε νέα ερώτηση πώς θεώρησε ότι είναι καλά, συμπλήρωσε λέγοντας: «Τον είδα να περπατάει…».