Βλακεία, καφρίλα, Μπαρτσελόνα
Βλακεία, καφρίλα, Μπαρτσελόνα
Με την αισθητική, νοητική, οπαδική και αντικοινωνική χαρντκορίλα, κάποιες φορές γελάω. Πικρά, βέβαια. Είναι, όμως, κάποιες άλλες φορές που ξεχειλίζω από οργή. Η τελευταία αφορμή μού δόθηκε μέσω των εικόνων που έδειξαν οι τηλεοράσεις και έκαναν το γύρο του κόσμου, υπό τη συνοδεία αρνητικότατων σχολίων.
Ήταν το 79ο λεπτό του παιχνιδιού μεταξύ του Παναθηναϊκού και της Μπάρτσα, όταν ένας οπαδός της ελληνικής ομάδας(;) μπήκε στο γήπεδο, κατευθύνθηκε προς το μέρος τού – κατά πολλούς – καλύτερου ποδοσφαιριστή του πλανήτη και του πρόταξε το μεσαίο του δάχτυλο.
Κατά την άποψή μου, όποια ομάδα κι ήταν αντίπαλος του Παναθηναϊκού, σε όποιον παίκτη κι αν συνέβαινε το ίδιο, ακριβώς την ίδια άποψη θα είχα. Το γεγονός ότι συνέβη στον Μέσι, δεν αλλάζει τίποτε από αυτά που έχω στο μυαλό μου.
Βλέπετε, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τέτοιου τύποι οπαδοί, που δεν είναι καν φίλαθλοι, είναι άτομα με πολλά προβλήματα – ψυχικά και διανοητικά – και, αν μη τι άλλο, στερούνται του προνομίου της κρίσης, της άποψης, της καθαρής γνώμης. Το ίδιο ακριβώς πιστεύω και για εκείνους που είναι ή που αισθάνονται, αγέρωχα μέσα τους, οπαδοί κομμάτων ή θρησκειών και που φέρονται ανάλογα με τον κουραδόμαγκα που εισέβαλλε χτες στο γήπεδο.
Χρόνια τώρα, επίσης, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα που λέει ότι αν υπάρχει (άλλο) ένα κομμάτι που αντικατοπτρίζει πιο καθαρά – ή, έστω, καλύτερα από πολλούς – μια παρτίδα των προβλημάτων και της παθογένειας της ελληνικής κοινωνίας, είναι, δίχως αμφιβολία, ο χώρος του ποδοσφαίρου και το πώς έχει καταντήσει.
Η χρυσή εποχή Kοσκωτά κατέστησε παραπάνω από σαφές ότι αυτός ο τομέας μπορούσε να προσφέρει ολόκληρα κομμάτια εκμετάλλευσης σε οποιοδήποτε λαμόγιο (έτσι, για να συνεννοούμαστε) ήθελε να προασπίσει τα οικονομικά του συμφέροντα, να επεκτείνει ή να «ξεπλύνει» τις επιχειρήσεις του. Σύμφωνα με αυτή την γκανγκστερική λογική, το ελληνικό ποδόσφαιρο έγινε το πεδίο στο οποίο συνευρέθηκε ένα επικίνδυνο μείγμα: Ο απατεώνας και καιροσκόπος παράγοντας, ο ανεγκέφαλος-αβανταδόρος οπαδός-χουλιγκανάκος, αλλά και η πολιτεία, δια της απουσίας της, βέβαια. Έπειτα από αυτή τη συνύπαρξη, το ποδόσφαιρο κατέληξε να είναι όμηρος των αναφερθέντων ιδιοτήτων, με γενναίες δόσεις σπασμένων καθισμάτων, γενικευμένη και τυφλή βία μέσα και έξω από τους αγωνιστικούς χώρους, αναξιοπιστία, αφερεγγυότητα, γελοιότητα, κακό θέαμα, ανυποληψία και, εν τέλει, οικονομική καταστροφή. Και, ενίοτε, νεκρούς…
Βέβαια, όλα αυτά δεν είναι ελληνικό ιδίωμα, υπάρχουν κι αλλού, σε άλλες χώρες. Ο τύπος που είπε ότι θα κάνει… σεξ στον Μέσι ίσως δεν είναι Έλληνας, αλλά Ιρακινός ή κάτι τέτοιο. Η ίδια η Μπάρτσα έχει ως οπαδό τον μεγαλύτερο μπουκαδόρο των γηπέδων σε οποιοδήποτε άθλημα, τον Jimmy Jump. Φυσικά και όλοι όσοι παρακολουθούν αγώνες δεν είναι σαν αυτόν τον τύπο, δεν είναι καν οπαδοί, αλλά υγιείς φίλαθλοι. Εννοείται, όμως, ότι θέλω να ασχοληθώ μόνο με την κακή πλευρά της ελληνικής πραγματικότητας.
Πιστεύω, λοιπόν, ότι αυτά που ήδη έγραψα δεν αφορούν μόνο τα γήπεδα, δεν έδωσαν ραντεβού αποκλειστικά στο χώρο του ποδοσφαίρου, αλλά αποφάσισαν να βρεθούν στα δημόσια έργα, στις κρατικές προμήθειες, στα υπουργεία, στις επιχειρήσεις κ.λπ. Φυσικά, επίσης, – και το γράφω για κάποιους που μπορεί να… «μυγιαστούν» – δεν πιστεύω ότι όλα αυτά συνέβησαν σε όλα τα δημόσια έργα, σε όλες τις προμήθειες κ.λπ.
Απλώς, αυτό που θέλω να πω, πείτε μου και εσείς, είναι πως η αίσθησή μας είναι κοινή: Τη σήμερον ημέρα, για να γίνεις πρόεδρος ή γενικός διευθυντής μιας εταιρείας, μιας ομάδας, ενός υπουργείου κ.λπ., προαπαιτείται να είσαι υπόδικος, να αντιμετωπίζεις κατηγορίες για ποινικά αδικήματα και να χρωστάς παντού. Κι αν σε πάνε στα δικαστήρια, οι δίκες μπορεί να αρχίσουν, αλλά δεν θα τελειώσουν ποτέ. Κι αν τελειώσουν, ίσως να ισχύει η παραγραφή και να μπουν σε κάποιο σκονισμένο φοριαμό-αρχείο.
Σε ό,τι αφορά το ματς, που ήταν η αφορμή για αυτό το κείμενο – έτσι, για την ιστορία, που λέει και το αθλητικό κλισέ – χάσαμε. Αλλά, για άλλη μια φορά, κερδίσαμε την υπέροχη γεύση του Ντόλκα…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News