Ο Κώστας Κουφός αποφάσισε -ξανά- να μη συμμετέχει σε προετοιμασία της Εθνικής μας ομάδας μπάσκετ κι ενώ ήταν στις προεπιλογές του προπονητή της ομάδας. Αμέσως μετά, άρχισε να τα ακούει, βασικά μέχρι και το επίθετό του τρολαρίστηκε…
Το τι γράφτηκε σε sites, ειπώθηκε σε ραδιοφωνικούς σταθμούς και αναπαράχτηκε στα κοινωνικά δίκτυα, δεν περιγράφεται. Εννοείται ότι οι απόψεις -για άλλη μια φορά, για άλλο ένα τόσο… κρίσιμο θέμα- ήταν μοιρασμένες: Οι μισοί υποστήριζαν ότι «καλά έκανε και δεν πήγε» και οι υπόλοιποι έγραφαν πως «ο Κουφός πούλησε την Εθνική και δεν πάει Μουντομπάσκετ».
Αυτή η κίνηση του παίκτη προκάλεσε την αντίδραση (και) του ομοσπονδιακού μας προπονητή, Φώτη Κατσικάρη, ο οποίος -ανάμεσα στα υπόλοιπα- δήλωσε: «Εντελώς ξαφνικά και απροειδοποίητα, ο μάνατζερ του Κουφού, αφού ο ίδιος ο παίκτης δεν είχε τη στοιχειώδη ευθιξία να με ενημερώσει άμεσα, μου τηλεφώνησε και μου ανακοίνωσε ότι ο Κουφός δε θέλει να έρθει στην Εθνική. Προτιμά να προετοιμαστεί με την ομάδα του για το μέλλον, δηλαδή θέτει ως προτεραιότητα τις ατομικές προπονήσεις από το να εκπροσωπήσει τη χώρα του σε ένα τόσο σημαντικό τουρνουά… Ο Κουφός και ο Μπουντογιάννης (σ.σ. ο μάνατζερ του Κώστα) δεν ανήκουν στην κατηγορία των ειλικρινών ανθρώπων και ο παίκτης αυτός δεν αξίζει να είναι στην Εθνική ομάδα».
Είναι γεγονός ότι ο Κουφός ήθελε πάρα πολύ να φωνάξει «παρών» στο προσκλητήριο της Εθνικής ομάδας. Εν τέλει, όμως, για πολύ συγκεκριμένους λόγους -που μπορεί να μάθουμε ποιοι είναι ακριβώς, μπορεί και όχι, επειδή ίσως δεν υπάρχει κάτι παραπάνω από αυτό που ήδη ξέρουμε ως επίσημη αιτιολογία-θέση από τον μπασκετμπολίστα- αποφάσισε ότι δεν θέλει να είναι μέλος της Εθνικής μας ομάδας. Ε, και; Θέλει να κάνει ατομικές προπονήσεις για να βελτιωθεί. Πού ακριβώς είναι το κακό σε όλο αυτό; Δεν έχει κάθε δικαίωμα να αποφασίσει ότι δεν θέλει, τελικά, να βάλει τη γαλανόλευκη φανέλα; Ή μήπως πρέπει να τον αφορίσουμε επειδή αρνήθηκε «το ιερό κάλεσμα της πατρίδος»; Ισχύει ακόμα αυτή η «καραμέλα» του «εθνικού, πατριωτικού καθήκοντος»; Εξακολουθεί να υφίσταται η δοξασία «αφού η πατρίδα σε κάλεσε να βάλεις το εθνόσημο, πρέπει να αισθάνεσαι υποχρεωμένος και να κάνεις τα πάντα για αυτή»;
Φυσικά και υπάρχουν τουλάχιστον δεκάδες παρόμοιες απόψεις, διατυπωμένες με διαφορετικό τρόπο – αλλά με το ίδιο πάντα νόημα. Όμως, όλες αυτές οι πατριωτικές -στα όρια της ΧΑυγής- απόψεις, μπορεί να έχουν μόνο μια ερώτηση ως απάντηση, που περικλείει μέσα της πολλά νοήματα και ξεχειλίζει από παράπονο -και όχι από μίσος προς την Ελλάδα- να, σαν αυτό που μπορεί να έχει ένα παιδί προς τους γονείς του: «Για ποια πατρίδα, μωρέ;»…