Το 1995 ήταν 23 ετών. Ενας χαρισματικός ακραίος μέσος της Σπόρτινγκ Λισαβόνας, ο οποίος στα έξι χρόνια της επαγγελματικής του καριέρας είχε κατακτήσει μόνον ένα Κύπελλο Πορτογαλίας. Η πρόταση της Μπαρτσελόνα -του Γιόχαν Κρόιφ- να φορέσει τη φανέλα της ήρθε εκείνο το καλοκαίρι για να του αλλάξει, για πάντα, τη ζωή. Στις πρώτες του δηλώσεις ως κάτοικος Βαρκελώνης εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του και ορκιζόταν αιώνια πίστη στον καταλανικό σύλλογο.
Το όνειρο κάθε ποδοσφαιριστή, εκείνη την εποχή, ήταν να παίξει μπάλα στην Ιταλία ή την Ισπανία. Μόνο που, για τον Φίγκο, τα σύνορα του Καμπιονάτο ήταν κλειστά. Ο ατζέντης και παιδικός του φίλος, Ζοσέ Βέιγκα, είχε κάνει μια μνημειώδη «γκάφα»: τον έβαλε να υπογράψει συμβόλαιο με δύο ιταλικούς συλλόγους (Γιουβέντους και Πάρμα), ταυτοχρόνως. Η τιμωρία του νεαρού Πορτογάλου ήταν ο διετής αποκλεισμός του από όλα τα πρωταθλήματα της Ιταλίας. Η Μπαρτσελόνα, όμως, του άνοιξε την άλλη μεγάλη πόρτα.
Στο «Καμπ Νου» αγαπήθηκε από την εξέδρα, μοιράστηκε το περιβραχιόνιο του αρχηγού με τον Πεπ Γκουαρντιόλα, έπαιξε πλάι στον Ριβάλντο (συνθέτοντας μαζί του ένα εμβληματικό «δίδυμο»), έγινε διάσημος και κατέκτησε τους πρώτους του σπουδαίους τίτλους: δύο Πρωταθλήματα και δύο Κύπελλα Ισπανίας, ένα Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης και ένα ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ. Στα πέντε χρόνια που έμεινε στη Βαρκελώνη (172 ματς – 30 γκολ), έδειχνε ευτυχισμένος.
Οι πρώτες φήμες ότι ο Φίγκο ετοιμάζει βαλίτσες για τη Μαδρίτη κυκλοφόρησαν στα media στις αρχές Ιουλίου του 2000, αμέσως μετά το Euro. Κανείς δεν τις πήρε στα σοβαρά. Μέχρι τη στιγμή που ο υποψήφιος πρόεδρος της Ρεάλ, Φλορεντίνο Πέρεθ, επιβεβαίωσε πως είχε στα χέρια του προσύμφωνο συνεργασίας με τον πορτογάλο σούπερ-σταρ. Και πάλι, όλοι στην Μπαρτσελόνα ηρέμησαν όταν ο ίδιος ο Φίγκο, από τις διακοπές του στη Σαρδηνία, διαβεβαίωσε (δημοσίως) πως «δεν πρόκειται να πάει πουθενά».
Στις 23 Ιουλίου ο (νέος) πρόεδρος της Μπαρτσελόνα, Τζουάν Γκασπάρ, συναντήθηκε με τον παίκτη, που είχε επιστρέψει στην Ισπανία. Αμέσως μετά δήλωσε, γεμάτος χαρά, ότι ο Φίγκο θα παραμείνει στην ομάδα – και θα γίνει λίγο πλουσιότερος. Αλλά, την επόμενη κιόλας μέρα, η «έκρηξη» συγκλόνισε τον ποδοσφαιρικό κόσμο. Η Ρεάλ ανακοίνωσε τη μεταγραφή του, έναντι 62 εκατομμυρίων σημερινών ευρώ (ποσό – ρεκόρ για την εποχή), δημοσιεύοντας τη φωτογραφία στην οποία ο Πορτογάλος κρατούσε μια φανέλα της «Βασίλισσας» με το Νο 10 και το όνομά του στην πλάτη, δίπλα στον πρόεδρο Πέρεθ (που είχε κερδίσει τις εκλογές) και τον θρυλικό Αλφρέντο Ντι Στέφανο. Στις 25 Ιουλίου, σαν σήμερα, τον παρουσίασε στους οπαδούς της.
Μια προσεκτική ματιά στις εικόνες εκείνων των ημερών ενισχύει το σενάριο ότι ο Φίγκο δεν πήγε στη Ρεάλ «με την καρδιά του». Ή, τουλάχιστον, ότι το είχε ήδη μετανιώσει όταν πάτησε το πόδι του στο «Μπερναμπέου». Ολες τον δείχνουν σκυθρωπό, αγέλαστο, προβληματισμένο, ή και φοβισμένο. Ποτέ δεν υπήρξε ιδιαιτέρως εκδηλωτικός, όμως εκείνες (υποτίθεται πως) ήταν οι πιο ευτυχισμένες του στιγμές. Είχε, μόλις, ενταχθεί στον πιο τρανό σύλλογο της Ευρώπης, έχοντας εξασφαλίσει ετήσιες αποδοχές έξι φορές υψηλότερες από εκείνες που απολάμβανε στη Βαρκελώνη.
Ακόμη και σήμερα, 19 χρόνια μετά, όλοι πιστεύουν ότι ο Φίγκο «πούλησε» την Μπαρτσελόνα για το χρήμα. Αλλά, μια τηλεοπτική μαρτυρία του Πάουλο Φούτρε, τον Απρίλιο του 2018, ήρθε να τραυματίσει αυτήν την πεποίθηση. Ο Φούτρε, πορτογάλος μεσοεπιθετικός και μεγάλη δόξα της Ατλέτικο Μαδρίτης των ’80s και των ’90s, αποκάλυψε ότι είχε παίξει κι αυτός ρόλο στην πολύκροτη μεταγραφή. Και ισχυρίστηκε ότι ο Φίγκο δέχτηκε να πάει στη Ρεάλ, επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Για να γλιτώσει τον φίλο και ατζέντη του από τη φυλακή.
Ολα άρχισαν, σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή της αλήθειας, όταν ο Φλορεντίνο Πέρεθ, που είχε χάσει την προεδρία της Ρεάλ το 1995, αποφάσισε να επιστρέψει. Ο τότε πρόεδρος, Λορένθο Σανθ, πολύ δύσκολα θα έχανε τις εκλογές, αφού επί των ημερών του ο σύλλογος είχε κατακτήσει δύο τρόπαια Champions League μέσα σε τρία χρόνια. Ο δαιμόνιος Πέρεθ χρειαζόταν κάτι που θα τον βοηθούσε να εντυπωσιάσει τους ψηφοφόρους. Πλησίασε, λοιπόν, τον Βέιγκα, τον ατζέντη του Φίγκο, και του έκανε μια ασυνήθιστη πρόταση: να υπογράψουν ένα προσύμφωνο μεταγραφής του πορτογάλου σούπερ-σταρ στη Ρεάλ. Ο πάμπλουτος μεγαλοκατασκευαστής δεν είχε πρόβλημα να πληρώσει, από την τσέπη του, τέσσερα εκατομμύρια σημερινά ευρώ. Εάν έχανε τις εκλογές, ο Φίγκο θα κρατούσε τα χρήματα και θα συνέχιζε την καριέρα του στη Μπαρτσελόνα.
Ο Βέιγκα απέδειξε την επιπολαιότητά του για δεύτερη φορά. Επεισε τον πελάτη και φίλο του να συμφωνήσει, αφού -όπως τον διαβεβαίωσε- δεν υπήρχε περίπτωση, ο Σανθ να μην επανεκλεγεί πρόεδρος της Ρεάλ. Με το προσύμφωνο στο χέρι, ο Πέρεθ έταξε στους ψηφοφόρους πως, αν κερδίσει, θα φέρει στο «Μπερναμπέου» το μεγάλο «αστέρι» της μισητής αντιπάλου. Ο Φίγκο, που υπολόγιζε σε ήττα του Πέρεθ, διαβεβαίωνε τους πάντες πως δεν πρόκειται να φύγει από τη Βαρκελώνη. Αλλά ο Πέρεθ πέτυχε το ακατόρθωτο: με σημαία του τη σούπερ μεταγραφή, κατέλαβε την εξουσία στη Ρεάλ.
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα πρόσωπα του Λούις και της (μετέπειτα) συζύγου του, όταν πήγαμε με τον Βέιγκα στη Σαρδηνία για να τους πούμε τα νέα», αφηγείται ο Φούτρε. «Ο Φίγκο σχεδόν έβαλε τα κλάματα. Ο Γκασπάρ του είχε προσφέρει νέο συμβόλαιο, οπαδοί της Μπαρτσελόνα τον απειλούσαν, κι εκείνος εκλιπαρούσε τον Βέιγκα να αθετήσει τη συμφωνία με τον Πέρεθ. Υπήρχε, όμως, ένα πρόβλημα: σε αυτήν την περίπτωση έπρεπε να καταβάλουμε αποζημίωση 35 εκατομμυρίων (σημερινών) ευρώ. Τα χρήματα αυτά δεν τα είχαμε. Ο Λούις ολοκλήρωσε τη μεταγραφή, για να μην πάει ο φίλος του (ο Βέιγκα) φυλακή».
Οι επισκέψεις του Φίγκο στο «Καμπ Νου» με τη φανέλα της Ρεάλ, το 2000 και το 2002, ήταν μια κόλαση που κανείς άλλος παίκτης, ποτέ, δεν βίωσε σε τέτοιο βαθμό. Περιέργως, όμως, ακόμη κι όταν έφυγε από τη Ρεάλ για την Ιντερ (2005), ακόμη κι όταν αποχώρησε από το ποδόσφαιρο (2009), δεν επιχείρησε να καθαρίσει από τη «ρετσινιά» του προδότη. Δεν αρνήθηκε, ποτέ, ότι πήγε στη Ρεάλ «για τα χρήματα, το πρεστίζ και τους τίτλους».
Η απόκτηση του Φίγκο σήμανε την αρχή της εποχής των «γκαλάκτικος» για τη «Βασίλισσα». Τον ακολούθησαν στη Μαδρίτη, ο Ζινεντίν Ζιντάν (2001), ο Ρονάλντο (2002) και ο Ντέιβιντ Μπέκαμ (2003). Η Μπαρτσελόνα δεν τον συγχώρεσε ποτέ. Μπορεί να τον συναντήσεις παντού στην Ευρώπη, σε διάφορες εκδηλώσεις και σε αγώνες τένις, αλλά ποτέ στη Βαρκελώνη. Η συνεργασία του και η φιλία του με τον Βέιγκα διακόπηκε, ουσιαστικά, τη μέρα που φόρεσε τη λευκή φανέλα. Τη μέρα που, όπως πολλοί πιστεύουν, το ποδόσφαιρο έχασε, δια παντός, τον ρομαντισμό του.