«Ετσι και κάνει καμιά νίκη η Πορτογαλία, ο Φερνάντο Σάντος θα παραιτηθεί». Μεταμεσονύκτιο καλαμπούρι στα social media. Αλλά -ως γνωστόν- οι μεγαλύτερες αλήθειες λέγονται μεταξύ σοβαρού κι αστείου.
Η ομάδα του πρώην δικού μας ομοσπονδιακού τεχνικού εξασφάλισε πρώτη μια θέση στους ημιτελικούς του Euro, χωρίς να έχει νικήσει έστω έναν αντίπαλο -από τους πέντε που βρέθηκαν στον δρόμο της- στην κανονική διάρκεια ενός αγώνα. Με τρεις ισοπαλίες, μια πρόκριση στην παράταση, κι άλλη μία (το βράδυ της Πέμπτης) στα πέναλτι. Χωρίς να παίξει -πάλι- καλό ποδόσφαιρο. Ε, και; Η δουλειά έγινε. Οι Πορτογάλοι είναι ευτυχισμένοι. Κι απόψε (Παρασκευή) θα μάθουν αν το τελευταίο εμπόδιο στην πορεία τους προς τον τελικό θα είναι το Βέλγιο ή η Ουαλία.
Με την τακτική που ακολούθησε κι όταν εργαζόταν στην Ελλάδα -«αν δεν χάσεις, θα νικήσεις»- ο Σάντος παρέμεινε αήττητος έπειτα από 12 αγώνες στο τιμόνι της εθνικής ομάδας της πατρίδας του. Ρεκόρ αγώνων χωρίς ήττα είχε κάνει και στα μέρη μας. Αλλά οι «φωστήρες» της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας τον έδιωξαν, το καλοκαίρι του 2014. Είχαν βαρεθεί -λέει- αυτό το «κούτσου κούτσου μπολ» που έπαιζε ο Πορτογάλος. Δυο χρόνια αργότερα, η πραγματικότητα τούς δίκασε και τους καταδίκασε στα μάτια όλων των ελλήνων φιλάθλων. Η Εθνική μας ξύνει τον πάτο της ανυποληψίας, ενώ ο Σάντος χτυπά την πόρτα του τελικού. Την ώρα που ομάδες πολύ καλύτερες από την Πορτογαλία παρακολουθούν τη συνέχεια του Euro από το σπίτι τους.
Ο Σάντος είναι ο μετρ του αποτελέσματος. Εφερε 1-1 με την Πολωνία -ένα από τα πιο σκληρά καρύδια του τουρνουά- και θα μπορούσε να την έχει νικήσει προτού φτάσουμε στα πέναλτι, αν ο χιλιοτραγουδισμένος Κριστιάνο Ρονάλντο δεν… κλωτσούσε αέρα στην καλύτερη ευκαιρία της ομάδας του. Κι αν δεν έχανε άλλες δυο, που για την κλάση του ήταν παιχνιδάκι. Δεν τη νίκησε. Αλλά δεν έχασε κιόλας. Αυτή είναι η φιλοσοφία του: η άμυνα σχεδόν εξασφαλίζει οτι δεν θα χάσεις το ματς, ενώ με την επίθεση ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος οτι θα το κερδίσεις.
Ηταν τυχερός, που το κρίσιμο πέναλτι το έχασε ένας Πολωνός – κι όχι ένας Πορτογάλος; Μπορεί. Η τύχη, όμως, είναι δανεικά που -κάποτε- σου επιστρέφονται. Ο Σάντος την είχε δανείσει (την τύχη) το προ-περασμένο καλοκαίρι, στο Μουντιάλ της Βραζιλίας. Οταν ο Κέιλορ Νάβας, της Κόστα Ρίκα, έπιασε το πέναλτι του Φάνη Γκέκα, κι έτσι η Ελλάδα δεν προκρίθηκε στις οκτώ καλύτερες ομάδες του κόσμου. Αυτή η «ρώσικη ρουλέτα» που το 2014 τον σκότωσε, τώρα κράτησε το όνειρό του ζωντανό.
Η τύχη ήταν δανεική και για τους Πολωνούς. Στα πέναλτι προκρίθηκαν στους «8» (χάρη στην άστοχη εκτέλεση του Ελβετού Τσάκα), στα πέναλτι αποκλείστηκαν -τώρα- από τους «4». Μοιραίος Πολωνός, ο Γιάκουμπ Μπλαστσικόβσκι. Για να επιβεβαιωθεί ένας άγραφος νόμος του ποδοσφαίρου: το κρίσιμο σουτ θα το χάσει ο καλύτερος παίκτης της ομάδας. Στον αγώνα ή σε ολόκληρο το τουρνουά.
Είναι από τις άτυχες στιγμές που στιγματίζουν έναν παίκτη για πάντα, όταν του συμβαίνουν σε ματς ιστορικά, όπως το χθεσινό
Ο Μπλαστσικόβσκι είναι, ίσως, ο κυριότερος λόγος που η Πολωνία έφτασε τόσο μακριά. Αλλά είναι και άτυχος… από κούνια. Στα 10 του χρόνια υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας της μητέρας του από τον πατέρα του. Οπως περιγράφει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, μαζί με τον αδελφό του έζησαν τον φονικό καβγά του Ζίγκμουντ Μπλαστσικόβσκι με τη σύζυγό του, Ανα, ο οποίος κατέληξε με ένα μαχαίρι καρφωμένο στο κορμί της. Ο πατέρας καταδικάστηκε σε 15ετή φυλάκιση, ενώ ο Γιακούμπ δεν τον είδε ποτέ ξανά μετά την τραγωδία. Μόνο στην κηδεία του πήγε, το 2012.
Πριν από δυόμισι χρόνια, τον Ιανουάριο του 2014, όταν ακόμη έβγαζε το ψωμί του στην Μπορούσια του Ντόρτμουντ, ο διεθνής πολωνός ποδοσφαιριστής υπέστη ρήξη χιαστών στο γόνατο και έχασε το υπόλοιπο της σεζόν. Τώρα, του έτυχε αυτό με το χαμένο πέναλτι. Είναι από τις άτυχες στιγμές που στιγματίζουν έναν παίκτη για πάντα, όταν του συμβαίνουν σε ματς ιστορικά, όπως το χθεσινό. Εκείνος, όμως, θα το ξεπεράσει μάλλον εύκολα. Γιατί, όπως γράφει στο βιβλίο του: «Στη ζωή μου έχω περάσει τόσα, που άλλοι δεν θα ήταν σε θέση να υπομείνουν. Εγώ, όμως, δεν θα επιτρέψω ποτέ και σε τίποτε να με λυγίσει. Γιατί ξέρω οτι έχω περάσει τα χειρότερα».
Ενας απ’ αυτούς που δεν θα το ξεπεράσουν ποτέ, είναι ο Τζον Τέρι. Στον τελικό του Champions League το 2008 κόντρα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ο αρχηγός της Τσέλσι είχε αναλάβει να εκτελέσει το πέμπτο -και καθοριστικό- πέναλτι της ομάδας του. Γλίστρησε, όμως, στον βαρύ από τη βροχή αγωνιστικό χώρο, και έστειλε την μπάλα στο δοκάρι και άουτ. Η Γιουνάιτεντ κατέκτησε το τρίτο της Κύπελλο Πρωταθλητριών, ενώ ο Τέρι απέκτησε εφιάλτες που τον καταδιώκουν ακόμα και σήμερα: «Ποτέ δεν θα μπορέσω να το ξεπεράσω. Εξακολουθώ να ξυπνώ μέσα στη νύχτα και να αισθάνομαι σκ@τ@. Αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε, αυτή η στιγμή δεν μπορεί να φύγει από το μυαλό. Νομίζω πως δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ», είχε εξομολογηθεί προσφάτως.
Στη χιτσκοκική διαδικασία των πέναλτι έχουν κριθεί όλα τα αντικείμενα του πόθου στο ποδόσφαιρο: Παγκόσμια Κύπελλα, ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, Κύπελλα Πρωταθλητριών… Καθώς αυτή η -κατά πολλούς άδικη- διαδικασία χωρίζει τον θρίαμβο από την αποτυχία όλο και πιο συχνά, οι κεφαλές του αθλήματος προσπαθούν να βρουν κάποιον άλλο τρόπο, ώστε να λύνουν οι ομάδες τις διαφορές τους. Μέχρι στιγμής, καμια καλύτερη λύση δεν έχει βρεθεί.
Η συζήτηση φούντωσε πάλι, έπειτα από τους φετινούς τελικούς του Τσάμπιονς Λιγκ και του Κόπα Αμέρικα που κρίθηκαν από την άσπρη βούλα. Ιδίως μετά την αποτυχημένη εκτέλεση του πρώτου πέναλτι της Αργεντινής από τον Μέσι -στον δραματικό Τελικό που έγινε τα ξημερώματα της Δευτέρας- η οποία οδήγησε τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή του κόσμου στη σκέψη να εγκαταλείψει την εθνική του ομάδα. Το επίκεντρο του προβληματισμού είναι, με δυο λόγια, πως τα τεράστια ποσά που -πλέον- διακυβεύονται στο ποδόσφαιρο, δεν επιτρέπουν, τόσο καθοριστικοί αγώνες να κρίνονται στη… λοταρία των πέναλτι. Αλλά, αν όχι πέναλτι, τι;
Απάντηση, προς το παρόν, δεν υπάρχει. Ούτε από τις τεχνικές επιτροπές της FIFA που από καιρό μελετούν το πρόβλημα, ούτε από τις σχετικές ακαδημαϊκές έρευνες που κατά καιρούς έχουν γίνει, κυρίως από βρετανικά πανεπιστήμια. Κι ό,τι άλλο έχει δοκιμαστεί στο παρελθόν ως υποκατάστατο -όπως ο «ξαφνικός θάνατος»- έχει αποτύχει.
Οπότε; Απλούστατα, μέχρι να εφευρεθεί κάποια άλλη διαδικασία, οι ποδοσφαιριστές θα προσεύχονται να μην τους τύχει η «στραβή», ενώ οι τερματοφύλακες θα ελπίζουν να γίνουν «ήρωες». Αυτοί δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Μόνο να κερδίσουν. Σύμφωνα με τις τελευταίες στατιστικές, το 70% των πέναλτι καταλήγουν σε γκολ, πράγμα που σημαίνει οτι όλοι είναι πρόθυμοι να συγχωρήσουν τον γκολκίπερ που δεν κατορθώνει να αποκρούσει. Αλλά όχι τον παίκτη που αστοχεί.
Το ζήτημα θα μας απασχολήσει πάλι «χοντρά», έτσι και γίνει καμιά… πλάκα με την Πορτογαλία του Σάντος. Ικανή είναι, να σηκώσει την Κούπα του Euro χωρίς να σταυρώσει νίκη! Και -φαίνεται ότι- το σύμπαν συνωμοτεί υπέρ της. Ακόμη κι όταν δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει ούτε ένα σουτ στον στόχο επί 90 ολόκληρα λεπτά (στο 1-0 με τους Κροάτες), έμεινε ζωντανή. Το «άστρο» μιας ομάδας, όπως έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε την καλή της τύχη, συχνά παίζει σημαντικό ρόλο.
Βεβαίως, η εξήγηση του καλπασμού της Πορτογαλίας προς τον τελικό δεν είναι παραφυσική. Κάθε άλλο. Ο Σάντος παρέλαβε μια ομάδα που τη χαρακτήριζε η νοοτροπία «όσα φάμε κι όσα βάλουμε», και τη μετέτρεψε σε μια «κυνική» κυνηγό του αποτελέσματος. Αν και σε πολλούς αυτό το στιλ δεν αρέσει, μέχρι στιγμής αποδίδει εξαιρετικά – και με τον Κριστιάνο να είναι σκιά του καλού του εαυτού.
Μια ματιά στο Διαδίκτυο θα σας πείσει οτι οι έλληνες φίλαθλοι είναι -πάλι- διχασμένοι, για ξένη υπόθεση. Από τη μία οι «φερναντικοί» και από την άλλη οι «αντι-φερναντικοί». Ολοι περιμένουν τον ημιτελικό της Πορτογαλίας (με το Βέλγιο ή την Ουαλία) για να δικαιωθούν.
Αν και πιστεύω ότι δίκιο έχουν οι πρώτοι -επειδή ο Σάντος έχει, ήδη, πετύχει πολλά με αυτή τη μετριότατη ομάδα- στους τελευταίους αναγνωρίζω την αίσθηση του χιούμορ. Σταχυολογώ τα καλύτερα:
- Ο Ρανιέρι την Premier, ο Σάντος το Euro… Η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της.
- «Τα πάντα ρει». Ηράκλειτος. «Τα πάντα… χι». Φερνάντο Σάντος.
- Τι του εύχεται η γυναίκα του, όταν φεύγει από το σπίτι για να πάει στο ματς; «Αντε και με την ισοπαλία».