Με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο μας χωρίζουν -σχεδόν- 10 χρόνια, -περίπου- 31 εκατοστά ύψους κι αρκετές γνώσεις πάνω στο μπάσκετ. Μας χωρίζει κι επιθυμία να του πάρω και να μου δώσει μία συνέντευξη. Αλλά το απόγευμα της Τρίτης δεν μας χώριζε τίποτα. Κάναμε high five, τσουγκρίσαμε ώμους κατά τα αμερικάνικα πρότυπα κι ο καθένας συνέχισε τη δουλειά του.
Ο Γιάννης θα μπορούσε να απολαμβάνει τις διακοπές του τώρα που τελείωσε με τις υποχρεώσεις του στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Θα μπορούσε να ξεκουράζει τα 211 εκατοστά του κορμιού του από τους συνεχείς κι επίπονους αγώνες του ΝΒΑ. Θα μπορούσε να λιάζεται στη Χαβάη, να πίνει κοκτέιλ στις Μπαχάμες ή να φωτογραφίζεται στη Μύκονο. Έχει και τα λεφτά και τα κάλλη για να κάνει όλα τα παραπάνω. Αλλά επέλεξε κάτι εντελώς διαφορετικό.
Επέλεξε να παίξει μπάσκετ στη γειτονιά που μεγάλωσε. Να αντικρίζει το ίδιο -καφέ από το νέφος- τσιμέντο στις πολυκατοικίες που περιτριγυρίζουν το μικρό γηπεδάκι στα Σεπόλια. Να ιδρώσει με φίλους του, να χαμογελάσει σε μικρά παιδιά που τον έχουν ως ίνδαλμα. Σε πιτσιρίκια που αγοράζουν φαρδιά NIKE σορτσάκια για να του μοιάσουν, σε εφήβους που ξενυχτούν για να καλύψουν τη διαφορά ώρας και να δουν τα ματς του. Έκανε κάτι που γίνεται κατά κόρον στην Αμερική, κάτι που θεωρείται δεδομένο εκεί.
Μία από τις πιο φτωχές συνοικίες της Αθήνας γιόρτασε την Τρίτη την επιστροφή του δικού της παιδιού. Ο Γιάννης γύρισε πίσω κι όλοι το γλέντησαν με την ψυχή τους. Έβλεπες Ρουμάνους κι Αλβανούς να προσπαθούν να κάνουν κερκίδα. Βουλγάρες κι Ελληνίδες μαθήτριες με τις τσάντες και τα βιβλία τους -κοπάνα από τα φροντιστήρια- να βγάζουν selfie μαζί του. Έβλεπες 80άρηδες παππούδες από τα γύρω καφενεία να θαυμάζουν ένα μαύρο παιδί που μεγάλωσε δίπλα τους, το δικό τους Γιάννη.
Η Ελλάδα είναι μπασκετική χώρα. Όχι γιατί είχε πάντα επιτυχίες σε αυτό το άθλημα, ούτε γιατί ο Γκάλης άλλαξε μέχρι και τις ημέρες που έπαιζαν τα θέατρα τις παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη για να τον βλέπει ο κόσμος. Η Ελλάδα είναι μπασκετική χώρα γιατί σε οποιαδήποτε γειτονιά της, σε οποιοδήποτε σχολεία θα βρεις μία μπασκέτα. Ο κόσμος μπορεί να μην πάει να δει αγώνες στο γήπεδο, αλλά ξέρει να παίζει. Το έχει μέσα του. Κι ο Αντετοκούνμπο έχει τη δυνατότητα να γίνει συνώνυμο των μεγάλων άσων του παρελθόντος. Μπορεί να μη γίνει καλύτερος του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Φασούλα, του Φάνη, του Διαμαντίδη, του Σπανούλη, του Μπουρούση. Μπορεί και να γίνει, μικρή σημασία έχει. Αλλά με το ήθος του, την απλότητά του και τις επιλογές που κάνει στη μέχρι τώρα ζωή του -κυρίως την εκτός γηπέδων- έχει όλα τα φόντα να αφήσει μεγαλύτερη κληρονομιά από αυτούς. Σκεφτείτε το, είναι μόλις 21 ετών και συμπεριφέρεται πιο ώριμα από πολλούς 30άρηδες.
Και να φανταστείτε πως όλα άρχισαν μέσα από ένα tweet.